TΣΑΡΛΣ Μ. ΜΠΛΟΟΥ
Ο Ντόναλντ Τραµπ βάζει υποψηφιότητα για πρόεδρος. Ξανά. Αλλά ο καιρός του έχει περάσει. Η πολιτική είναι μια υπόθεση ευθυγράμμισης – εμφανίζεται ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή. Ο Τραμπ πέτυχε μια τέτοια στιγμή το 2016, με εξωτερική βοήθεια φυσικά, αλλά έξι χρόνια μετά η Αμερική έχει αλλάξει. Και αυτός επίσης.
Δεν είναι πια ο καινούργιος, το αουτσάιντερ. Ούτε αυτά που λέει είναι καινούργια. Είναι ένας πρόεδρος που παραπέμφθηκε δύο φορές σε δίκη, που δεν κατάφερε να επανεκλεγεί, που παρέσυρε το κόμμα του σε ήττες σε δύο ενδιάμεσες και σε μία προεδρική εκλογή και που πνίγεται σε έναν ωκεανό προβλημάτων με τη δικαιοσύνη.
Η οσμή της ήττας προσκολλάται σε έναν υποψήφιο. Γι’ αυτό ο Τραμπ προσπάθησε τόσο πολύ να πείσει τον κόσμο ότι δεν έχασε. Αλλά έχασε. Και τώρα χάνει και ο τραμπισμός.
Οι Συντηρητικοί στην Αμερική είναι εθισμένοι στην αδρεναλίνη που ανεβαίνει όταν προσκολλώνται στον εκάστοτε εκφραστή της οργής τους. Φαίνονται απόλυτα αφοσιωμένοι σε αυτόν, μέχρι να τον αντικαταστήσουν. Είναι εξαρτημένοι από τους διαδοχικούς έρωτες.
Τη δεκαετία του 1990 είχαν ερωτευθεί τον Νιουτ Γκίνγκριτς, μετά έπεσαν με τα μούτρα στο Tea Party, μετά στη Σάρα Πέιλιν. Στο απόγειο της δημοφιλίας τους, ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς την πτώση τους. Αλλά ήρθε και αυτό πιθανώς θα συμβεί και στον Τραμπ.
Το 1994 ο Γκίνγκριτς είχε παρουσιάσει το «Συμβόλαιο με την Αμερική», μια δέσμη συντηρητικών πολιτικών και αρχών. Το 1998, όταν παραιτήθηκε από τη Βουλή, η δημοτικότητά του ήταν στα Τάρταρα, ενώ όταν επιχείρησε να κατέβει υποψήφιος για την προεδρία, το 2012, χαρακτηρίστηκε ως «ο λιγότερο δημοφιλής πολιτικός στη χώρα». Το 2010, το κίνημα Τea Ρarty υποστηριζόταν από το 52% των Ρεπουμπλικανών. Πέντε χρόνια αργότερα είχε πέσει στο μισό, ενώ τώρα δεν υπάρχει καν ως ερώτημα στις δημοσκοπήσεις.
To 2008, o Ρεπουμπλικανός υποψήφιος πρόεδρος Τζον Μακ Κέιν υποχρέωσε τη χώρα να υποστεί τη Σάρα Πέιλιν, επιλέγοντάς την ως υποψήφια αντιπρόεδρο. Η Πέιλιν ήταν διχαστική, ο λόγος της ήταν εμπρηστικός και η σχέση της με την αλήθεια κάπως απόμακρη. Ομως, στην αρχή οι Ρεπουμπλικανοί την ήθελαν. Το 2010 η Πέιλιν ήταν η πιο δημοφιλής υποψήφια για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Εν συνεχεία η πτώση της ήταν τέτοια, που φέτος έχασε τη βουλευτική έδρα στη ρεπουμπλικανική Αλάσκα από έναν αντίπαλο του Δημοκρατικού κόμματος.
Ο Ντόναλντ Τραµπ είναι το τελευταίο αίσθημα της ρεπουμπλικανικής βάσης, αλλά κι αυτό θα ξεφτίσει. Οι εποχές πάντα αλλάζουν, τα τριαντάφυλλα πάντα μαραίνονται. Κάθε φορά οι Συντηρητικοί πείθονται ότι η προσήλωσή τους στηρίζεται σε αρχές: τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, την ασφάλεια των συνόρων, την αντίθεση στη φιλελεύθερη κοσμοθεωρία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια διαρκή εξέγερση απέναντι στον διαφωτισμό και την ανοικτή κοινωνία.
Ο εχθρός τους είναι η αλλαγή, η ανάπτυξη και η εξέλιξη.
Ας παραδεχθούμε ότι η αλλαγή και η ανάπτυξη δεν είναι απλές διαδικασίες. Γίνονται στραβοπατήματα, τα οποία οι Συντηρητικοί χρησιμοποιούν για να πουν «ορίστε, η αλλαγή είναι κακή». Η πορεία όμως είναι ασταμάτητη. Εκείνοι επιμένουν, γοητεύονται από το τραγούδι της σειρήνας, προσκολλώνται στους εκπροσώπους της οπισθοδρόμησης, σε αυτούς που λένε ότι μπορούν να παγώσουν τον χρόνο και να τον γυρίσουν πίσω. Ο Τραμπ, τους προσέφερε αυτό που ήθελαν, αλλά δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Η Ιστορία πρέπει να επαναληφθεί, ένας νέος αγγελιοφόρος περιμένει να λάβει τη σκυτάλη.
Δεν υποστηρίζω ότι ο Τραμπ έχει χάσει τελείως τον έλεγχο του κόμματός του. Ομως είναι γεγονός ότι έχει χάσει υποστηρικτές και ότι οι χαρισματικοί συντηρητικοί ηγέτες πάντα παρακμάζουν.
Ο Τραμπ δεν κατεβαίνει υποψήφιος γιατί έχει κάποιο όραμα για τη χώρα ή κάποια πολιτική ατζέντα. Κατεβαίνει γιατί δεν έχει άλλες επιλογές. Ελπίζει ότι έτσι θα προστατευθεί από τη δικαιοσύνη και θα πάρει εκδίκηση. Κατεβαίνει γιατί η οικογενειακή του επιχείρηση πλέον είναι η πολιτική εκμετάλλευση.