Kathimerini.gr
Καθώς έχουν συμπληρωθεί τέσσερις και πλέον εβδομάδες από τη στιγμή που ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την κούρσα για τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, το μεγάλο ερώτημα που απασχολεί τους Αμερικανούς αναλυτές είναι κατά πόσον η Κάμαλα Χάρις θα καταφέρει να διατηρήσει τη δυναμική νίκης που έδειξε να δημιουργεί σε αυτόν τον μήνα του μέλιτος με το εκλογικό σώμα.
Σύμφωνα με τη συνισταμένη των δημοσκοπήσεων που καταγράφει η ιστοσελίδα FiveThirtyEight.com, η υποψήφια των Δημοκρατικών εξασφαλίζει προβάδισμα της τάξης του 3,4% σε πανεθνική κλίμακα.
Ωστόσο, στις επτά διαφιλονικούμενες πολιτείες που θα κρίνουν την αναμέτρηση η κατάσταση διαγράφεται οριακή.
Στην τελευταία δημοσκόπηση της Washington Post, η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ προηγείται τρεις μονάδες στο Ουισκόνσιν, δύο στην Πενσιλβάνια και λιγότερο από μία μονάδα στο Μίσιγκαν, ενώ ο Τραμπ εξακολουθεί να προηγείται στις τέσσερις αμφιταλαντευόμενες πολιτείες του Νότου (Αριζόνα, Νεβάδα, Τζόρτζια, Βόρεια Καρολίνα). Σε όλες τις περιπτώσεις, η διαφορά βρίσκεται μέσα στα όρια του στατιστικού λάθους.
Εχοντας παρουσιάσει μια καινούργια δυναμική ενότητας και νίκης στις τάξεις των Δημοκρατικών τον μήνα που πέρασε, με κορύφωση το εθνικό συνέδριο του κόμματος στο Σικάγο, η Κάμαλα Χάρις έχει στο ενεργητικό της τον δημογραφικό παράγοντα και ιδιαίτερα την υπεροχή της, έναντι του Τραμπ, στις γυναίκες και στους νέους.
Από την πλευρά του, ο τέως πρόεδρος εξακολουθεί να εμπνέει περισσότερη εμπιστοσύνη συγκριτικά με την αντίπαλό του σε δύο πεδία που βρίσκονται στην κορυφή των ανησυχιών των ψηφοφόρων: την οικονομία και την αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης.
Προσπαθώντας να έρθει πιο κοντά στις οικονομικές ανησυχίες μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος, η Κάμαλα Χάρις ξεκίνησε μεγάλη διαφημιστική καμπάνια γύρω από τις δεσμεύσεις της για τη λαϊκή κατοικία και την ακρίβεια.
Από την πλευρά του, ο Τραμπ προσπάθησε να κατευνάσει τις ανησυχίες πολλών γυναικών δεσμευόμενος ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί κανέναν περιορισμό, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, στο δικαίωμα στην άμβλωση και ότι δεν θα διστάσει να ασκήσει, αν χρειαστεί, το προεδρικό βέτο.
Οικονομία και μετανάστευση είναι συγκριτικά τα ασθενέστερα σημεία για την υποψήφια των Δημοκρατικών
Μετά τον Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, άλλο ένα πρόσωπο από τον χώρο των Δημοκρατικών τάχθηκε υπέρ της υποψηφιότητας Τραμπ. Πρόκειται για την πρώην βουλευτή Τούλσι Γκάμπαρντ, η οποία στο παρελθόν είχε υποστηρίξει τον αριστερό προεδρικό υποψήφιο Μπέρνι Σάντερς και τώρα καταγγέλλει το δίδυμο Τζο Μπάιντεν – Κάμαλα Χάρις ως «κόμμα του πολέμου».
Στην ίδια συχνότητα με τον Στάρμερ
Κατά τις πέντε τελευταίες δεκαετίες, ΗΠΑ και Βρετανία, «δύο χώρες που τις χωρίζει μια κοινή γλώσσα» σύμφωνα με τον γνωστό αφορισμό, είδαν αρκετές φορές τις πολιτικές ανατροπές στις χώρες τους να συντονίζονται στην ίδια συχνότητα: Μάργκαρετ Θάτσερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν τη δεκαετία του ’80, Νέο Δημοκρατικό Κόμμα του Κλίντον και Νέοι Εργατικοί του Τόνι Μπλερ τη δεκαετία του ’90, νίκη του Brexit και εκλογή-σοκ του Τραμπ το 2016. Θα μπορούσε μια παρόμοια πολιτική συναστρία να εκδηλωθεί το 2024;
Πιθανό, αν και όχι βέβαιο, υποστηρίζει ο ανταποκριτής των New York Times στο Λονδίνο, Μαρκ Λάντλερ. Ο αρθρογράφος μάς υπενθυμίζει την πρόσφατη σαρωτική νίκη των Εργατικών στις βρετανικές εκλογές υπό την ηγεσία του Κιρ Στάρμερ, ο οποίος υπήρξε εισαγγελέας προτού κατέβει στον στίβο της πολιτικής, όπως ακριβώς συνέβη με την πρώην εισαγγελέα Καλιφόρνιας, Κάμαλα Χάρις. «Μπορείτε να είστε σίγουροι ότι θα βάζω πάντα την πατρίδα πάνω από το κόμμα», δήλωσε η υποψήφια των Δημοκρατικών στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος, στο Σικάγο, αντιγράφοντας τη μόνιμη επωδό του Στάρμερ στην προεκλογική εκστρατεία του. Η αντίστιξη ανάμεσα σε μια Χάρις-γενική εισαγγελέα και έναν Τραμπ-καταδικασμένο από δικαστήριο αποτελεί ένα από τα ατού της υποψήφιας των Δημοκρατικών, έστω και αν ο αντίπαλός της προσπαθεί να την εμφανίσει ως αποτυχημένη στη δίωξη του εγκλήματος και της παράτυπης μετανάστευσης.