Σταύρος Παπαντωνίου
Τέσσερα χρόνια μετά την ευρεία νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εκλογές του 2019, που στηρίχθηκε σε μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που ονομάστηκε «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», τα ερωτήματα ενόψει των εκλογών έρχονται στην επιφάνεια: Σήμερα το μέτωπο αυτό είναι ενεργό; Μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο που έπαιξε το 2019 και τι συμβαίνει στο «εσωτερικό» του;
Εντός της εβδομάδας, με αφορμή τη συμμετοχή του Ευάγγελου Βενιζέλου αλλά και του Νίκου Αλιβιζάτου σε μια εκδήλωση υπό τον τίτλο «Μένουμε Ευρώπη;», άνοιξε ένα μέτωπο, καθώς υπήρξε δημόσια διαμάχη μεταξύ του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ και πάλαι ποτέ κορυφαίων στελεχών του κόμματος αλλά και του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», όπως της Άννας Διαμαντοπούλου και του Γιώργου Φλωρίδη, που άσκησαν κριτική δημοσίως στον κ. Βενιζέλο πως ανοίγει παράθυρο συνομιλίας με όσους ήθελαν την Ελλάδα εκτός Ευρώπης τα πρώιμα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ο Νίκος Μπίστης έσπευσε να διαπιστώσει «πως το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δεν υφίσταται πλέον», με τον Γιώργο Φλωρίδη να απαντά πως «κάποιοι, μέσα στην απελπισία τους, ονειρεύονται τη διάλυση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», προσθέτοντας ότι δεν κατάλαβαν ποτέ «ότι το μέτωπο ήταν και παραμένει αυθεντικό δημιούργημα της κοινωνίας». Η πραγματικότητα είναι πως το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» υπήρξε ένα ετερόκλητο κοινωνικό σύνολο, αποτελούμενο από την Κεντροαριστερά έως τη Δεξιά, που συντάχθηκε κάτω από την ομπρέλα της Ν.Δ. το 2019 «για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ».
Την κοινωνική αυτή συσπείρωση την προκάλεσαν πολλές διαφορετικές πολιτικές τής τότε κυβέρνησης: Η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, οι οβιδιακές μεταλλάξεις στην αρχή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η διαχείριση κρίσεων όπως το Μάτι, αλλά και η πολιτική των ανοικτών συνόρων, μαζί με τις Πρέσπες, συσπείρωσαν εντελώς διαφορετικές δυνάμεις. Σήμερα, μετά 3,5 χρόνια διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, από αυτούς τους λόγους που δημιούργησαν τότε την τάση αυτή, άλλοι εξακολουθούν να υφίστανται, άλλοι όμως έχουν παραδοθεί στη λήθη.
Στην κεντρώα μεταρρυθμιστική ζώνη, που θεωρείται παραδοσιακά η πιο «απαιτητική», έχει υπάρξει σαφής ρωγμή «λόγω της διαχείρισης πολλών θεσμικών θεμάτων με ανεπάρκεια», όπως λέει στην «Κ» στέλεχος που κινείται σε αυτόν τον χώρο. Κορυφαίο παράδειγμα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, «εμβληματικό» πολιτικό πρόσωπο του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», ο οποίος ασκεί πλέον συχνότερα κριτική στην κυβέρνηση από ό,τι την υποστηρίζει. Και στα δεξιά, όμως, παρατηρούνται διαρροές. Είτε στη Βόρεια Ελλάδα λόγω του μακεδονικού, που για κάποιους εξακολουθεί να παίζει ρόλο στην ψήφο τους, είτε λόγω της «υπερβολικής δόσης ΠΑΣΟΚ», όπως λέγεται, στο μείγμα της διακυβέρνησης, αρκετοί δεξιοί ψηφοφόροι δείχνουν δυσαρεστημένοι.
Η πολιτική της κυβέρνησης σε άλλα ζητήματα, ωστόσο, δείχνει ικανή να συγκρατήσει δυνάμεις του μετώπου: Στο προσφυγικό, αλλά κυρίως στην άμυνα και στην εξωτερική πολιτική, οι πολιτικές της κυβέρνησης συγκρατούν μεγάλο κομμάτι των δεξιών ψηφοφόρων. Στην οικονομία, η μείωση φόρων κρατά σχεδόν ανέπαφη τη σχέση με τη μεσαία τάξη. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει δείξει αδυναμία μετεξέλιξης, δίνει επιπλέον αβαντάζ στον Κυριάκο Μητσοτάκη. «Εμείς δεν ετεροπροσδιοριζόμαστε», λέει στην «Κ» κυβερνητική πηγή, προσθέτοντας πως «θέλουμε να μας ψηφίσει κάποιος για όσα κάναμε κατά τη θητεία μας».
Την ίδια ώρα, όμως, παραδέχεται πως η αποστροφή μιας μερίδας πολιτών προς τον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να είναι υπαρκτή. «Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο ήταν και είναι μια υπαρκτή κοινωνική τάση, την οποία ωστόσο έφτιαξε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι η Ν.Δ.», επισημαίνει η ίδια πηγή, προσθέτοντας πως αυτή η τάση προφανώς και ενδιαφέρει τη Ν.Δ., καθώς η συσπείρωση της βάσης του κόμματος από μόνη της δεν είναι αρκετή για την αυτοδυναμία, «καθώς χρειάζονται και άλλες δεξαμενές».
Οι μετρήσεις
Τα παραπάνω θεωρητικά παίρνουν σάρκα και οστά από τους αριθμούς. Οι κυλιόμενες δημοσκοπήσεις που είναι σε γνώση της «Κ» δείχνουν πως τα όρια εκλογικής επιρροής της Ν.Δ. είναι ακόμη και σήμερα τα υψηλότερα μεταξύ των κομμάτων, κάτι που σίγουρα έχει να κάνει και με το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», το οποίο δείχνει ενεργό. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», μεσοσταθμικά τη Ν.Δ. δηλώνει πως θα μπορούσε να ψηφίσει το 43% των ψηφοφόρων στο σύνολο, ενώ τον ΣΥΡΙΖΑ το 37%, κάτι που τον φέρνει τρίτο, πίσω από το ΠΑΣΟΚ, που είναι στο 40%.
«Η περαιτέρω ανάλυση της τοποθέτησης των ψηφοφόρων που θα μπορούσαν να ψηφίσουν τη Ν.Δ. δείχνει πως το εύρος στο οποίο απευθύνεται το κυβερνών κόμμα είναι από την Κεντροαριστερά έως τα δεξιά, κάτι που δείχνει πως το μέτωπο είναι υπαρκτό ακόμη και η Ν.Δ. λαμβάνει μέρος των ψήφων από μεγάλο πολιτικό φάσμα», λέει στην «Κ» κυβερνητικό στέλεχος. Συγκεκριμένα, οι κεντροδεξιοί δηλώνουν σε ποσοστό 85% πως θα μπορούσαν να την ξαναψηφίσουν –κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη–, αλλά την ίδια ώρα η Ν.Δ. έχει αμφίπλευρη επιρροή τόσο στο Κέντρο, με το 48% των κεντρώων να δηλώνει πως θα μπορούσε να την ψηφίσει, όσο και στα δεξιά, όπου το ποσοστό φτάνει το 75% και μάλιστα είναι αυξημένο σε σχέση με το παρελθόν. Το ποσοστό αυτό σε όσους δηλώνουν κεντροαριστεροί είναι πολύ χαμηλότερο, της τάξεως του 19%, αλλά όχι αμελητέο. «Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η Ν.Δ. έχει μια σφαίρα επιρροής που ξεκινάει από την Κεντροαριστερά και φτάνει έως την παραδοσιακή σκληρή Δεξιά», λέει στην «Κ» εκλογικός αναλυτής.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ αντιστοίχως είναι πολύ υψηλά τα ποσοστά του στην Αριστερά με 60%, στην Κεντροαριστερά με 70%, αλλά υποχωρούν αισθητά στο Κέντρο με 34%, που είναι χαμηλότερα από της Νέας Δημοκρατίας. Και βεβαίως στην Κεντροδεξιά είναι ακόμη χαμηλότερα, στο 12%, κάτι που δείχνει ότι το εύρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφώς πιο περιορισμένο. Συνολικά ένα 60% των ψηφοφόρων δηλώνει πως δεν θα ψήφιζε ποτέ ΣΥΡΙΖΑ, με τους μισούς από αυτούς να λένε πως ίσως ψήφιζαν Ν.Δ. Τέλος, ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως ένα ποσοστό της τάξεως του 38%, που δείχνει αυξητικές τάσεις, δηλώνει πως δεν ψηφίζει με βάση παραδοσιακούς διαχωρισμούς –Αριστερά, Κέντρο ή Δεξιά– και αναζητάει λύσεις στα προβλήματά του. Αυτό το ποσοστό, που είναι κυρίως νέοι σε ηλικία, και ενδιαφέρει τόσο τη Ν.Δ. όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αποτελέσει και το βαρόμετρο για το τελικό αποτέλεσμα.