Κωστής Π. Παπαδιόχος
Σε ασκήσεις συσπείρωσης των παραδοσιακών ψηφοφόρων τους και στο «κυνήγι» των αναποφάσιστων που σε μεγάλο βαθμό θα διαμορφώσουν τους τελικούς συσχετισμούς στις πρώτες εκλογές της απλής αναλογικής θα συνεχίσουν να επιδίδονται ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας στον απόηχο της εκρηκτικής αντιπαράθεσης που είχαν την Παρασκευή στη Βουλή.
Με τη χώρα να έχει εισέλθει πλέον σε προεκλογική περίοδο, ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα για τη Ν.Δ. και την Κουμουνδούρου είναι η προσέγγιση των λεγόμενων αναποφάσιστων ψηφοφόρων, που σύμφωνα με τις ποιοτικές έρευνες του Μεγάρου Μαξίμου, καθώς και ποσοτικές δημοσκοπήσεις, έχουν συγκεκριμένη κομματική προέλευση, χαρακτηριστικά, αλλά και «ζητούμενα» προκειμένου να προβούν στην τελική επιλογή τους μπροστά στην κάλπη.
Ειδικότερα, στις περισσότερες έρευνες της κοινής γνώμης, οι αναποφάσιστοι κινούνται στην περιοχή του 10%. Εξ αυτών, οι μισοί περίπου προέρχονται από τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόλοιποι από τα μικρότερα κόμματα. Το 5%-6% που στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση, του 2019, είχε επιλέξει τους δύο βασικούς μονομάχους και πλέον κινείται στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» είναι, δε, εν πολλοίς μοιρασμένο, με κάποιες αυξομοιώσεις «υπέρ» της Ν.Δ. ή του ΣΥΡΙΖΑ, αναλόγως της πολιτικής συγκυρίας. Για το Μέγαρο Μαξίμου και την Κουμουνδούρου έχουν ως εκ τούτου κρίσιμη σημασία τα κριτήρια που θέτουν οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι προκειμένου να διαμορφώσουν την τελική τους πολιτική επιλογή. Ποια είναι αυτά;
• Σταθερότητα. Οπως λέγεται, ως έννοια εμφανίζεται να καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από την οικονομία μέχρι τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια, με τους πολίτες να τείνουν να κάνουν την τελική επιλογή τους με βάση το ποιον «εμπιστεύονται». Υπό το ανωτέρω πρίσμα, στο συγκεκριμένο πεδίο ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως κοστίζουν τοποθετήσεις σε συγκεκριμένα θέματα, όπως για παράδειγμα το μεταναστευτικό ή τα εξοπλιστικά προγράμματα, καθώς και το κυβερνητικό παρελθόν του.
• Κόστος ζωής. Η ακρίβεια λόγω των παρενεργειών του πολέμου στην Ουκρανία έχει αναδειχθεί σε «νούμερο ένα» πρόβλημα για την πλειονότητα των πολιτών και βεβαίως για το σώμα των αναποφάσιστων ψηφοφόρων. Ο κ. Τσίπρας ως αντιπολίτευση είναι σαφώς ευκολότερο να επενδύσει στο συγκεκριμένο μέτωπο. Στον αντίποδα, ο πρωθυπουργός επιχειρεί να «ισορροπήσει» προτάσσοντας τα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί έως τώρα. Ενώ, παράλληλα, έχει ως «όπλο» την εικόνα προσωπικής του αξιοπιστίας με το σύνθημα πως μετά την υλοποίηση της δέσμευσης για «λιγότερους φόρους» την περίοδο 2019-2023, το πρόταγμα της επόμενης τετραετίας θα είναι οι «καλύτεροι μισθοί».
• Αντίδραση στην τοξικότητα. Μεγάλη μερίδα των αναποφάσιστων αποστρέφεται τη σκανδαλολογία και την ακραία πόλωση. Ο κ. Τσίπρας, όμως, είναι εν πολλοίς υποχρεωμένος να ακολουθήσει μια εκστρατεία ιδιαίτερα υψηλών τόνων –όπως κατέδειξαν και οι τελευταίες παρεμβάσεις του στη Βουλή– προκειμένου να συσπειρώσει την εκλογική του βάση αλλά και να εκφράσει όσους, εκτός ΣΥΡΙΖΑ, θέλουν την ήττα της παρούσας κυβέρνησης. Ο κ. Μητσοτάκης είναι προφανές πως προτιμά η προεκλογική αντιπαράθεση να επικεντρωθεί στον προγραμματικό λόγο και στη σύγκριση των κυβερνητικών πεπραγμένων Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, κατά περιόδους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την προχθεσινή αναμέτρηση επί της πρότασης δυσπιστίας, είναι υποχρεωμένος, προκειμένου να εκφράσει τους παραδοσιακούς υποστηρικτές του, να σηκώνει το γάντι του κ. Τσίπρα παρά το όποιο κόστος στο μέτωπο των αναποφάσιστων.
Τέλος, ψηλά ως κριτήρια επιλογής των ψηφοφόρων, περιλαμβανομένων εκείνων που δεν έχουν κάνει την τελική τους επιλογή, ενόψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων βρίσκονται:
• Η αίσθηση «ταύτισης» του αρχηγού µε τον πολίτη. Οπως λέγεται, είναι κρίσιμο να υπάρχει η αίσθηση ότι οι κ. Μητσοτάκης και Τσίπρας κατανοούν το μέγεθος των προβλημάτων, ακόμη και εάν δεν είναι σε θέση να τα αντιμετωπίσουν πλήρως. Δεν είναι τυχαίο, δε, πως οι ομιλίες του πρωθυπουργού έχουν και αυτή τη διάσταση. Ενδεικτική επ’ αυτού ήταν μια αποστροφή της ομιλίας του, την περασμένη Πέμπτη στην Κρήτη, για το κόστος ζωής: «Προσοχή, όμως, θα ξαναπώ ότι ούτε μπορώ ούτε και θέλω, ούτε και θα ήμουν έντιμος απέναντί σας εάν ωραιοποιούσα τα πράγματα. Θα επιμείνω, όμως, ότι για την ακρίβεια και αγωνιούμε και προσπαθούμε και αντιδρούμε πολύ πιο αποτελεσματικά από ό,τι το κάνουν πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες», ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός, υπογραμμίζοντας την έννοια της «αγωνίας».
• Η αυτοκριτική. Η αναγνώριση λαθών από τους κυβερνώντες θεωρείται κρίσιμη, με τον κ. Μητσοτάκη να έχει ως «συν» ότι δεν έχει διστάσει να αναγνωρίσει αστοχίες, όχι μόνο στην υπόθεση των υποκλοπών που κυριαρχεί κατά την τρέχουσα συγκυρία στην επικαιρότητα, αλλά και σε άλλα θέματα, όπως οι πυρκαγιές του 2021, όπου στη συνέχεια έλαβε αποτελεσματικά μέτρα ενίσχυσης της πολιτικής προστασίας.
Η ψαλίδα
Οπως προαναφέρθηκε, πέραν της προσέλκυσης των αναποφάσιστων, το δεύτερο μεγάλο στοίχημα για τους κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα είναι η αύξηση της συσπείρωσης των κομμάτων τους, που εμφανίζεται να κινείται σε ποσοστά λίγο κάτω του 70%. Γνώστες των δημοσκοπήσεων αναφέρουν πως κατά την αντίστοιχη περίοδο το 2019, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ εμφάνιζαν συσπειρώσεις σαφώς μεγαλύτερες, στις περιοχές του 80% και 70% αντιστοίχως.
Oμως θεωρούν πως η «φωτογραφία της στιγμής» που αποτυπώνουν οι έρευνες της κοινής γνώμης ίσως μεταβληθεί μόλις προκηρυχθούν και επισήμως οι εκλογές. Επίσης, σημειώνουν πως η συμπεριφορά των ψηφοφόρων στην παρούσα φάση ίσως είναι διαφορετική σε σχέση με το 2019, καθώς η πρώτη αναμέτρηση θα διεξαχθεί με απλή αναλογική, οπότε ενδεχομένως το δίλημμα της διακυβέρνησης θα είναι ασθενέστερο και οι συσπειρώσεις των δύο μονομάχων χαμηλότερες στις πρώτες κάλπες.
Σε κάθε περίπτωση, με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις να δείχνουν σαφές προβάδισμα της Ν.Δ. έναντι του ΣΥΡΙΖΑ –33,5% έναντι 26%, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Pulse για τον ΣΚΑΪ–, τα δύο μεγάλα κόμματα εμφανίζονται να έχουν διαφορετικά ζητούμενα στην πορεία προς τις επερχόμενες κάλπες. Με βάση το ποσοστό και τη σύνθεση των αναποφάσιστων και τον βαθμό συσπείρωσης της Ν.Δ. που μπορεί να αυξηθεί, ο στόχος επίτευξης της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές με τον νέο εκλογικό νόμο εμφανίζεται ρεαλιστικός για τον κ. Μητσοτάκη. Ως εκ τούτου, θα επιμείνει σε μια προγραμματική σύγκρουση και σύγκριση με τον κ. Τσίπρα, ώστε να διασφαλίσει έστω την ψήφο «ανοχής» μιας κρίσιμης μάζας πολιτών που θα οδηγήσει τη Ν.Δ. σε ποσοστά άνω του 37%-38%.
Αντιθέτως, με δεδομένο ότι η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι χαμηλή για κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο κ. Τσίπρας δεν έχει επιτύχει να δημιουργήσει «ρεύμα ανατροπής», η ακραία πόλωση εμφανίζεται εν πολλοίς ως μονόδρομος για την Κουμουνδούρου.