Ιωάννα Φωτιάδη
«Στις μεταξύ μας συζητήσεις ξέραμε ότι κάποτε θα συνέβαινε το κακό, απλώς δεν ξέραμε ημερομηνία, τοποθεσία, ούτε βέβαια μπορούσαμε να εκτιμήσουμε τη σφοδρότητα». Ο κ. Ανδρέας Μπούρας, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Σταθμαρχών ΟΣΕ, σταθμάρχης και ο ίδιος με 28 χρόνια εμπειρία, γνωρίζει από πρώτο χέρι τα κενά στη λειτουργία των σιδηροδρόμων και τους κινδύνους που ελλόχευαν. Οι εκτενείς καταγγελίες, στις οποίες προέβαινε η Πανελλήνια Ενωση τα τελευταία χρόνια, δεν έβρισκαν ευήκοα ώτα. Οι υψηλόβαθμοι τους καταλόγιζαν διάθεση μικροπολιτικής, οι χαμηλόβαθμοι επιστράτευαν «σοφιστείες» και ερμήνευαν τους κανονισμούς κατά το δοκούν.
Αίσθηση προκαλεί καταγγελία τον περασμένο Μάιο για ένα συμβάν στις Σέρρες, σε έναν από τους σταθμούς – φαντάσματα, που δεν διαθέτει δηλαδή σταθμάρχη. Τη Δευτέρα 23 Μαΐου, η αμαξοστοιχία 3634 δήλωσε ακινησία στον σταθμό Σερρών και αντί να αποσυρθεί με μηχανή εφεδρείας και με διαδικασίες που προβλέπει ο Γενικός Κανονισμός Κίνησης και Κυκλοφορίας, «δόθηκε εντολή σε εμπορευματική αμαξοστοιχία από την Αλεξανδρούπολη να κατευθυνθεί στον σταθμό Σερρών που δεν λειτουργούσε και άρα δεν ήταν εφικτό να διευθετηθούν οι αλλαγές (κλειδιά) σε παρακαμπτήριο, για να μην υπάρξει σύγκρουση των δύο τρένων (κινούνταν και τα 2 επί μονής γραμμής)». Μόλις διαπιστώθηκε ότι αυτό ήταν ανέφικτο και επικίνδυνο, δόθηκε εντολή από την Διοίκηση σε εργάτη γραμμής να μεταβεί στον σταθμό Σερρών με κλειδούχο και χωρίς την παρουσία σταθμάρχη να διευθετήσει τις αλλαγές και την κυκλοφορία των τρένων, όμως τόσο ο εργάτης γραμμής όσο και ο κλειδούχος διαπίστωσαν ότι δεν είχαν τα κλειδιά του σταθμού… Εν μέσω πανικού για το ενδεχόμενο σοβαρού ατυχήματος, κλήθηκε ένας συνταξιούχος σταθμάρχης για να σώσει την κατάσταση, αφού ήταν τελικά ο μόνος που είχε κλειδιά.
Οι δυσλειτουργίες, σύμφωνα με τον κ. Μπούρα, απορρέουν σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη προσωπικού. «Το 2010 ο ΟΣΕ απασχολούσε περί τα 10.000 άτομα, σήμερα οι μόνιμοι εργαζόμενοι είναι μόλις 750 και υπάρχουν ακόμα 250 άτομα που εργάζονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών – μεταξύ αυτών υπολογίζω γύρω στους 70 σταθμάρχες». Η συρρίκνωση του ΟΣΕ αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση, «η οποία εφαρμόστηκε χωρίς κανένα σχέδιο». Οπως υπενθυμίζει, «πολλοί συνάδελφοι μετατάχθηκαν σε άλλο κλάδο του δημοσίου, έγιναν από μηχανοδηγοί τραυματιοφορείς, άλλες ειδικότητες καταργήθηκαν (π.χ. αποθηκάριος), όσοι συνταξιοδοτούνταν δεν αντικαθίσταντο». Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλοί σταθμοί πλέον, ακόμα και με σημαντική κίνηση, δεν έχουν σταθμάρχη – Βόλος, Φλώρινα, Σέρρες, Κιάτο… Πολύ συχνά η συντήρηση των μηχανημάτων είναι πλημμελής – προ καιρού μια λάθος ένδειξη της τηλεδιοίκησης στην Τιθορέα παρ’ ολίγον να προκαλέσει έναν μικρό εκτροχιασμό – ένα συμβάν που διαχειρίστηκαν εσωτερικά και με αίσιο τέλος οι εργαζόμενοι. «Υπάρχουν σταθμοί που απαιτούν μεγάλη εμπειρία και τεχνογνωσία εκ μέρους του σταθμάρχη, όπως στο ΣΚΑ (Αχαρναί), στον τοπικό χειρισμό 1 και 5 στη Θεσσαλονίκη, στην Οινόη, στου Ρέντη, στον Σταθμό Λαρίσης, αλλά και στη Λάρισα». Αλλα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα δεν ετέθησαν ποτέ σε εφαρμογή. Συγκεκριμένα, «η τηλεδιοίκηση λειτουργεί εδώ και 4-5 μήνες στο κομμάτι Τιθορέα- Δομοκό, ενώ παλαιότερα λειτουργούσε το σύστημα στα κομμάτια Δομοκό- Πλατύ και ΣΚΑ- Τιθορέα». Μέχρι, δηλαδή, πρότινος ο σταθμός στη Λάρισα είχε δύο σταθμάρχες και ήταν σε καθεστώς τηλεδιοίκησης με άλλους δύο εργαζόμενους.
Το «έξυπνο» φρένο, που περιλαμβάνεται στο σύστημα ETCS χρησιμοποιείται ευρέως στην Ευρώπη, αν και αγορασμένο δεν χρησιμοποιήθηκε ουσιαστικά ποτέ. «Τοποθετείται πάνω στον συρμό και όταν υπάρχει κόκκινος σηματοδότης τον σταματάει αυτόματα, ακόμα και αν ο μηχανοδηγός δεν το έχει πράξει» περιγράφει ο ίδιος, «όμως εμείς δεν έχουμε σηματοδότηση στο μεγαλύτερο μέρος του δικτύου». Σε σημεία, ωστόσο, που είχαν δημιουργηθεί δομές για τηλεδιοίκηση, «έγιναν κλοπές καλωδίων και δολιοφθορές, με συνέπεια να τεθούν εκτός λειτουργίας».
Η ζωή των εργαζομένων δεν θα είναι πλέον η ίδια μετά την τραγωδία στα Τέμπη. «Οι σχέσεις μεταξύ μας μοιραία αλλάζουν» επισημαίνει με πικρία ο κ. Μπούρας, σοκαρισμένος απ’ όσα έχουν συμβεί. «Και εγώ και δύο γιοί μου κυκλοφορούμε με τρένο, που θεωρούσα πάντα ασφαλές και οικονομικό μέσο» απαντά στο εύλογο ερώτημα, «θα συνεχίσουμε να το χρησιμοποιούμε, ελπίζοντας πλέον ότι οι φωνές μας θα εισακουστούν».