Kathimerini.gr
Λίγα εικοσιτετράωρα μετά τις αποκαλύψεις της Γεωργίας Μπίκα για τα όσα συνέβησαν στο πρωτοχρονιάτικο πάρτι σε σουίτα ξενοδοχείου της Θεσσαλονίκης, το «ελληνικό Twitter» γέμισε με σχόλια συμπαράστασης στην 24χρονη.
Οι Έλληνες χρήστες του δημοφιλούς μέσου κοινωνικής δικτύωσης δημιούργησαν μέσα σε λίγες ώρες το χάσταγκ «#με_την_Γεωργία», αναφερόμενοι στις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση βιασμού που απασχολεί έντονα τις τελευταίες μέρες την κοινωνία.
Ωστόσο, αμέσως μετά την εμφάνιση αυτού του χάσταγκ στη λίστα με τις «πέντε δημοφιλείς τάσεις (trends) στην Ελλάδα», η διαδικτυακή συζήτηση άρχισε να περιλαμβάνει και σχόλια μίσους κατά δημοσίων προσώπων, influencers των σόσιαλ μίντια που εμπλέκονται έμμεσα στην υπόθεση και άλλων που σχολίασαν τα γεγονότα με απαράδεκτο τρόπο.
Ο όρος «cancel culture» (κουλτούρα της ακύρωσης), που σύμφωνα με το αυστραλιανό λεξικό Macquarie αποδίδεται ως την «απόσυρση υποστήριξης δημοσίων προσώπων και εταιρειών αφού είπαν ή έκαναν κάτι που θεωρείται προσβλητικό ή απαράδεκτο», δεν άργησε να κατακλύσει για ακόμα μια φορά τα «χρονολόγια» στις πλατφόρμες των Twitter και Facebook.
Τα τελευταία χρόνια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -και κυρίως το Twitter- έχουν μετατραπεί, από εργαλεία επικοινωνίας, σε μια μορφή ενημερωτικής ιστοσελίδας με περιεχόμενο που ασκεί μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η πλατφόρμα όμως έχει πλέον μετατραπεί σε μεγάλο βαθμό και σε ένα τοξικό περιβάλλον με αναρτήσεις που κατακρίνουν, χλευάζουν και «ακυρώνουν» ανθρώπους, όπως έγινε και στην περίπτωση της υπόθεσης στη Θεσσαλονίκη. Κατά κάποιο τρόπο σε ένα «λαϊκό δικαστήριο».
Twitter: Ένα πεδίο πόλωσης
Ποια είναι λοιπόν η εξέλιξη του Twitter; «Είναι λίγο – πολύ ένα χώρος που αναδείχνεται η πόλωση και η ρητορική μίσους σε πολύ μεγάλο βαθμό, πολύ περισσότερο από ό,τι σε άλλες πλατφόρμες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό δεν είναι και τόσο καινούργιο», λέει στο kathimerini.gr ο Βασίλης Βαμβακάς, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Και εξηγεί: «Αυτό που έχει δημιουργηθεί και δεν πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο, είναι το cancel culture, μια διεθνής τάση που έχει επίκεντρο το Διαδίκτυο και τα σόσιαλ μίντια και η οποία είναι ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο και πολύ χαρακτηριστικό μιας μεγάλης τάσης για ηθικολογία».
Τα επικριτικά σχόλια κατά καιρούς αφορούν σοβαρές υποθέσεις όπως βιασμού, κακομεταχείρησης των γυναικών, γυναικοκτονίες, γενικότερης βίας αλλά και ζητήματα που δεν αφορούν το φύλο όπως, για παράδειγμα, το μεταναστευτικό.
«Έχει ενδιαφέρον ότι αυτό από τη μια πλευρά εντοπίζει ένα πρόβλημα, από την άλλη λειτουργεί σαν ένας μηχανισμός λογοκρισίας από τα κάτω. Είναι μια καινούργια κατάσταση που μας κομίζει το cancel. Ενώ παλιά είχαμε τη λογοκρισία από τα πάνω (το κράτος, ο αρχισυντάκτης ενός Μέσου, ο ελεγκτής μιας πληροφορίας), τώρα ο έλεγχος του τι πρέπει να πεις και πώς πρέπει να το πεις, έρχεται από τα κάτω. Κάποιες φορές αυτό λειτουργεί με έναν τρόπο που υποδεικνύει προβλήματα. Ταυτόχρονα, δημιουργεί ένα καινούργιο πρόβλημα σαν να μπαίνει στο στόχαστρο η ελευθερία του λόγου με κάποιους όρους», αναφέρει ο κ. Βαμβακάς.
«Για μένα, αυτό είναι ένα διττό φαινόμενο όπου από τη μια, στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού και του “όλοι μπορούμε να κρίνουμε και να επικρίνουμε οποιαδήποτε άποψη θέλουμε” γίνεται πράγματι μια ανάδειξη και κατάδειξη σημαντικών προβλημάτων, είτε του παρόντος είτε του παρελθόντος, από την άλλη φτάνει σε ακραίες μορφές λογοκρισίας από τα κάτω, ένα εξίσου επικίνδυνο φαινόμενο. Μπορεί να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και κάποια στιγμή να λογοκρίνονται απλώς απόψεις με τις οποίες διαφωνούμε».
Πώς ξεκίνησε
Στο εξωτερικό, ο όρος της κουλτούρας ακύρωσης άρχισε να χρησιμοποιείται περισσότερο όταν το HBO Max ανακοίνωσε ότι θα αφαιρούσε από την ταινιοθήκη του την κλασική ταινία «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» καθώς υπήρξαν σχόλια για φυλετικές διακρίσεις στο σενάριο.
«Όλο αυτό φτάνει σε έναν περίεργο, καινούργιο νεοπουριτανισμό με κάποιους όρους. Δηλαδή “να δούμε το παρελθόν με άλλα μάτια και να ακυρώσουμε ότι έχει γίνει τότε”. Όμως, γίνεται και στο παρόν και δημιουργεί ένα νέο πρόβλημα που είναι μια τάση να λογοκριθεί αυτός που κάνει λάθος με έναν πολύ σκληρό τρόπο. Με τρόπο μαζικής αποδοκιμασίας η οποία ακόμα κι αν γίνεται για σωστούς λόγους, παίρνει μια αίσθηση διαδικτυακού λιντσαρίσματος, ένα νέο πρόβλημα πάνω σε ένα που ήδη υπάρχει. Γιατί μπορούν να υφίστανται απόψεις διαφορετικές και ακραίες, το θέμα είναι πώς τα συγκεκριμένα Μέσα μας ωθούν να αντιδράσουμε έτσι. Αυτό είναι δημιούργημα της νέας επικοινωνιακής κατάστασης».
Όσον αφορά στο αν θα δούμε μεγαλύτερη επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην κοινωνία, ο καθηγητής σημειώνει: «Η επιρροή είναι σίγουρη, σε επίπεδο απόψεων. Το αν αυτό θα μας επηρεάσει και σε επίπεδο πράξης, δηλαδή από την έκφραση μίσους και εχθροπάθειας να περάσουμε και σε πράξεις εχθροπάθειας, αυτό δεν το γνωρίζουμε, δεν είναι σίγουρο. Ίσως να λειτουργεί και λίγο εκτονωτικά, να είναι μόνο μια συμβολική αποδοκιμασία και να μην αποκτά πραγματικά πιο βίαιες εκδηλώσεις. Είναι όμως ανάλογα και με την ειδικότερη περίπτωση. Γι’ αυτά τα ζητήματα στα οποία αναφερόμαστε, ίσως να μην επηρεάζει τις πράξεις τόσο πολύ. σε ζητήματα όμως που θα αφορούν στο μέλλον πιο άμεσα πολιτικά πράγματα ή πολιτικές συμπεριφορές, μπορεί να τις επηρεάσει με πολύ δραστικό τρόπο. Σίγουρα όμως επηρεάζει τις αντιλήψεις μας: το τι σημαίνει αποδεκτό, τι απαράδεκτο και πώς το εκφράζουμε».