Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 ο συνδυασμός της Χρυσής Αυγής έκανε το ντεμπούτο του στην πολιτική αρένα κερδίζοντας μία θέση στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων.
Από το 2012 ξεκίνησε στην κεντρική πολιτική σκηνή ένα σερί εκλογικών επιτυχιών για το νεοναζιστικό μόρφωμα, η ανοδική πορεία του οποίου ανακόπηκε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, με το κόμμα-κέλυφος εγκληματικής οργάνωσης να παραμένει οριακά εκτός του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Πριν από το 2012 η Χρυσή Αυγή συγκέντρωνε μικροσκοπικά εκλογικά ποσοστά. Παρά την ασημαντότητά της διέθετε έναν δομημένο παραστρατιωτικό πυρήνα και επιδιδόταν σε βίαιο ακτιβισμό στρεφόμενη εναντίον όσων θεωρούσε ιδεολογικούς της εχθρούς και υπονομευτές μιας δικής της εκδοχής του έθνους και του έθνους-κράτους.
Η συγκυρία της οικονομικής κρίσης λειτούργησε ως καταλύτης για την εκτόξευση της Χρυσής Αυγής. Η είσοδος στην κεντρική πολιτική αρένα ενός αντισυστημικού κόμματος-μιλίτσια συνοδεύτηκε από εργαλειοποίηση των αισθημάτων οργής στο εκλογικό σώμα που αναζητούσε ρεβάνς από το σύστημα του δικομματισμού και της διακυβέρνησης.
Ενα σκηνικό οικονομικής κρίσης μπορεί να ευνοεί, αλλά δεν οδηγεί αναπόδραστα στην ενίσχυση των εξτρεμιστών.
Το γεγονός ότι στην έναρξη της κρίσης το κομματικό τερέν δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας ήταν κενό από κόμματα που υιοθετούσαν πολιτικές και πρακτικές εναντίον του κατεστημένου (ο ΛΑΟΣ είχε «κανονικοποιηθεί» με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου) αποτέλεσε ένα ευνοϊκό momentum για την είσοδο της Χρυσής Αυγής στην κοινοβουλευτική αρένα. Ενδεχομένως, ωστόσο, αυτό να μην είχε συμβεί αν το modus operandi της οργάνωσης δεν καθιέρωνε την παρουσία της ως ενός κόμματος-τιμωρού που όχι μόνο διάκειται αλλά και έμπρακτα στρέφεται εναντίον του «συστήματος» και του «κατεστημένου».
Τι εκλογικές προοπτικές έχουν τα μορφώματα που αναζητούν υποστήριξη μεταξύ εκλογέων με συνωμοσιολογική νοοτροπία.
Μετά την εκλογική ήττα των βουλευτικών εκλογών του 2019 και τη δικαστική καταδίκη του 2022 για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση του αρχηγού και στελεχών της, η Χρυσή Αυγή δεν ανιχνεύεται στο εκλογικό ραντάρ των ψηφοφόρων. Καθ’ οδόν προς τις βουλευτικές εκλογές του 2023 παρατηρείται κινητικότητα στον ακραίο δεξιό πόλο του κομματικού συστήματος. Αφενός η συνωμοσιολογική και νατιβιστικής χροιάς Ελληνική Λύση δείχνει να συντηρεί και ελαφρώς να ενισχύει τα εκλογικά ποσοστά της· αφετέρου το Εθνικό Κόμμα – Ελληνες του καταδικασμένου πρωτοδίκως για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και πρωτοκλασάτου στελέχους της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη έχει επίσης κερδίσει δημοσκοπικά μικρή ορατότητα, αν και όχι τόσο μεγάλη όσο θα χρειαζόταν για την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση. Μπορεί να εμφανίζεται νεόκοπο (ιδρύθηκε το 2020), ωστόσο η μήτρα του κόμματος Κασιδιάρη έχει τις ρίζες της στην εκλογικά απαξιωμένη Χρυσή Αυγή. Παρότι έχει προσθέσει στην ατζέντα του ζητήματα από το αντιεμβολιαστικό περιβάλλον, στα ίδια θολά νερά του αντιεμβολιαστικού συνονθυλεύματος κινούνται και άλλα μορφώματα, από την Ελληνική Λύση μέχρι την Πνοή Δημοκρατίας, που αναζητούν υποστήριξη μεταξύ εκλογέων με συνωμοσιολογική νοοτροπία. To Εθνικό Κόμμα – Ελληνες του Ηλ. Κασιδιάρη μοιάζει στο φορμάτ του αρκετά με την ΕΠΕΝ του Γ. Παπαδόπουλου: ιδρύθηκε από έναν έγκλειστο και παρά τον προσχηματικό εμπλουτισμό της ατζέντας του παραμένει προσηλωμένο στον στόχο της αποφυλάκισης του ιδρυτή και στη διεκδίκηση/οικειοποίηση της πολιτικής κληρονομιάς της Χρυσής Αυγής.
Καθ’ οδόν προς τις κάλπες δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που να σκιαγραφούν την προοπτική μιας επιστροφής στην κοινοβουλευτική σκηνή των δεξιών εξτρεμιστών: το απαξιωμένο πολιτικό brand και μια, στον πυρήνα της, ρετρό κομματική ατζέντα δεν αφήνουν περιθώρια ανόδου των εγχώριων δεξιών εξτρεμιστών, όπως είχε συμβεί το 2012. Δεν είναι ωστόσο μόνο η συρρίκνωση των πολιτικών ευκαιριών που επήλθε με το τέλος της οικονομικής κρίσης και τη θεσμική διαχείριση των κρίσεων (πανδημία, ενεργειακό, Τουρκία) που ακολούθησε. Αυτό που είναι διαφορετικό στην παρούσα συγκυρία είναι οι διαθέσεις στο εκλογικό σώμα, το οποίο, παρά το σερί των κρίσεων από το οποίο έχει δοκιμαστεί, έχει εκτονώσει αρκετά τα αποθέματα οργής και έχει αυξήσει τα θετικά του συναισθήματα (αισιοδοξία, ελπίδα). Χωρίς να απουσιάζει ένα μείγμα αρνητικών διαθέσεων, πλέον ο συναισθηματικός καμβάς του εκλογέα δείχνει περισσότερο ήρεμος και λιγότερο χειραγωγήσιμος από ακραίους λαϊκιστές. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η ατζέντα των διακυβευμάτων που αναγνωρίζονται ως σημαντικά από τους εκλογείς: τα διακυβεύματα που παράγουν «παράπονα» (μεταναστευτικό, ανεργία) και είναι κατεξοχήν εργαλειοποιήσιμα από τους δεξιούς λαϊκιστές και εξτρεμιστές φαίνεται, στην παρούσα φάση, να έχουν χάσει την προτεραιοποίησή τους στην ιεράρχηση των εκλογέων.
Μια τέτοια ανάγνωση της συγκυρίας δεν υπονοεί ότι έχουν εκλείψει οι δεξαμενές από τις οποίες ο ακροδεξιός πόλος θα μπορούσε να αντλήσει εκλογική υποστήριξη, oύτε ότι μέχρι τις εκλογές η συγκυρία αυτή δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί. Ηδη το αποκαλούμενο Qatargate αποτελεί μια ευκαιρία για τους δεξιούς λαϊκιστές καθώς επικαιροποιεί τη ρητορική περί διαφθοράς της πολιτικής ελίτ και παρακμής των αντιπροσωπευτικών θεσμών που πλαισιώνει τον λόγο τους.
Οι συνθήκες ρευστότητας που επικρατούν, σε συνδυασμό με κρυμμένα αποθέματα και αδρανείς διαθέσεις στο εκλογικό σώμα, καθιστούν τις μετακινήσεις απρόβλεπτες και την ψήφο υπέρ της άκρας Δεξιάς μια εναλλακτική που δεν μπορεί να σβηστεί ιδίως σε εκλογείς με αυταρχικό υπόβαθρο πεποιθήσεων, ροπή στον λαϊκισμό και προηγούμενες εκλεκτικές συγγένειες με τη Χρυσή Αυγή.
*Η κ. Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Πανεπιστήμιο.