Kathimerini.gr
Βασίλης Ανδριανόπουλος
«Δύσκολα πλέον συναντάμε υπόθεση τράφικινγκ χωρίς να υπάρχει χρήση ίντερνετ και κάθε είδους εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων». Με αυτά τα λόγια σχολίασε στην «Κ» ο Νέναντ Νάκα, επικεφαλής της ομάδας του έργου Ανάλυσης της Europol που επικεντρώνεται στην εμπορία ανθρώπων, την πρόσφατη είδηση σχετικά με την εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης στην Ισπανία. Οι δράστες διακίνησαν 13 γυναίκες από την Κίνα με σκοπό τη σεξουαλική και εργασιακή τους εκμετάλλευση. Τα θύματα εντοπίστηκαν μέσω εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων. Αυτό άλλωστε συμβαίνει ολοένα και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα.
Η προσέλκυση των θυμάτων
Οι δράστες υιοθετούν διαφορετικές στρατηγικές ανά περίπτωση για τη «στρατολόγηση» των θυμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα θύματα προσελκύονται σύμφωνα με τον κ. Νάκα, από κάποιον ομοεθνή τους, μέλος αυτών των εγκληματικών οργανώσεων, μέσω της πρακτικής «από στόμα σε στόμα». Αυτό το πρόσωπο ενημερώνει τις κοπέλες ότι «υπάρχουν καλές δουλειές στην Ευρώπη», στοχεύοντας συνήθως σε «άτομα με οικονομικές δυσκολίες».
Αυτό που έχει αλλάξει όμως τα τελευταία χρόνια, είναι ότι τα θύματα προσελκύονται πλέον σε μεγάλο βαθμό μέσω του ψηφιακού περιβάλλοντος. Προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή των θυμάτων στο διαδίκτυο, οι δράστες συχνά χρησιμοποιούν, σύμφωνα με τον κ. Νάκα, «διαφημιστικά links, τα οποία σε ανακατευθύνουν σε άλλες ιστοσελίδες. Από αυτές τις ιστοσελίδες οδηγούνται σε ομαδικά τσατ σε εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πλέον κάποια τέτοια εφαρμογή που δεν έχει χρησιμοποιηθεί από εγκληματίες».
Οταν τα θύματα μπουν σε αυτά τα τσατ, οι δράστες «τους εξηγούν πως θα εργαστούν μαζί τους και ότι θα χρειαστούν βίζα. Συνήθως, χρησιμοποιούν πλαστά έγγραφα, σχετικά με την εργασία τους, τα οποία τους επιτρέπουν να μπουν στην Ε.Ε.». Σύμφωνα με τον κ. Νάκα, συχνά «υπάρχει κάποιο μέλος του εγκληματικού δικτύου στις χώρες καταγωγής των θυμάτων, που τα βοηθά να αποκτήσουν βίζα, με έμφαση στη χώρα στην οποία προσπαθούν να φτάσουν». Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον κ. Νάκα, έχει παρατηρηθεί «αύξηση στον αριθμό των θυμάτων που έρχονται από χώρες εκτός της Ε.Ε., ειδικά από τη Λατινική Αμερική και την Ασία».
«Δημιουργούν ισχυρό δεσμό με τους διακινητές»
Προκειμένου τα θύματα να πεισθούν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, οι διακινητές τους υπόσχονται συνήθως νόμιμες θέσεις εργασίας, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις «τους γνωστοποιείται ότι θα εργαστούν ως ιερόδουλες».
Στην αρχή όλα φαίνονται ειδυλλιακά, αφού σύμφωνα με τον κ. Νάκα, «οι δράστες πληρώνουν τα πάντα: τα έγγραφα, τη μετακίνηση, τη στέγαση και ό,τι χρειάζονται. Μοιάζουν σαν τους τέλειους εργοδότες. Οταν όμως τα θύματα φτάνουν στο μέρος όπου θα εκδοθούν στην Ευρώπη, τα πράγματα συνήθως αλλάζουν». Τότε, οι διακινητές τους ενημερώνουν ότι «τους χρωστάνε πολλά χρήματα και πως πρέπει να εκδοθούν. Τους λένε ότι αν δεν θέλουν, μπορούν να πάνε στην αστυνομία». Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει, αφού τα θύματα εκβιάζονται «ότι σε αυτή την περίπτωση θα απελαθούν, επειδή βρίσκονται παράνομα στην Ευρώπη».
Eτσι, ακόμη κaι αυτές οι γυναίκες που δεν ήθελαν αρχικά να εκδοθούν, υποκύπτουν, θεωρώντας ότι είναι κάτι που θα διαρκέσει για μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι να ξεπληρωθούν τα χρέη. Ομως τα χρέη συνεχώς αυξάνονται. Στην περίπτωση της Ισπανίας, οι αρχές ανακοίνωσαν ότι τα θύματα ζούσαν υπό καθεστώς δουλείας, επειδή έπρεπε να είναι συνεχώς διαθέσιμα. Δεν μπορούσαν να απορρίψουν κανέναν πελάτη και κρατούσαν μόνα τα μισά από τα χρήματα που αποκόμιζαν. Ταυτόχρονα, έπρεπε να πληρώνουν κάθε μήνα 400 ευρώ στους διακινητές.
Ενα άλλο βασικό πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν αυτά τα θύματα, είναι ότι συνήθως μιλάνε γλώσσες μη διαδεδομένες στην Ευρώπη. Ετσι, το πρόσωπο στο οποίο τα θύματα απευθύνονται όταν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα σύμφωνα με τον κ. Νάκα «είναι ο διακινητής. Δημιουργούν έναν ισχυρό δεσμό μαζί του».
«Οι δράστες άλλαξαν πρακτική»
Αυτή η συνθήκη απόλυτης εξάρτησης των θυμάτων από τους διακινητές, τα οδηγεί σύμφωνα με τον κ. Νάκα να μη συνεργάζονται με τις αρχές. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, αστυνομικοί έχουν διαπιστώσει ότι κάποιες γυναίκες «είναι χαρούμενες με τα λεφτά που βγάζουν, θεωρώντας ότι μελλοντικά, όταν ξεπληρώσουν τα χρέη, θα κερδίζουν περισσότερα. Σε άλλες περιπτώσεις, αποκομίζουν περισσότερα χρήματα απ’ όσα θα έβγαζαν στις πατρίδες τους και είναι ευχαριστημένες με αυτό».
Οι συνθήκες διαβίωσης αυτών των γυναικών έχουν αλλάξει από αυτό που ενδεχομένως έχουμε στο μυαλό μας σύμφωνα με τον κ. Νάκα: «Εχουμε δει κάποια λίγα παραδείγματα όπου τα θύματα ζουν σε καθεστώς σύγχρονης δουλείας και δεν τηρούνται ούτε τα ελάχιστα κριτήρια υγιεινής και διαβίωσης. Αυτό όμως που βλέπουμε ολοένα και πιο συχνά, είναι ότι τους γίνεται πλύση εγκεφάλου προκειμένου να συνεργαστούν. Ακόμη και η βία εναντίον τους, μολονότι δεν έχει εξαλειφθεί, είναι λιγότερο ορατή. Δεν είναι όπως βλέπουμε στις ταινίες, όπου τα θύματα είναι δαρμένα και αλυσοδεμένα στον τοίχο». Κι αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι δράστες «άλλαξαν πρακτική επειδή δεν θέλουν να εντοπιστούν». Σε αυτό το πλαίσιο, συχνά δεν επιτρέπουν στα θύματα «ούτε να επικοινωνήσουν με τις οικογένειές τους».
Τα συγκεκριμένα εγκληματικά δίκτυα τείνουν να εμπλέκονται και σε άλλα εγκλήματα. Στην υπόθεση της Ισπανίας για παράδειγμα, έπρεπε σύμφωνα με τον κ. Νάκα «να ξεπλύνουν χρήματα. Εχουμε δει επίσης διασυνδέσεις με κυκλώματα λαθρεμπορίας, προκειμένου τα θύματα να φτάσουν στην Ευρώπη. Σε άλλες περιπτώσεις, χρησιμοποιούν τα θύματα για να πουλάνε ναρκωτικά».
Το παράδειγμα της Ελλάδας
Η υπόθεση της Ισπανίας θυμίζει πολύ, σύμφωνα με τον κ. Νάκα, μια αντίστοιχη που εξιχνιάστηκε στην Ελλάδα τον περασμένο Δεκέμβριο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, γυναίκες από τη Λατινική Αμερική εντοπίστηκαν από ομοεθνείς τους σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τις δελέασαν να έρθουν στην Ελλάδα και όταν έφτασαν, εξωθήθηκαν στην πορνεία σε παράνομους οίκους ανοχής, εξαιτίας ενός υπέρογκου ποσού που οι διακινητές υποστήριξαν ότι τους όφειλαν.
Οι έντονες ομοιότητες μεταξύ των δύο υποθέσεων δείχνουν, σύμφωνα με τον κ. Νάκα, ότι δεν πρόκειται για κάτι που συμβαίνει μόνο σε μια χώρα. Συχνά, αυτά τα εγκληματικά δίκτυα εμφανίζουν διεθνή δραστηριότητα καθώς «μένουν σε μια χώρα για ένα χρονικό διάστημα και μετά μετακινούνται σε μια άλλη. Επομένως, όταν οι αρχές ερευνούν τέτοιες υποθέσεις, θα πρέπει να ενημερώνουν την Europol, προκειμένου να διαπιστωθεί αν διεξάγεται έρευνα για την εκάστοτε εγκληματική οργάνωση από έμας ή κάποια άλλη χώρα. Με αυτόν τον τρόπο θα επιτεθούμε σε αυτά τα εγκληματικά δίκτυα από πολλές κατευθύνσεις».