Γιάννης Παπαδόπουλος
Είναι πολύ πρόωρο για να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα στην υπόθεση του θανάτου του 5,5 μηνών βρέφους στην Αρτα, το οποίο αφέθηκε την Τρίτη για ώρες μόνο, δεμένο στο παιδικό κάθισμα του σταθμευμένου αυτοκινήτου, ενώ θα έπρεπε να είχε μεταφερθεί το πρωί από τον πατέρα του στον βρεφονηπιακό σταθμό. Εις βάρος του 37χρονου γονέα ασκήθηκε δίωξη για θανατηφόρο έκθεση και αναμένεται αύριο να απολογηθεί, ενώ ο δικηγόρος του έκανε λόγο για «φριχτό παιχνίδι της μοίρας». Ακόμη κι αν δεν έχουν φωτιστεί όλες οι πτυχές της, από την πρώτη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε, η υπόθεση συνοδεύεται από ένα βασικό ερώτημα: Πώς θα μπορούσε αυτό να συμβεί;
Οι θάνατοι των παιδιών σε αυτοκίνητα, κατά βάση από ασφυξία και θερμοπληξία, είναι ένα ζήτημα που έχει παρατηρηθεί, καταγραφεί και αναλυθεί τα τελευταία χρόνια κυρίως στις ΗΠΑ. Η Αμπερ Ρόλινς είναι διευθύντρια στην οργάνωση Kids and Car Safety, η οποία εξειδικεύεται στη μελέτη και σε εκστρατείες πρόληψης αυτών των τραγικών συμβάντων. «Κάθε χρόνο, κατά μέσον όρο 38 παιδιά πεθαίνουν στις ΗΠΑ με αυτό τον τρόπο», λέει στην «Κ». Επισημαίνει ότι από το 1990 μέχρι και σήμερα πάνω από 1.050 παιδιά έχουν χάσει τη ζωή τους μέσα σε οχήματα και ότι στο 55% των περιπτώσεων τα θύματα είχαν αφεθεί εκεί από αμέλεια. Στο 43% αυτών των περιπτώσεων, τα παιδιά θα έπρεπε εκείνη την ημέρα να είχαν παραδοθεί στον βρεφονηπιακό ή παιδικό σταθμό. Το 88% των θυμάτων ήταν ηλικίας 3 ετών ή μικρότερα. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της οργάνωσης, στο 15% των περιστατικών είχαν εγκαταλειφθεί από τον γονέα στο αυτοκίνητο εσκεμμένα.
Υπερθέρμανση
Το εσωτερικό ενός αυτοκινήτου υπερθερμαίνεται γρήγορα. Ακόμη και εάν υπάρξει κάποια χαραμάδα σε παράθυρο η θερμοκρασία μπορεί γρήγορα να ξεπεράσει τους 45 βαθμούς Κελσίου. Σύμφωνα με την καταγραφή της αμερικανικής οργάνωσης, έχουν πεθάνει παιδιά από θερμοπληξία μέσα σε οχήματα στις ΗΠΑ, ακόμη και όταν η εξωτερική θερμοκρασία ήταν 15 βαθμοί Κελσίου.
Στη διεθνή βιβλιογραφία είχε καθιερωθεί ο όρος «το σύνδρομο του ξεχασμένου μωρού» για παρόμοιου τύπου συμβάντα. Για μια περίοδο ο δρ Ντέβιντ Ντάιμοντ, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα, ήταν ένας από τους ειδικούς που χρησιμοποιούσαν αυτή την ορολογία. Πλέον δεν το κάνει. «Γιατί είναι σαν μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ως ιατρική πάθηση, ενώ δεν είναι», δηλώνει στην «Κ». «Είναι ένα παράδειγμα του πώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος, όσο μοναδικός κι αν είναι, μπορεί να κάνει τραγικά λάθη».
38 παιδιά πεθαίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες με αυτόν τον τρόπο», λέει στην «Κ» η Αμπερ Ρόλινς, διευθύντρια στην οργάνωση Kids and Car Safety.
Ο Ντάιαμοντ έχει μελετήσει συναφείς υποθέσεις, κάθε μία με τις δικές της διαφορές και ιδιαιτερότητες. Εχει διαβάσει σχετικές δικογραφίες στις ΗΠΑ, έχει μιλήσει με γονείς οι οποίοι έχασαν τα παιδιά τους υπό αντίστοιχες συνθήκες και έχει καταθέσει ως εμπειρογνώμονας σε δικαστήρια. Λέει ότι στις περιπτώσεις που όντως έχει διαπιστωθεί αμέλεια, ο οδηγός συνήθως μπορεί να ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδρομή με το αυτοκίνητο την οποία κατά συνθήκη δεν πραγματοποιεί μαζί με το παιδί του και κάποια στιγμή παύει να αντιλαμβάνεται την παρουσία του παιδιού στο όχημα. «Παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην απώλεια αντίληψης της παρουσίας του παιδιού στο αυτοκίνητο είναι το στρες και η έλλειψη ύπνου, τα οποία είναι συνήθη σε γονείς μικρών παιδιών», αναφέρει. «Αφού φτάσει στον προορισμό του, ο εγκέφαλος δημιουργεί μια λανθασμένη ανάμνηση ότι είχε αφήσει το παιδί του εκεί όπου έπρεπε, στον παιδικό σταθμό. Επειτα περνάει όλη την υπόλοιπη ημέρα στη δουλειά, αγνοώντας ότι το παιδί του είναι στο αυτοκίνητο».
Καμία διάκριση
Τόσο η Αμπερ Ρόλινς όσο και ο Ντέιβιντ Ντάιαμοντ υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει κάποια διάκριση στο ποιος μπορεί να βρεθεί σε αυτή τη δεινή θέση. «Αυτές οι τραγωδίες έχουν συμβεί σε ανθρώπους κάθε κοινωνικού ή οικονομικού υπόβαθρου, κάθε ηλικίας, φυλής ή εθνικότητας», τονίζει η Ρόλινς.
Το 2010 ο δημοσιογράφος της «Ουάσιγκτον Ποστ» Τζιν Γουέινγκαρντεν βραβεύτηκε με Πούλιτζερ για ένα ρεπορτάζ του σχετικά με τους θανάτους παιδιών που είχαν αφεθεί στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου. Στο πλαίσιο της έρευνάς του είχε διαπιστώσει ότι σε αντίστοιχα περιστατικά στις ΗΠΑ είχαν εμπλακεί, μεταξύ άλλων, ένας οδοντίατρος, ένας υπάλληλος ταχυδρομείου, ένας κοινωνικός λειτουργός, ένας αστυνομικός, ένας λογιστής, ένας στρατιωτικός, ένας ηλεκτρολόγος, μια νοσηλεύτρια, ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ένας παιδίατρος.
Εσκεμμένα
Ο Γουέινγκαρντεν σημείωνε, πάντως, πως δεν είναι όλες οι περιπτώσεις θανάτων παιδιών από θερμοπληξία σε οχήματα ταυτόσημες. Δεν σχετίζονται όλες με κενά στη μνήμη που μπορεί να είχε κάποιος κατά βάση καλός γονέας. Εχουν υπάρξει και περιστατικά, όπως ανέφερε στο ρεπορτάζ του, στα οποία έχει διαπιστωθεί προηγούμενη παραμέληση ή κατάχρηση ουσιών. Ορισμένες φορές γονείς έχουν αφήσει εσκεμμένα τα παιδιά τους μόνα στο αυτοκίνητο, παρά τους προφανείς κινδύνους. Σε μία περίπτωση, που περιγράφει στο κείμενό του ο Αμερικανός δημοσιογράφος, μια μητέρα είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει το κλειδωμένο της όχημα ως εναλλακτική του παιδικού σταθμού.
Η διαθέσιμη τεχνολογία που μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια
Η Λιν και ο Τζάρετ Μπάλφουρ είχαν μοιράσει σε βάρδιες τη μεταφορά του εννέα μηνών γιου τους με το αυτοκίνητο στον παιδικό σταθμό. Το πρωινό της 30ής Μαρτίου 2007, όμως, η Λιν θα έπρεπε εκτάκτως να πραγματοποιήσει αυτή τη διαδρομή γιατί το όχημα του συζύγου της δεν ήταν διαθέσιμο. Εκείνη την ημέρα έγινε και ακόμη μία αλλαγή. Τοποθέτησε το παιδικό κάθισμα σε νέα θέση, πίσω από εκείνη του οδηγού. Αφού άφησε πρώτα τον άνδρα της στη δουλειά του, κλήθηκε να απαντήσει καθ’ οδόν σε δύο σημαντικά τηλεφωνήματα – το πρώτο ήταν από έναν συγγενή της που χρειαζόταν τη βοήθειά της και το δεύτερο αφορούσε ένα επείγον εργασιακό ζήτημα. Μετά το τέλος και της δεύτερης κλήσης, ο γιος της κοιμόταν ήσυχα στο κάθισμά του και εκείνη δεν αντιλαμβανόταν πλέον την παρουσία του.
Εφθασε στη δουλειά της έχοντας αφήσει το βρέφος στο αυτοκίνητο, ενώ θεωρούσε ότι είχε ήδη περάσει από τον παιδικό σταθμό. Ωσπου ώρες αργότερα τον εντόπισε η ίδια, στο κάθισμά του. Η θερμοπληξία διαπιστώθηκε ως αιτία θανάτου. Ασκήθηκε ποινική δίωξη στη μητέρα για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Στις 25 Ιανουαρίου 2008 αθωώθηκε στο δικαστήριο.
Αυτή την περίπτωση περιγράφει και εξετάζει σε δημοσίευσή του ο Ντέιβιντ Ντάιαμοντ, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα, ο οποίος έχει ασχοληθεί με παρόμοια περιστατικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Σημειώνει ότι η μητέρα είχε έλλειψη ύπνου, ενώ είχε αγχωθεί από τα δύο επείγοντα τηλεφωνήματα κατά τη διάρκεια της οδήγησης. Ακόμη είχε τοποθετήσει την τσάντα με τις παιδικές αλλαξιές σε άλλο σημείο από εκείνο που συνήθιζε μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Ντέιβιντ Ντάιαμοντ επισημαίνει επίσηςότι κάθε αντίστοιχο περιστατικό πρέπει να εξετάζεται αυτοτελώς, δεδομένων των μοναδικών συνθηκών και παραγόντων που μπορεί να ισχύουν ή να επιδρούν σε κάθε περίπτωση.
Η Αμπερ Ρόλινς, διευθύντρια στην αμερικανική οργάνωση Kids and Car Safety, αναφέρει στην «Κ» ότι υπάρχει ήδη διαθέσιμη τεχνολογία που θα μπορούσε να αποτρέψει παρόμοια τραγικά συμβάντα. «Παρέχεται σε συγκεκριμένα μοντέλα Kia και Hyundai στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θεωρούμε ότι υπάρχει ανάγκη για ένα σύστημα που μπορεί να εντοπίσει το παιδί, όχι απλώς να υπενθυμίσει στον οδηγό να τσεκάρει τις πίσω θέσεις». Πρόκειται για ειδικούς αισθητήρες που τοποθετούνται στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και μπορούν να ανιχνεύσουν κινήσεις στο εσωτερικό του. Ενεργοποιούνται αυτόματα μετά τη στάθμευση και ειδοποιούν τον οδηγό, συνήθως με ηχητικά σήματα. Σε ανακοίνωσή της την 1η Μαΐου η οργάνωση καλούσε τις αμερικανικές αρχές να επισπεύσουν τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις και να καθιερώσουν ως υποχρεωτική τη χρήση παρόμοιας προστατευτικής τεχνολογίας στα αυτοκίνητα γι’ αυτά τα περιστατικά.
«Οι οικογένειες των θυμάτων υποφέρουν αβάσταχτα για όλη την υπόλοιπη ζωή τους», λέει η Ρόλινς. «Στις ΗΠΑ, περίπου στις μισές από αυτές τις περιπτώσεις αντιμετωπίζουν ποινικές διώξεις και έρευνες των υπηρεσιών πρόνοιας. Πολλοί γονείς χάνουν τις δουλειές τους, γάμοι διαλύονται. Αυτές οι υποθέσεις δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές από την κοινή γνώμη. Είναι δύσκολο κάποιοι να δεχθούν τις πληροφορίες για τους κινδύνους που υπάρχουν, γιατί θεωρούν ότι δεν τους αφορούν».