Kathimerini.gr
Την ημέρα της κυρώσεως της συμφωνίας των Πρεσπών, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως και νυν πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, αντιτασσόμενος στο κείμενό της, είχε δηλώσει από βήματος της Βουλής: «Αν, λοιπόν, η συμφωνία των Πρεσπών κυρωθεί, δεν θα μπορεί να ακυρωθεί την επόμενη μέρα, καθώς διαθέτει μεγαλύτερη ισχύ από κάθε νόμο. Το Διεθνές Δίκαιο την καθιστά δυσμετάβλητη. Κάθε τροποποίησή της είναι εξαιρετικά δύσκολη. Τυχόν παραβίασή της μπορεί να σημαίνει διεθνή απομόνωση και διεθνές δικαστήριο για τη χώρα μας» [Συνεδρίαση ΞΑ΄, 24 Ιανουαρίου 2019, Πρακτικά Βουλής, σελ. 3.157]. Η συμφωνία των Πρεσπών τελικώς κυρώθηκε και από τις δύο χώρες. Αυτά που ισχύουν για εμάς, ισχύουν ακριβώς και για τη γειτονική μας χώρα.
Η εκλογική επικράτηση του VMRO αποτελεί τη λυδία λίθο που θα δοκιμάσει την αντοχή της συμφωνίας των Πρεσπών. Το πρώτο πρόβλημα άρχισε με την έμπρακτη άρνηση της καθηγήτριας του Συνταγματικού Δικαίου Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα να ορκιστεί ως πρόεδρος στο διεθνώς συμφωνημένο και συνταγματικώς αναγνωρισμένο όνομα της χώρας, Βόρεια Μακεδονία. Θα δούμε τώρα τι θα πράξει η κυβέρνηση που θα αναλάβει τις επόμενες ημέρες. Το πιο πιθανό είναι να αρχίσει ένας «κλεφτοπόλεμος» στον οποίο τα Σκόπια κατά περίσταση θα χρησιμοποιούν άλλο όνομα από το «Βόρεια Μακεδονία».
Μπορεί η ηγεσία του VMRO να καταγγείλει μονομερώς τη συμφωνία των Πρεσπών χωρίς ιδιαίτερο λόγο; Στο άρθρο 20(9) αναφέρεται ότι οι διατάξεις της «θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες. Δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας που περιέχεται στο άρθρο 1(3) και στο άρθρο 1(4)». Τι σημαίνει αυτό; Οτι έχουμε μια συμφωνία-πλαίσιο που θα διέπει στο διηνεκές τις σχέσεις των δύο κρατών. Αν και όλες οι διατάξεις χαρακτηρίζονται ρητώς ως «αμετάκλητες», ο χαρακτηρισμός ανατρέπεται από το γεγονός ότι ειδικώς δύο διατάξεις χαρακτηρίζονται ως μη τροποποιήσιμες. Είναι οι επίμαχες διατάξεις 1(3) και 1(4) που αφορούν στη χρήση του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία», στην αναγνώριση ιθαγένειας «μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και «μακεδονικής» γλώσσας. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο πλευρές έλαβαν υπ’ όψιν τους την πιθανότητα καταγγελίας. Επέλεξαν να μην αναφερθούν ρητώς σε αυτήν. Oρισαν όμως ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, είναι αδύνατη η καταγγελία των επίμαχων παραγράφων 1(3) και 1(4) που παραμένουν δεσμευτικές. Δηλαδή, τυχόν καταγγελία της συμφωνίας δεν απαλλάσσει τα Σκόπια από υποχρέωση χρήσεως του όρου «Βόρεια Μακεδονία». Μοναδική περίπτωση είναι εάν τα δύο κράτη συμφωνήσουν να αλλάξουν το σύνολο της συμφωνίας με μεταγενέστερη συμφωνία, περιλαμβανομένων και των δύο συγκεκριμένων παραγράφων. Με δεδομένες, όμως, τις θέσεις των δύο πλευρών, κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο να συμβεί. Αντιθέτως, εμείς θα συνεχίζουμε να ζούμε με την αντίφαση να ονομάζεται το κράτος Βόρεια Μακεδονία, αλλά η γλώσσα του να μην αποκαλείται βορειομακεδονική.
Πώς αντιδρά, λοιπόν, η Ελλάδα; Θα μπορούσε να ζητήσει λύση ή αναστολή εφαρμογής της συμφωνίας λόγω ουσιώδους παραβίασής της (άρθρο 60 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών); Σε μια τέτοια περίπτωση θα λήξει αυτομάτως και η υποχρέωση των Σκοπίων να χρησιμοποιούν το όνομα Βόρεια Μακεδονία. Ας μη λησμονήσουμε ότι η πρώτη πρώτη πρόβλεψη της συμφωνίας των Πρεσπών, στο άρθρο 1(1), ορίζει ότι από τη θέση της σε ισχύ τερματίζεται η ισχύς της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995. Με άλλα λόγια, επειδή η συμφωνία των Πρεσπών τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2019 και η Ενδιάμεση Συμφωνία έχει από τότε καταργηθεί, δεν υπάρχει πλέον «επιστροφή» στο FYROM. Ας το έχουν αυτό υπ’ όψιν οι συμπολίτες μας που προσδοκούν, όπως λένε, την κατάργηση της συμφωνίας. Ετσι όπως ήρθαν τα πράγματα από τις αρχές του 2019, η κατάργηση της συμφωνίας θα αφήσει το κράτος αυτό ως σκέτο «Μακεδονία». Τότε θα χάσουμε και το μοναδικό στοιχείο που πήραμε από τη συμφωνία των Πρεσπών: τη χρήση του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία». Δεν είναι ευχάριστο για πολλούς συμπολίτες, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στις αρχές του 2019, για την οποία είχαν προειδοποιήσει και στη Βουλή η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ καθώς και πολλοί αναλυτές, μεταξύ τους και εμείς στο σχετικό βιβλίο μας που δημοσιεύθηκε τότε ακριβώς.
Τυχόν καταγγελία της συμφωνίας δεν απαλλάσσει τα Σκόπια από υποχρέωση χρήσεως του όρου «Βόρεια Μακεδονία». Μοναδική περίπτωση είναι εάν τα δύο κράτη συμφωνήσουν να αλλάξουν το σύνολο της συμφωνίας.
Επομένως, το πιο λογικό είναι να ακολουθηθεί η διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 19 της συμφωνίας των Πρεσπών. Οταν στοιχειοθετείται ουσιώδης παραβίαση της συμφωνίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η Αθήνα ξεκινά με γνωστοποίηση στα Σκόπια. Αυτή η διαδικασία μπορεί να καταλήξει ακόμη και στο Διεθνές Δικαστήριο.
Η συμφωνία των Πρεσπών έχει πολλές δυσκολίες. Η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος και η αποτελεσματική προστασία της ταυτότητας της ελληνικής Μακεδονίας απαιτούν την ανάπτυξη νηφάλιας, ψύχραιμης και συστηματικής πολιτικής από μέρους μας. Αυτό θα μας επιτρέψει να διατηρήσουμε τη θετική στάση της διεθνούς κοινότητας, που ίσως είναι ο πιο αποτελεσματικός μοχλός πίεσης.
Ο κ. Αγγελος Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, βουλευτής Ν.Δ. στην Α΄ Αθηνών.
Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο ΕΚΠΑ, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό καιτη Δημοκρατία.
Πρόσφατα συνέγραψαν το βιβλίο «Μεταπολίτευση 1974-75: 50 ερωτήματα και απαντήσεις» από τις εκδόσεις Πατάκη.