Kathimerini.gr
Σταύρος Παπαντωνίου
Με μια κίνηση που δεν συνηθίζεται, ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ρίσι Σούνακ ακύρωσε, μόλις λίγες ώρες πριν από τη διεξαγωγή της, τη συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, εκφράζοντας με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο την ενόχλησή του για όσα είπε ο Ελληνας πρωθυπουργός για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Το σημείο που φαίνεται να ενόχλησε τη βρετανική πλευρά είναι εκείνο όπου ο Ελληνας πρωθυπουργός, μιλώντας στο BBC, παρομοίασε την αρπαγή των Γλυπτών και τη μεταφορά τους στο Λονδίνο σαν να κόβαμε στη μέση τη Μόνα Λίζα. Στην ίδια συνέντευξη ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για «κλοπή των Γλυπτών». «Θα φαίνονταν καλύτερα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Δεν είναι ζήτημα επιστροφής, τα Γλυπτά ανήκουν στην Ελλάδα και εκλάπησαν», είπε χαρακτηριστικά.
Το παρασκήνιο
Η ελληνική πλευρά έκπληκτη ενημερώθηκε για την ακύρωση της συνάντησης όταν ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα Μάθιου Λοτζ ενημέρωσε τη διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού Αννα Μαρία Μπούρα ότι ο Ρίσι Σούνακ έλαβε αυτή την απόφαση.
Η ακύρωση της συνάντησης έφερε το βράδυ της Δευτέρας τη σφοδρή αντίδραση της ελληνικής πλευράς, με τον πρωθυπουργό να δηλώνει:
«Εκφράζω την ενόχλησή μου για το γεγονός ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός ακύρωσε την προγραμματισμένη μας συνάντηση λίγες ώρες πριν αυτή πραγματοποιηθεί. Ελλάδα και Βρετανία ενώνονται από παραδοσιακούς δεσμούς φιλίας και το πλαίσιο των διμερών μας σχέσεων είναι εξαιρετικά ευρύ. Οι θέσεις της Ελλάδος για το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι γνωστές», είπε ο Ελληνας πρωθυπουργός, προσθέτοντας:
«Ηλπιζα να έχω την ευκαιρία να τις συζητήσω και με τον Βρετανό ομόλογό μου, μαζί με τις μεγάλες προκλήσεις της διεθνούς συγκυρίας: Γάζα, Ουκρανία, κλιματική κρίση, μετανάστευση», ενώ κατέληξε σημειώνοντας πως «όποιος πιστεύει στην ορθότητα και στο δίκαιο των θέσεών του δεν φοβάται ποτέ την αντιπαράθεση επιχειρημάτων».
Με τον επικεφαλής του βρετανικού Εργατικού Κόμματος Κιρ Στάρμερ συναντήθηκε χθες ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο πλαίσιο της επίσκεψής του στο Λονδίνο. Την ίδια ώρα, ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα ενημέρωνε τη διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού για την απόφαση του Ρίσι Σούνακ. [ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ / ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ]
Στο Μέγαρο Μαξίμου ενοχλήθηκαν σφόδρα από την πρωτοφανή συμπεριφορά του Βρετανού πρωθυπουργού, με αρμόδιες πηγές να τονίζουν πως «η Ελλάδα δεν πρόκειται να εγκαταλείψει ούτε την προσπάθεια ούτε τις θέσεις της για τα Γλυπτά του Παρθενώνα», καθώς έχει «το δίκαιο με το μέρος της».
Οι ίδιες πηγές σημείωναν πως «σε κάθε περίπτωση οι συνομιλίες διεξάγονται μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του Βρετανικού Μουσείου», κάτι που δεν δικαιολογεί την ακύρωση του ραντεβού, που ίσως να οφείλεται και σε λόγους εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών, καθώς ο κ. Σούνακ πιέζεται ιδιαίτερα δημοσκοπικά το τελευταίο διάστημα και με αυτόν τον τρόπο μπορεί να βρήκε μια πολιτική διέξοδο.
Δεν είναι τυχαίο πως το ραντεβού ακυρώθηκε την ώρα που ο κ. Μητσοτάκης συναντούσε τον επικεφαλής των Εργατικών Κιρ Στάρμερ, ο οποίος προηγείται με 20 ποσοστιαίες μονάδες του συντηρητικού Ρίσι Σούνακ στις δημοσκοπήσεις, με τον χρόνο για τις εκλογές να μετράει αντίστροφα.
Σημειώνεται ότι η βρετανική πλευρά, μετά την απόφαση του Σούνακ, πρότεινε να συναντηθεί ο κ. Μητσοτάκης με τον αναπληρωτή πρωθυπουργό Ολιβερ Ντάουντεν, πρόταση την οποία απέρριψε η ελληνική, εκφράζοντας και πάλι την ενόχλησή της.
Oσον αφορά άλλους «σταθμούς» της επίσκεψής του, εφ’ όλης της ύλης μίλησε ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια του ελληνικού επενδυτικού συνεδρίου που συνδιοργάνωσαν η Morgan Stanley και το Χρηματιστήριο Αθηνών στο Λονδίνο. Δίνοντας έμφαση στις τομές που πρέπει να γίνουν, ο κ. Μητσοτάκης επισήμανε πως «έχουμε ισχυρή εντολή για μεταρρυθμίσεις και σκοπεύουμε να προχωρήσουμε με μια επιθετική ατζέντα για να διασφαλίσουμε ότι η πρόοδος που έχουμε σημειώσει θα συνεχιστεί», τονίζοντας πως ένα χρόνο πριν, και πάλι στο Λονδίνο, «συζητούσαμε για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας» και σήμερα η Ελλάδα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και έχει διασφαλίσει ότι θα διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αναφέρθηκε επίσης στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα, που τη χαρακτήρισε σημαντική, ενώ εξήρε την ανθεκτικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.