![](https://www.kathimerini.com.cy/assets/modules/wnp/articles/202502/547883/images/b_btempi56.jpg)
Kathimerini.gr
Καθοριστικές θα είναι οι επόμενες τρεις εβδομάδες για το πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται στη σκιά της επαναφοράς της τραγωδίας των Τεμπών στο προσκήνιο, καθώς αναμένονται τα πορίσματα των ειδικών, αλλά και νέα μαζικά συλλαλητήρια στην επέτειο των δύο χρόνων από το πολύνεκρο δυστύχημα. Παρότι τα όποια συμπεράσματα είναι «πρώιμα», τα κομματικά επιτελεία παρακολουθούν με προσοχή τις τρέχουσες ποσοτικές και ποιοτικές έρευνες της κοινής γνώμης επιχειρώντας να ανιχνεύσουν τις νέες τάσεις του εκλογικού σώματος. Σύμφωνα με πληροφορίες, μετά την αρχική υποχώρηση των δυνάμεων της Ν.Δ., το κυβερνών κόμμα εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης, ενώ διατηρείται το δίπολο που εμφανίζει συνολικά τα συστημικά κόμματα, που θεωρείται ότι έχουν διαχρονικές ευθύνες για την κατάσταση στον ελληνικό σιδηρόδρομο να υποχωρούν, προς όφελος των λεγομένων αντισυστημικών πολιτικών σχηματισμών. Συγκεκριμένα, στην εκτίμηση ψήφου η Ν.Δ. φέρεται να κινείται οριακά πάνω από το 30%, υποχωρώντας κατά 1,2%-1,7% σε σχέση με την περίοδο πριν από τα συλλαλητήρια για τα Τέμπη. Απώλειες μεγαλύτερες της μονάδας φέρεται να καταγράφει και το ΠΑΣΟΚ, ενώ –μικρότερη– πτώση σημειώνουν ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το κόμμα Κασσελάκη με τη λεγόμενη αδιευκρίνιστη ψήφο να ανεβαίνει από το 11% στο 13%. Αντιθέτως, κέρδη, όπως προαναφέρθηκε, αποκομίζουν τα αντισυστημικά κόμματα: πρωτίστως η Ελληνική Λύση του Κυρ. Βελόπουλου που στην εκτίμηση ψήφου καταγράφεται με διψήφιο ποσοστό, αλλά και η Φωνή Λογικής, που «εισπράττει» απευθείας από τη Ν.Δ., και η Πλεύση Ελευθερίας. Το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου –όπως και το ΚΚΕ– εμφανίζεται να έχει εισροές σχεδόν αποκλειστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Δημοκρατίας. Οι «πρώιμες» αυτές δημοσκοπήσεις είναι διπλής αναγνώσεως για το Μέγαρο Μαξίμου. Για τη Ν.Δ. είναι σημαντικό ότι δεν έχει διαρροές προς το ΠΑΣΟΚ, που επί του παρόντος αδυνατεί να «ανέβει στο κύμα» της λαϊκής δυσφορίας για τα Τέμπη. Οπως αναγνωρίζουν στη Χαριλάου Τρικούπη, εάν δεν «σπάσει» ο πυρήνας της εκλογικής βάσης του κυβερνώντος κόμματος ώστε ψηφοφόροι του να αρχίσουν να μετακινούνται απευθείας προς το ΠΑΣΟΚ, οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν πρόκειται να μεταβληθούν ουσιαστικά. Επίσης, κρίσιμο θεωρείται ότι παρά την υποχώρηση της Ν.Δ., η εικόνα του Κυρ. Μητσοτάκη δεν εμφανίζει φθορά. Στον αντίποδα, είναι σαφές ότι η Ν.Δ. μετά μια περίοδο ανάκαμψης απομακρύνεται και πάλι από τον πήχυ της αυτοδυναμίας, ενώ η τραγωδία των Τεμπών μπορεί να λειτουργήσει ως «υπόστρωμα» για την εκδήλωση της δυσφορίας των πολιτών για τις κυβερνητικές επιδόσεις σε άλλους τομείς, όπως η ακρίβεια.
Μομφή και αστερίσκοι
Ανοικτό αφήνουν στη Χαριλάου Τρικούπη το ενδεχόμενο κατάθεσης νέου αιτήματος σύστασης προανακριτικής επιτροπής για την τραγωδία στα Τέμπη, με αντικείμενο τυχόν ευθύνες του πρώην υπουργού Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή. Δεδομένη, αντιθέτως, θεωρείται η –προαναγγελθείσα από τον ίδιο τον Νίκο Ανδρουλάκη– πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης, που θα καλύπτει όλο το κατά το ΠΑΣΟΚ «φάσμα» των ευθυνών για την πολύνεκρη τραγωδία στα Τέμπη. Δηλαδή, τις καθυστερήσεις υλοποίησης της σύμβασης 717, το ενδεχόμενο μεταφοράς παράνομου φορτίου, την απόφαση να «μπαζωθεί» ο χώρος του δυστυχήματος, τη λεγόμενη «μονταζιέρα» με τα ηχητικά ντοκουμέντα και την απόφαση μη παραπομπής του Κ. Καραμανλή στο Ειδικό Δικαστήριο. Πάντως, σε αντίθεση με την πρόταση Προανακριτικής για τον Χρ. Τριαντόπουλο, για την οποία επαρκούσαν οι υπογραφές των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, για την πρόταση μομφής η Χαριλάου Τρικούπη θα πρέπει να αναζητήσει ευρύτερη στήριξη «συνομιλώντας» και με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς απαιτείται να την προσυπογράψει το ένα έκτο της Βουλής, δηλαδή τουλάχιστον 50 βουλευτές. Στο επιτελείο του Ν. Ανδρουλάκη επικρατεί ικανοποίηση για τους έως τώρα χειρισμούς με το σκεπτικό ότι το ΠΑΣΟΚ απέδειξε «εμπράκτως» ότι ακολουθεί αυτόνομη πορεία και ότι δεν «σύρεται» σε πρωτοβουλίες από τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης και πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ: η πρόταση μομφής θα κατατεθεί σε χρόνο που επιλέγει η Χαριλάου Τρικούπη και όχι η Κουμουνδούρου, ενώ το ΠΑΣΟΚ «πρόλαβε» τον ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με την υποβολή αιτήματος για τη συγκρότηση Προανακριτικής. Πάντως, ορισμένοι στη θετική αποτίμηση των έως τώρα χειρισμών προσθέτουν και δύο αστερίσκους. Ο πρώτος είναι ότι η κοινή γνώμη ενδεχομένως δεν αποτιμά θετικά το γεγονός ότι ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ συχνά διολισθαίνουν από τη μη σύμπλευση στη σύγκρουση. Ο δεύτερος, πως η κοινοβουλευτική ομάδα του δεν επέδειξε αντανακλαστικά, καθώς εντόπισε μόλις τις προηγούμενες ημέρες έγγραφα τα οποία, σύμφωνα την Ολγα Γεροβασίλη, ήταν γνωστά στον ΣΥΡΙΖΑ από τον περασμένο Αύγουστο.
Επανένωση μετ’ εμποδίων
Με δεδομένη τη στρατηγική επιλογή του Νίκου Ανδρουλάκη να επιμείνει στην αυτόνομη πορεία του ΠΑΣΟΚ μέχρι τις επόμενες εκλογές, μόνο ζητούμενο στον χώρο της αντιπολίτευσης είναι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά θα προχωρήσουν σε κάποιας μορφής κοινοβουλευτική σύμπραξη διατηρώντας την αυτονομία τους, με τελικό ορίζοντα, όμως, την κοινή κάθοδο στις προσεχείς εθνικές κάλπες. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι όποιες εξελίξεις δεν θα αργήσουν. Αντιθέτως, τοποθετούνται πριν από τη θερινή πολιτική ανάπαυλα. Ο Σωκράτης Φάμελλος είναι προφανές πως επιθυμεί την άμεση «επιστροφή» των βουλευτών και στελεχών της Νέας Αριστεράς ώστε να υπάρξει μια έστω μικρή δημοσκοπική «ένεση» για την Κουμουνδούρου, κυρίως, όμως, προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ να επανακαταλάβει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Παράλληλα, και για τη Νέα Αριστερά η ώσμωση με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά πολλούς μονόδρομος. Δημοσκοπικά απέχει σταθερά από το όριο του 3%, ενώ δεν είναι εφικτός ο διάλογος με τη Χαριλάου Τρικούπη, καθώς το ΠΑΣΟΚ επιλέγει να «τοποθετηθεί» προς τον χώρο του Κέντρου. Ως προς τον χρονισμό της προσέγγισης, όπως λέγεται και για τη Νέα Αριστερά θα ήταν προτιμότερο οι εξελίξεις να μην καθυστερήσουν, καθώς στην παρούσα φάση μπορεί να «διαπραγματευθεί» με όπλο το 2% περίπου που της δίνουν οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις, ενώ αργότερα δεν αποκλείεται να συγκεντρώνει ακόμη μικρότερο ποσοστό. Πάντως, εάν ο Αλ. Χαρίτσης και η πλειοψηφία της Νέας Αριστεράς αποφασίσουν να κάνουν το βήμα της επιστροφής στην Κουμουνδούρου, δεν πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως θα ακολουθήσουν όλοι.