Kathimerini.gr
Άγγελος Συρίγος*
Είχε ξανατεθεί στο παρελθόν θέµα υπογραφής αντίστοιχου κειµένου;
Η ιδέα ενός συμφώνου μη επιθέσεως και φιλίας είναι παλιά. Το 1976 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επεδίωξε να διασφαλίσει μία συμφωνία για ειρηνική επίλυση διαφορών και υιοθέτηση μέτρων που θα επέτρεπαν να εκτονωθεί η φορτισμένη ατμόσφαιρα μεταξύ των δύο χωρών. Δεν προχώρησε διότι η Τουρκία προσπαθούσε να περιλάβει στο απαραβίαστο των συνόρων και τα όρια των χωρικών υδάτων, επιδιώκοντας να αποτρέψει την αύξησή τους. Επανήλθε στην ιδέα αυτή ο Ανδρέας Παπανδρέου, κατά τη σύνοδο της επιτροπής αμυντικού σχεδιασμού του ΝΑΤΟ τον Δεκέμβριο του 1981. Η Τουρκία δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι μεταξύ συμμαχικών κρατών δεν νοείται ότι μπορεί να γίνει επίθεση. Το 1992 έθεσε ξανά την ιδέα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, με διαγραφή του όρου περί «μη επιθέσεως» και αντικατάσταση με τον όρο «καλή γειτονία, φιλία και συνεργασία». Η Τουρκία δεν ήταν αρνητική στην υπογραφή του συμφώνου. Δεν ήθελε, όμως, να δοθεί η εντύπωση ότι ήρε τις αντιρρήσεις της για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, που εθεωρείτο «αιτία πολέμου». Ο αιφνίδιος θάνατος του Τούρκου προέδρου Τουργκούτ Οζάλ απέτρεψε τη συνέχιση των συζητήσεων.
Ποια είναι η ουσία του περιεχοµένου;
Τέτοιου είδους κείμενα είναι εκ των πραγμάτων γενικόλογα και αναφέρουν πράγματα που μπορεί να ακούγονται κοινότοπα, όπως η επίλυση «κάθε διαφοράς μεταξύ τους με ειρηνικά μέσα και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο». Στις σχέσεις με την Τουρκία, όμως, δεν είναι διόλου αυτονόητα, οπότε έχουν τη σημασία τους. Σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά που να επιτρέπει διπλή ερμηνεία, όπως η έννοια των «ζωτικών συμφερόντων» που είχε εμφανιστεί στο ανακοινωθέν της Μαδρίτης το 1997. Στο κείμενο κωδικοποιείται ο διάλογος σε τρία επίπεδα: (α) στα μέτρα οικοδομήσεως εμπιστοσύνης, (β) στη λεγόμενη «θετική ατζέντα» που περιλαμβάνει τομείς αμοιβαίου συμφέροντος, όπως η ενέργεια ή ο τουρισμός και (γ) στον πολιτικό διάλογο (όπου διαφαίνεται ότι θα ξαναρχίσουν οι διερευνητικές συνομιλίες). Ο πολιτικός διάλογος περιλαμβάνει και τις πιο δύσκολες πτυχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπου οι διαφορές μας είναι χαώδεις. Το πιο σημαντικό σημείο της διακηρύξεως είναι η αμοιβαία δέσμευση για αποχή από δηλώσεις ή ενέργειες που είναι αντίθετες προς το πνεύμα της.
Γιατί είναι σηµαντική αυτή η δέσµευση;
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αντιμετωπίσαμε μια παρατεταμένη κρίση τεσσάρων μηνών το 2020 με το «Ορούτς Ρέις» και μια εξάμηνη εκτόξευση διαρκών ρητορικών απειλών του τύπου «θα έλθουμε ένα βράδυ» ή «θα σας χτυπήσουμε με τους πυραύλους μας». Πριν από το 2020 δεν είχαμε τέτοιες μακρόχρονες κρίσεις ή συμπεριφορές. Η συγκεκριμένη αναφορά στη διακήρυξη αφήνει να διαφανεί ότι αυτές οι εξάρσεις θα σταματήσουν, ενώ η διακοπή των παραβιάσεων του ελληνικού εναερίου χώρου θα συνεχιστεί. Ας σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1980 που η Τουρκία σταματάει τις παραβιάσεις για τόσους μήνες. Η δέσμευση είναι πολιτική και ηθική. Είναι άγνωστο πόσο καιρό θα κρατήσει. Είναι όμως σημαντικό ότι διασφαλίζουμε τη συνέχιση της ομαλότητας, γεγονός που μας δίνει τη δυνατότητα να ερευνήσουμε με ηρεμία εάν υπάρχει περιθώριο συνεννοήσεως σε άλλα θέματα.
Επειτα από 49 έτη, δεν πιστεύουμε σε θαύματα. Προχωρούμε σε έναν δομημένο διάλογο με μικρά και προσεκτικά βήματα, χωρίς ψευδαισθήσεις.
Μήπως με τη διακήρυξη χάνουµε το νόµιµο δικαίωµά µας να προχωρήσουµε σε αύξηση των χωρικών µας υδάτων;
Στο κείμενο αναφέρεται ρητώς ότι η διακήρυξη δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεν δεσμεύει τις δύο πλευρές κατά το διεθνές δίκαιο και δεν παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Επίσης, στο προοίμιο αναφέρεται ότι «δεν θίγονται οι εκατέρωθεν νομικές θέσεις» των δύο πλευρών. Εάν ήταν διεθνής συμφωνία, η Ελλάδα θα είχε την υποχρέωση να αποφύγει ενέργειες αντίθετες προς τη διακήρυξη, όπως επί παραδείγματι την αύξηση των χωρικών υδάτων που θεωρείται από την Τουρκία «αιτία πολέμου» (casus belli). Με αυτόν τον τρόπο και θα δεσμευόμασταν νομικώς ότι δεν θα αυξήσουμε τα χωρικά μας ύδατα (γεγονός που θα συνιστούσε απεμπόληση νομίμου δικαιώματος) και θα νομιμοποιούσαμε εμμέσως το παράνομο casus belli, όπως είχε διατυπωθεί από το τουρκικό κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 1995. Αντιθέτως, με την παρούσα διατύπωση διατηρούμε απολύτως τις νομικές θέσεις μας για αύξηση των χωρικών υδάτων.
Γιατί δεν υπάρχει ρητή αναφορά σε προσφυγή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο;
Είναι σαφές ότι Ελλάδα και Τουρκία δεν επιθυμούν να αλλάξουν τις θέσεις τους στα βασικά θέματα. Με τη διακήρυξη θεσπίζουν έναν κώδικα συμπεριφοράς. Η Ελλάδα, όπως ανέφερε και ο Ελληνας πρωθυπουργός, διατηρεί ως θέση ότι το μοναδικό σοβαρό εκκρεμές ζήτημα μεταξύ των δύο πλευρών είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο. Ο Ερντογάν στη συνέντευξή του μίλησε για «πολλά αλληλένδετα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν εκτός από την υφαλοκρηπίδα», τα οποία πρέπει να εξετασθούν «ως ένα σύνολο». Ουσιαστικά πρόκειται για επανάληψη παλαιότερων τουρκικών θέσεων περί «συνολικής συμφωνίας». Στη διακήρυξη αναφέρεται ότι για την επίλυση των διαφορών θα χρησιμοποιηθούν οι μέθοδοι διευθετήσεως διεθνών διαφορών όπως προβλέπονται στον Χάρτη του ΟΗΕ. Βασικά πρόκειται για το άρθρο 33 του Χάρτη που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διαπραγμάτευση και τη δικαστική διευθέτηση. Επομένως, η διεθνής δικαιοσύνη αναφέρεται εμμέσως.
Τελικώς, ποιο είναι το συµπέρασµα από τη σύνοδο κορυφής και τη διακήρυξη;
Κατ’ αρχάς αποφεύχθηκαν παρατράγουδα, όπως αυτά που είχαμε δει κατά την προηγούμενη επίσκεψη Ερντογάν τον Δεκέμβριο του 2017 και τα βίωσε προσφάτως και ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς. Γι’ αυτόν τον λόγο και ακολουθήθηκε ένα τόσο αυστηρό πρωτόκολλο, που απέτρεπε εκπλήξεις. Κατά τα άλλα, δεν περιμένουμε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις να προχωρήσουμε με άλματα. Επειτα από 49 έτη αδιέξοδων συνομιλιών, δεν πιστεύουμε σε θαύματα. Προχωρούμε σε έναν δομημένο διάλογο, όπως περιγράφεται στη διακήρυξη, με μικρά και προσεκτικά βήματα, χωρίς ψευδαισθήσεις.
O κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι αν. καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, βουλευτής Ν.Δ. στην Α' Αθηνών.