Kathimerini.gr
Συγκλονίζουν οι αποκαλύψεις της 24χρονης, η οποία καταγγέλλει ότι έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού σε σουίτα ξενοδοχείου της Θεσσαλονίκης την παραμονή της πρωτοχρονιάς.
Η 24χρονη Γεωργία Μπίκα έκανε δηλώσεις στον δημοσιογράφο Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Προσπαθώ να βρω μια δικαίωση σε αυτό. Θέλω όποια κοπέλα ήταν σε εκείνο το πάρτι, εκείνη τη βραδιά, να μιλήσει. Δεν πήγα στο πάρτι για να βιαστώ».
Το χρονικό
Η 24χρονη κοπέλα περιγράφει λεπτό προς λεπτό το τι συνέβη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
«Όταν πήγα στο πάρτι με μια φίλη μου είδα κόσμο που δεν μου άρεσε. Λίγο κυριλέ. Το συζητήσαμε και αποφασίσαμε να καθίσουμε μόνες σε μια γωνία, μέχρι τη στιγμή που με κέρασαν ένα ποτό. Είχα πιει σαμπάνια και εκείνο που με κέρασαν δεν ήξερα τι είναι. Η φίλη μου ζήτησε να φύγουμε και εγώ σκέφτηκα “πρωτοχρονιάτικα να πάω που;”. “Εσύ θα γυρίσεις στο σπίτι με την οικογένειά σου”, της είπα. “Εγώ δεν έχω κανέναν. Μόνο οι τοίχοι με περιμένουν”. Από την αστυνομία έμαθα ποιοι ήταν οι τρεις που με άρπαξαν στο ασανσέρ όταν προσπάθησα να πάω στο δωμάτιο μου», δήλωσε.
Η 24χρονη περιγράφει τι αντίκρισε όταν έφτασε αρχικώς στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου εξελισσόταν ένα πάρτι.
«Υπήρχαν γύρω στα 15 με 17 άτομα και υπήρχαν και άλλες κοπέλες. Ήταν περισσότερες οι κοπέλες, λιγότεροι οι άνδρες. Δεν συστηθήκαμε με κανέναν. (…). Ήμασταν μόνες μας, τρία κορίτσια σε μια γωνία και αποφασίσαμε να απέχουμε από όλο αυτό. Ήταν φανερό πως δεν ήμασταν και ευχαριστημένες με το πάρτι και είπαμε να καθίσουμε μισή με μια ώρα, να πιούμε ένα ποτό και να φύγουμε».
Στη συνέχεια δηλώνει ότι ήπιε δύο ποτήρια σαμπάνιας δικής της επιλογής, αφού τα έβαλε εκείνη και σημείωσε πως της έφεραν ακόμα ένα, που αν και δεν το είχε βάλει εκείνη, το ήπιε. Μετά, σημείωσε ότι μπορεί να ήταν ζαλισμένη από το ποτό, αλλά ξαφνικά «έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της».
Σχετικά με τη στιγμή που ξύπνησε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και κατάλαβε τι είχε συμβεί περιέγραψε:
«Στο δωμάτιο θυμάμαι δύο άτομα, έχω εικόνα από τον έναν τον άνθρωπο τη στιγμή που είμαι εγώ στο κρεβάτι, και πάει να ξεκουμπώσει το παντελόνι του. Ήταν από πάνω μου, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, δεν θυμάμαι να πέρασα εγώ κάτι δεν είχα καμία απολύτως λειτουργικότητα, καμία απολύτως συνείδηση για κάτι που δεν είχα τη δύναμη να αποτρέψω.(…) Όπως σηκώθηκα είδα κάτω το εσώρουχο μου, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι είδα κάτι που δεν θυμάμαι να το έβγαλα. Καθώς γυρνάω στο δωμάτιο βλέπω αντρικά ρούχα και χάπια για τα οποία δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρίσκομαι στο δωμάτιο. Άρχισα να κλαίω και ντράπηκα. Θεωρώ ότι υπάρχει μια ομάδα που προσπαθεί να εκμεταλλεύεται κορίτσια ευάλωτα που θέλουν να βγουν να πάνε στο μαγαζί τους, και της οδηγούν σε αυτή την κατάσταση».
Στην αρχή της συνέντευξης περιέγραψε τις δύσκολες στιγμές που έχει περάσει καθώς έχει χάσει τόσο τους γονείς της, όσο και τον σύντροφό της.
«Γενικά, η ζωή μου όλα τα χρόνια κυλούσε ομαλά με την οικογένειά μου. Ξαφνικά υπήρξαν κάποια προβλήματα, τα οποία ξεκίνησαν με το αγόρι μου. Είχα σχέση για πεντέμισι χρόνια μαζί του και, δυστυχώς, ανακαλύψαμε ότι είχε την ανίατη ασθένεια, την οποία και παλέψαμε για ενάμιση χρόνια. Παράλληλα, η μητέρα μου είχε μια χρόνια πάθηση με την καρδιά της και πάλευε για τη ζωή της, χωρίς να θέλει να το δείξει για να μην υπάρξει μεγαλύτερη στενοχώρια. Ο θάνατός της ήταν αιφνίδιος. Έχασα και τον πατέρα μου ξαφνικά από ένα τροχαίο. Προσπάθησα να το ξεπεράσω, να σταθώ δυνατή, να συνεχίσω τη ζωή μου. Δυστυχώς, κατέληξε και το αγόρι μου ύστερα οπό έναν χρόνο, με τον οποίο προσπαθήσαμε πάρα πολύ και ήταν και αυτό κάτι τρανταχτό για τη ζωή μου. Έπειτα χάνω και τη μητέρα μου ύστερα από 40 ημέρες», αποκάλυψε.