Kathimerini.gr
Γεράσιμος Μοσχονάς
«Εχω κάτι να σας πω». Ο Στέφανος Κασσελάκης είχε πράγματι «κάτι να πει». Είχε ιδέες και πεποιθήσεις που σήμερα, εννέα μήνες μετά την εκλογή του στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ήταν σχετικά σταθερές. Από την άλλη, οι ιδέες αυτές ήταν γενικές, ανεπεξέργαστες και τον οδήγησαν σε μη επιλύσιμες αντιφάσεις – και σε άπειρα λάθη.
Ο Κασσελάκης, τον περασμένο Σεπτέμβριο, δεν ήταν έτοιμος. Δεν ήταν έτοιμος ούτε πολιτικά ούτε πνευματικά. Το ταλέντο, η φρεσκάδα, η τόλμη, η φιλοδοξία του, ο κυνισμός μιας μερίδας των «προεδρικών» του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και η λαϊκιστική τάση του ΣΥΡΙΖΑ τον ώθησαν σε ένα βιαστικό, ανώριμο διάβημα. Οι δε αδυναμίες των ανταγωνιστών του σε μια μάλλον εύκολη νίκη. Ομως δεν ήταν έτοιμος. Καθόλου έτοιμος.
Σήμερα όμως; Είχε επεξεργασίες και στρατηγική για τις εκλογές της 9ης Ιουνίου;
Είναι δύσκολο να ανασυστήσει κανείς τη σκέψη και τη στρατηγική ενός μυαλού που δουλεύει περίεργα, που συχνά «σκέπτεται ανάποδα» και που τείνει να αμφισβητεί το mainstream και τις συμβάσεις. Πολύ, δε, περισσότερο που αυτό το μυαλό ταυτόχρονα καταφεύγει στο να παράγει το ίδιο –και μάλιστα με περισσή αυτοπεποίθηση– ρητορικές και προτάσεις πολιτικής ιδιαίτερα συμβατικές (παράδειγμα: ο υφολογικός λαϊκισμός και ο λαϊκισμός πολλών από τις προγραμματικές του δεσμεύσεις). Το εγχείρημα ανασύστασης της σκέψης και των επιλογών του Κασελλάκη καθίσταται πιο δύσκολο λόγω της περιδίνησης που δημιουργεί το επικοινωνιακό vertigo που συνοδεύει τις επιλογές του. Τα πολλά μηνύματα, η κακή χρήση του πολιτικού timing, ο υπερβολικός θόρυβος, η έλλειψη αυτοελέγχου επηρεάζουν την οπτική ικανότητα του παρατηρητή. Oμως, ας προσπαθήσουμε.
Προεδρική τακτική σε μη προεδρικό σύστημα
Λίγο πριν από τις ευρωεκλογές, έρευνα της διαΝΕΟσις / Metron Analysis έδειχνε ότι το ιδεολογικό προφίλ του εκλογικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ – 2023 ήταν το λιγότερο πολυσυλλεκτικό από τα τρία μεγαλύτερα κόμματα – και σαφώς λιγότερο πολυσυλλεκτικό από εκείνο της Ν.Δ. Ο εκλογικός ΣΥΡΙΖΑ, à cheval μεταξύ ριζοσπαστικής Αριστεράς και Κεντροαριστεράς, ήταν ένας αριστερός, αλλά συρρικνωμένος ΣΥΡΙΖΑ. Ο στόχος, συνεπώς, του Κασσελάκη να διευρύνει ιδεολογικά την εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ –αφενός μέσω της οριζόντιας διείσδυσης στους εκλογείς ανταγωνιστικών κομμάτων και αφετέρου μέσω της έλξης λιγότερο «πολιτικοποιημένων» ακροατηρίων– δεν ήταν εκλογικά ανορθολογικός.
Ωστόσο, η δημιουργία της Νέας Αριστεράς και του Κόσμου, καθώς και το ιδεολογικό και αισθητικό χάσμα ανάμεσα στον νέο ηγέτη και μεγάλο τμήμα της παραδοσιακής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ αύξαναν τον κίνδυνο απωλειών προς τα αριστερά ή προς την αποχή. Καθιστούσαν έτσι το puzzle της διεύρυνσης άσκηση δύσκολης ισορροπίας. Η άσκηση θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη λόγω των ευρωεκλογών. Στις ευρωεκλογές οι εκλογείς έχουν πολλές κομματικές επιλογές, περισσότερες από ό,τι στις βουλευτικές, καθώς δεσμεύονται λιγότερο από τη λογική της «χρήσιμης ψήφου».
Η ιδέα του Κασσελάκη φαίνεται να ήταν απλή. Μια «στρατηγική προσωπικότητας» θα μπορούσε να ανατρέψει πολλά από τα ανωτέρω μειονεκτήματα – οι ηγέτες με λάμψη (δεν θα πω: οι χαρισματικοί ηγέτες) αυτό ακριβώς κάνουν. Είναι προφανές ότι αυτό ήταν το ποντάρισμα Κασσελάκη. Η προσωπική performance του ηγέτη θα έφερνε την ανατροπή των συσχετισμών υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που η εκλογική επιτυχία δεν ήρθε ή ήρθε κατά το ήμισυ. Η ανατροπή δεν έγινε.
Καλό αφήγημα, χάος στην υλοποίηση
Η ανατροπή δεν έγινε, αλλά το γενικό αφήγημα ήταν καλό. Ο Κασσελάκης, βλέποντας λίγο την Ελλάδα από τη θέση του εξωτερικού παρατηρητή, κατάφερε να περιγράψει καλύτερα το πνεύμα της νέας «μακράς συγκυρίας» στην οποία έχει εισέλθει η χώρα. Είδε με πιο καθαρό βλέμμα, σε σύγκριση με το πολιτικό προσωπικό που είναι ελληνοκεντρικά εγκλωβισμένο στο εγχώριο πολιτικό παιχνίδι, το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει πλήρως βυθισμένη στις συνθήκες που δημιούργησε η χρεοκοπία. Η συνεχής χρήση των στατιστικών της Eurostat, η έμφαση στο πόσο η Ελλάδα έχει μείνει πίσω σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (αγοραστική δύναμη, φτώχεια, απαξίωση παραγωγικού ιστού κ.λπ.), η υπόσχεση ανατροπής αυτής της κατάστασης υπήρξαν κεντρικά στη διήγηση Κασσελάκη.
Φυσικά, και το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Αριστερά ανέδειξαν αυτές τις όψεις. Το έκαναν όμως αποσπασματικά, χωρίς φαντασία, χωρίς ισχυρή πολιτική εστίαση, χωρίς ελκυστικές (ιδιαίτερα η Νέα Αριστερά) προτάσεις πολιτικής. Και χωρίς να διατυπώσουν οπτική συνόλου. Σε κάθε περίπτωση, η ορμή με την οποία εξέφρασε ο Κασσελάκης την ιδέα ότι δεν αξίζουν οι Eλληνες να είναι οι «τελευταίοι» της Ευρώπης έδωσε τον τόνο. Βασικές λέξεις ή συνθήματα-κλειδιά που χρησιμοποίησε («καλύτερη ζωή τώρα», «αξιοπρέπεια», «περηφάνια», «αυθεντικότητα»), καθώς και η συνεχής επιστροφή, ανεξαρτήτως περίστασης, στα θέματα της «ακρίβειας» και στα «Τέμπη» ήταν φανερό ότι είχαν μετρηθεί δημοσκοπικά και δεν ήταν το προϊόν αυθορμητισμού και διαίσθησης. Υπήρχε ένας επαγγελματισμός. Αλλά επαγγελματισμός μέσα στο χάος.
Γιατί πράγματι υπήρξε χάος. Η στρατηγική Κασσελάκη δεν υπηρετήθηκε με πειθαρχία. Είναι ενδεικτικό ότι η αρχική τάση προς εκδοχές του «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια» μάλλον εγκαταλείφθηκε γρήγορα (με την εξαίρεση της «πατριωτικής Αριστεράς»). Τα ποικίλα ανοίγματά του στις ιδέες του οικονομικού φιλελευθερισμού σταδιακά υποβαθμίστηκαν. Και παρότι ο λόγος και η πολιτική αισθητική ωθούσαν το κέντρο βάρους του προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ σε μια πιο κεντρώα και πιο «απολιτίκ» ιδεολογική περιοχή, η προσπάθεια να προστατευθεί από απώλειες στα αριστερά έγινε στην πορεία πιο εμφανής. Η στρατηγική άλλαξε στο μέσον της μάχης, κάτι που λέει πολλά και για τη στρατηγική και για τον στρατηγό.
Επίσης, η διαχείριση του πολιτικού χρόνου ήταν συχνά κακή. Δύο παραδείγματα. Η σωστή για αριστερό κόμμα επίσκεψη στη Γάζα συνοδεύτηκε, μόλις μία ημέρα μετά, με την παρουσίαση της εξοχικής κατοικίας στις Σπέτσες. Από το απόλυτο δράμα σε ροκ πάρτι. Και σε πλήρες επικοινωνιακό κενό. Επίσης, με δεδομένο ότι οι αδυναμίες εικόνας του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν γνωστές, θα όφειλε στην τελευταία φάση της εκστρατείας να δώσει έμφαση στη σοβαρότητα, στην ποιότητα του λόγου, σε λίγες κεντρικές προτάσεις πολιτικής και στη μείωση των αναφορών στο «εγώ». Στη συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης αφιέρωσε αθροιστικά 13 λεπτά στο πρόσωπό του και στην ατομική πορεία του και άλλα 10 λεπτά στο «πόθεν έσχες». Περίπου 23 λεπτά. Επίσης, η επίθεση, από το Σύνταγμα, σε θύμα εγκληματικής ενέργειας (τον Ανδρουλάκη «τον κρατάει» ο Μητσοτάκης με τις υποκλοπές) υπερέβη και τους κανόνες της αποτελεσματικής επικοινωνίας και το επικοινωνιακό ήθος που διακρίνει τους σοβαρούς ηγέτες από τους «μικροδιαβόλους» του λαϊκισμού. Πολλές τέτοιες μικρές ή μεγαλύτερες «αστοχίες» θόλωσαν το κεντρικό «μήνυμα» και απομάκρυναν ψηφοφόρους, όχι μόνο αριστερούς, που δίσταζαν ανάμεσα στις γοητευτικές και τις απωθητικές πλευρές της εικόνας Κασσελάκη.
Συνολικά, ο Κασσελάκης κατέφυγε, ιδιαίτερα στα δύσκολα, σε υφολογικά σχήματα λαϊκιστικού χαρακτήρα. Αλλά και σε προτάσεις δημοσιονομικού λαϊκισμού. Οι θέσεις του για το φορολογικό σύστημα, παρά τις καινοτόμες ιδέες που περιέχουν, είναι χαρακτηριστικές μιας τέτοιας προσέγγισης. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή δεν υπάρχει καν στο σύστημα αναφορών του.
Η μάχη της Κεντροαριστεράς
Ο Κασσελάκης δεν είναι πολιτικός του «γενικού». Κατέθεσε πολλές προτάσεις πολιτικής. Η επένδυση, όμως, στη «στρατηγική προσωπικότητας» ως μοχλού οριζόντιας διείσδυσης σε διαφορετικά ακροατήρια απέτυχε. Οι εντυπωσιακά μεγάλες απώλειες της Ν.Δ. δεν έφεραν αξιόλογες εισροές στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κέρδισε περίπου 1,15 ποσοστιαίες μονάδες από τις 12,25 που συνολικά έχασε η Ν.Δ. Η διείσδυσή του στους αυτοτοποθετούμενους στις δεξιές (1,4%) και κεντροδεξιές (1,9%) θέσεις του πολιτικού φάσματος υπήρξε ακραία περιθωριακή, ενώ η επιρροή του στις κεντρώες θέσεις ήταν μόλις 8,6% (έναντι 12,3% τον Ιούνιο 2023). Η στρατηγική «ανοίγματος» δεν απέδωσε καρπούς.
Αντιθέτως, τουλάχιστον το 18,7% των εκλογέων του ΣΥΡΙΖΑ μετακινήθηκε προς τα αριστερά, μετακινήσεις που αντιστοιχούν στο 3,33% του συνόλου του εκλογικού σώματος. Κενό στα αριστερά πράγματι δημιουργήθηκε. Η βαριά όμως ήττα της Νέας Αριστεράς, η οποία έδωσε έμφαση στην πολιτική του «γενικού» και της αριστερής ταυτότητας, συνιστά έμμεση επιτυχία του Κασσελάκη. Η πολιτική προσφορά στο αριστερό τμήμα του πολιτικού συνεχούς (δύο κόμματα στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ) παρέμεινε αμετάβλητη, ενώ αυξήθηκε η προσφορά στο δεξιό τμήμα (τρία κόμματα στα δεξιά της Ν.Δ.). Αυτή η εξέλιξη ευνοεί «δομικά» τον ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ.
O ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τον Ιούνιο 2023 έχασε 2,91 ποσοστιαίες μονάδες. Στην Αττική, με εξαίρεση την Α΄ Αθήνας (-3,02%), άντεξε καλύτερα (Βόρειος τομέας: -2,04%, Δυτικός: -2,26%, Νότιος: -1,7%, Ανατολική Αττική: -0,84%, Α΄ Πειραιώς: -0,99%, Β΄ Πειραιώς: -1,03 μονάδες). Το δε ΠΑΣΟΚ, που ήταν μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ σε 10 περιφέρειες τον Ιούνιο 2023, προηγείται σήμερα σε 27. Μια αργή κίνηση από την περιφέρεια προς το κέντρο είναι εν εξελίξει. Συνολικά υπήρξε ένα αρνητικό effet Κασσελάκη στην περιφέρεια και ένα θετικό σε ορισμένες περιοχές της Αττικής, ιδιαίτερα σε δήμους περισσότερο αστικούς. Υπήρξε και ένα περιορισμένο effet Κασσελάκη στις νέες ηλικίες και στην ψήφο των γυναικών. Από τη μεριά του, το ΠΑΣΟΚ εισδύει εκ νέου, μετά από πολύ καιρό, αλλά με υπερβολικά αργούς ρυθμούς, στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Ωστόσο, η μάχη στην Κεντροαριστερά θα κριθεί στο κεντρικό επίπεδο. Οι ευρωεκλογές έδειξαν ότι ο Κασσελάκης δεν ήταν «έτοιμος» να νικήσει. Και ο Ανδρουλάκης ούτε νίκησε ούτε ηττήθηκε αρκετά. Ο χώρος όμως του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποκτήσει πλεονέκτημα. Μικρό, αλλά σημαντικό. Γράφω ο «χώρος» γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα σχεδόν δεν υπάρχει πια.
Ο Κασσελάκης έχει πολλά ταλέντα. Στις εκλογές όμως αυτές ήρθε αντιμέτωπος με τις μεγάλες αδυναμίες του. Το μέτριο εκλογικό αποτέλεσμα υπήρξε το προϊόν της αλληλοεξουδετέρωσης των θετικών και των αρνητικών όψεων της πολιτικής του προσωπικότητας. Η διαμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλο κεντρικό (όχι κεντρώο) κόμμα στα αριστερά, ικανό να εκπροσωπήσει ταυτόχρονα το λαϊκό και το δημόσιο συμφέρον, έχει γίνει πιο δύσκολη από ποτέ. Και σίγουρα αυτή η διαμόρφωση δεν «περνάει» από λαϊκιστικές μορφές πολιτικής εκπροσώπησης, ούτε από τη ρηχή αντιδεξιά ιδεολογία. Χρειάζεται κάτι περισσότερο και κάτι πιο επεξεργασμένο.
Μεγάλοι ηγέτες είναι εκείνοι που ξέρουν να αλλάζουν, να μετασχηματίζονται. Μικροί, εκείνοι που φωνάζουν πολύ. Και «μεσαίοι», αυτοί που παίζουν με χάρισμα ένα έργο, αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν ρεπερτόριο. Το μεγαλύτερο κακό το κάνουν οι «μεσαίοι». Ο Κασσελάκης καλείται να αποδείξει σε ποια κατηγορία ανήκει.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.