Σταύρος Παπαντωνίου
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, αργά το βράδυ της Πέμπτης, ο κ. Μητσοτάκης προχώρησε σε δηλώσεις προς τους δημοσιογράφους. Μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός απάντησε και στον πρώην πρωθυπουργό κ. Σαμαρά για όσα δήλωσε στην Κύπρο, αλλά και συνολικά στην κριτική που δέχεται η κυβέρνησή του για τα εθνικά θέματα. «Διαχωρίζω τις θέσεις του κ. Σαμαρά», είπε, εννοώντας από τους υπόλοιπους που ασκούν κριτική, και εξήγησε: «Είναι σεβαστές οι απόψεις του πρώην πρωθυπουργού», θυμίζοντας πως ως πρωθυπουργός «είχε συναντηθεί με τον κ. Ερντογάν και θυμίζω ότι και επί ημερών του έγιναν διερευνητικές επαφές με την Τουρκία». Εν συνεχεία, ο κ. Μητσοτάκης ανέβασε κατακόρυφα την κριτική που γίνεται από τα δεξιά. «Υπάρχουν ακραίες φωνές στην Ελλάδα από κόμματα που βρίσκονται δεξιά της Ν.Δ. και κατηγορούν την κυβέρνηση ότι είμαστε μειοδότες. Γιατί; Επειδή συζητούμε με Τουρκία; Πού ήταν οι υπερπατριώτες αυτοί όταν φτιάχναμε τον φράχτη στον Εβρο, όταν αγοράζαμε τις Belharra και τα F-35», αναρωτήθηκε και πρόσθεσε: «Η Ελλάδα είναι σε θέση να συνομιλεί με την Τουρκία πολιτισμένα. Δεν σημαίνει όμως ότι έχουμε συμφωνήσει ή ότι είμαστε κοντά σε συμφωνία», ούτε «ξεπουλάμε ούτε προδίδουμε κανέναν. Η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά στο παρελθόν αυτές τις ακραίες φωνές.
Φαντάζομαι ότι σε μια πραγματική κρίση οι δήθεν πατριώτες θα ήταν οι πρώτοι που θα έβαζαν την ουρά στα σκέλια». Νωρίτερα, στο θέμα της κριτικής του κ. Σαμαρά είχε αναφερθεί και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, ο οποίος για πρώτη φορά δεν ήταν στο ίδιο μοτίβο με άλλες φορές, καθώς δεν έμεινε στο σύνηθες πως ο πρώην πρωθυπουργός έχει δικαίωμα να εκφράζει την άποψή του, αλλά του απάντησε ευθέως. Ο κ. Μαρινάκης, αφού σημείωσε χαρακτηριστικά πως «οι απόψεις του πρώην πρωθυπουργού είναι γνωστές», ακολούθως προχώρησε σε μια ρητορική ερώτηση. Συγκεκριμένα, είπε ότι «αν υπάρχει έστω και μισή δήλωση κυβερνητικού στελέχους που να υπονοεί έστω υποχωρητικότητα» να ειπωθεί, προσθέτοντας πως δεν υπάρχει στιγμή που «είτε ο πρωθυπουργός, είτε ο υπουργός Εξωτερικών, είτε προσωπικά εγώ εκπροσωπώντας την κυβέρνηση», που «να μην τονίζουμε ότι δεν πρόκειται ποτέ να βάλουμε στο τραπέζι ζητήματα κυριαρχίας». Με απλά λόγια, το Μαξίμου σήκωσε το γάντι και απάντησε στον Σαμαρά. Αν αναμονή της συνέχειας, η οποία όπως φαίνεται δεν θα αργήσει.
Μεταναστευτικό
Οσον αφορά το θέμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι στην προσύνοδο υπήρχαν σημεία σύγκλισης, αλλά και διαφωνίες. «Καταφέραμε να πετύχουμε συμφωνία στα συμπεράσματα για το μεταναστευτικό και αυτό είναι μια πολύ θετική εξέλιξη», θυμίζοντας ότι «εμείς αντιμετωπίσαμε πρώτοι τον Μάρτιο του ’20 την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού. Από τότε η Ε.Ε. άλλαξε και ήρθε πολύ κοντά στις εθνικές θέσεις. Αυτό που πρέπει να κάνουμε τώρα, είναι να θεσπίσουμε ένα πλαίσιο για τις επιστροφές και αυτήν την εντολή δώσαμε στην Κομισιόν. Τους όρους για το ποιος θα έρθει στην Ε.Ε. πρέπει να τους καθορίζουμε εμείς και όχι οι διακινητές», τόνισε. Ο κ. Μητσοτάκης πρόσθεσε πως «η Ελλάδα από το 2019 υπερασπίζεται μια αυστηρή, αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική, δίνοντας έμφαση στην εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης. Στην προστασία δηλαδή των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης. Και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Πολωνία, η Ελλάδα τα αντιμετώπισε τότε πρώτη. Δείχνουμε πλήρη συμπαράσταση σε μια χώρα που αντιμετωπίζει τώρα τα ίδια προβλήματα».
Ερωτηθείς για τα κέντρα μεταναστών της Μελόνι στην Αλβανία, ξεκαθάρισε: «Να πούμε τι κάνει και τι δεν κάνει η Ιταλία. Ειναι μια νέα, ενδιαφέρουσα ιδέα. Δεν την απέρριψα σε καμία περίπτωση. Εμείς δεν έχουμε τέτοια ζητήματα. Οι άνθρωποι αυτοί θα περάσουν πάλι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα από την Ιταλία. Αποτελεί μια διμερή συμφωνία μεταξύ δύο κρατών. Στην επιστολή της η Φον ντερ Λάιεν λέει ότι θα εξετάσουμε καινοτόμους λύσεις και μέσα σε αυτές είναι και η ιδέα των κέντρων εκτός Ε.Ε., όπου θα αποστέλλονται μετανάστες των οποίων οι αιτήσεις ασύλου θα απορρίπτονται και δεν θα μπορούν να φύγουν απευθείας στις χώρες προέλευσής τους». Τέλος, σε ό,τι αφορά το αίτημα για τις στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας, υπογράμμισε ότι έγινε δεκτό από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και αναμένουμε τις προτάσεις του για το θέμα αυτό.