Σημαντικά είναι τα ευρήματα που έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα, σε σχέση με το γεγονός ότι επαγγελματίες υγείας που έχουν εμβολιαστεί, ακόμα και με μόνο μια δόση του εμβολίου κατά της COVID-19 έχουν αναπτύξει προστασία απέναντι στην νόσο. Στην Κύπρο δεν «τρέχει», οποιαδήποτε ανάλογη έρευνα στην παρούσα φάση, παρά το γεγονός ότι περίπου 15 χιλιάδες άτομα έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους και άλλα 30 περίπου χιλιάδες άτομα έχουν λάβει την πρώτη δόση. Ωστόσο, σε εξέλιξη βρίσκεται η συλλογή και η εξέταση δειγμάτων που έχουν ληφθεί από ασθενείς οι οποίοι μολύνθηκαν ή/και νόσησαν το προηγούμενο διάστημα. Από την ανάλυση των δειγμάτων, θα προκύψει αργότερα ο βαθμός στον οποίο ανέπτυξαν προστασία.
Τα πρώτα στοιχεία
Σύμφωνα με τα πρώτα ευρήματα, τουλάχιστον οκτώ στους δέκα Έλληνες επαγγελματίες υγείας που έχουν εμβολιαστεί έναντι της COVID-19, ανέπτυξαν εξουδετερωτικά αντισώματα μετά την πρώτη δόση, ενώ μετά τη δεύτερη δόση το σχετικό ποσοστό φθάνει στο 100%. Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα της «Καθημερινής» Ελλάδος, η έρευνα η οποία είναι εν εξελίξει έχει ως στόχο να εξετάσει την κινητική των αντισωμάτων έναντι του κορωνοϊού σε εθελοντές που λαμβάνουν το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech καθώς και όποιο άλλο εμβόλιο έχει εγκριθεί και χορηγείται ή πρόκειται να χορηγηθεί στην χώρα.
Οι καθηγητές Θάνος Δημόπουλος και Ευάγγελος Τέρπος, μετά την πρώτη δόση του εμβολίου (και πριν από τη δεύτερη δόση) ένα ποσοστό άνω του 80% των εμβολιασθέντων ήδη ανέπτυξε εξουδετερωτικά αντισώματα έναντι του κορωνοϊού. Ενας στους δύο συμμετέχοντες είχε ήδη τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων άνω του 50%, δηλαδή υψηλή προστασία από τον κορωνοϊό. Τα αποτελέσματα σε 150 από τους υγειονομικούς που συμπλήρωσαν δύο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου κατέδειξαν ότι η δεύτερη δόση οδηγεί σε παραγωγή πολύ υψηλών τίτλων εξουδετερωτικών αντισωμάτων (άνω του 90%) σχεδόν στο σύνολο των εμβολιασθέντων (147/150), ενώ οι υπόλοιποι είχαν αναπτύξει εξουδετερωτικά αντισώματα σε τίτλους άνω του 60%, που επίσης σημαίνει υψηλή προστασία έναντι του ιού.
Στην Κύπρο
Ένας από τους λόγους στους οποίους αποδίδεται η βελτίωση της επιδημιολογικής εικόνας της Κύπρου τις τελευταίες εβδομάδες, είναι ο εμβολιασμός. Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο εκφράζεται αισιοδοξία ότι ένα τρίτο κύμα της πανδημίας θα αποφευχθεί, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Υπουργός Υγείας έχει δώσει την εντολή για μεγαλύτερη ετοιμότητα στα νοσοκομεία. Μέλη της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής με τα οποία επικοινώνησε η «Κ», αναφέρουν ότι ο εμβολιασμός των επαγγελματιών υγείας, όπως διαπιστώνεται και στην Ελλάδα, θα συμβάλει τα μέγιστα ώστε να δημόσια νοσηλευτήρια να παραμείνουν ακμαία σε ενδεχόμενο τρίτο κύμα. Την ίδια ώρα, η μείωση των εισαγωγών και των διασωληνωμένων ασθενών με COVID-19 στα νοσοκομεία αποδίδεται στον συνδυασμό αυστηρών περιοριστικών μέτρων, τα οποία ισχύουν από την περίοδο των Χριστουγέννων, και των εμβολιασμών που έγιναν στους οίκους ευγηρίας, οι οποίοι είχαν δεχθεί μεγάλο πλήγμα στο δεύτερο κύμα.
Παρά τις εκτιμήσεις που γίνονται, στην Κύπρο δεν φαίνεται ότι υπάρχει συγκεκριμένος σχεδιασμός, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, για να γίνει ανάλογη συλλογή και αξιολόγηση δεδομένων. Εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής, αναφέρεται ότι εφόσον χρησιμοποιούνται τα ίδια εμβόλια και στην Ελλάδα, η δράση τους αναμένεται ότι θα είναι η ίδια. Μάλιστα, τονίζεται ότι είναι χρονοβόρα διαδικασία αυτή που απαιτείται για να διαπιστωθεί αν στην Κύπρο υπάρχουν πολίτες που έχουν αναπτύξει εξουδετερωτικά αντισώματα.
Εξετάσεις σε πρώην ασθενείς
Στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής, καθώς και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, διενεργούνται αυτή την περίοδο επιστημονικές έρευνες, με στόχο να καταδείξουν το κατά πόσο όσοι νόσησαν ανέπτυξαν κάποιου είδους προστασία απέναντι στην νόσο COVID-19. Αρμόδια πηγή ανέφερε ότι τα πρώτα ευρήματα θα είναι γνωστά στο μέλλον, όταν θα έχει συλλεγεί και αξιολογηθεί ένας σημαντικός όγκος δεδομένων.
Αναφορικά με το αν θα γίνει παρόμοια διερεύνηση με την συμμετοχή πολιτών που έχουν εμβολιαστεί, μας αναφέρθηκε ότι δεν αποκλείεται αυτό σε επόμενη φάση. Ωστόσο, η πρόσκληση των πολιτών για συμμετοχή σε τέτοιου είδους έρευνα προσκρούει και στο θέμα των προσωπικών δεδομένων. Οπότε, για να εκδηλώσουν ενδιαφέρον κάποια άτομα, πρέπει να προσκληθούν μέσω ανακοίνωσης και εναπόκειται στους ίδιους αν θα εκφράσουν ενδιαφέρον.