Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Το κόστος παραμένει ένας μεγάλος βραχνάς για τις τράπεζες. Η Τράπεζα Κύπρου, από τη μία, ανακοίνωσε κόστος προς έσοδα για την εννιαμηνία στο 61%, δεσμευόμενη να το μειώσει σε περίπου 55% στο επόμενο διάστημα και από την άλλη η Ελληνική Τράπεζα ανακοίνωσε κόστος προς έσοδα στο 75%, αυξημένο κατά 3,5% κατά το τελευταίο τρίμηνο. Η Ελληνική μέσω ανωτάτων στελεχών της όπως του CEO της Όλιβερ Γκάτσκε και του CFO της, Αντώνη Ρούβα, δεσμεύθηκαν πως στο προσεχές διάστημα θα γίνουν κινήσεις προς μείωση του κόστους της τράπεζας, δίχως όμως να συγκεκριμενοποιούν το πλάνο τους. Η Τράπεζα Κύπρου μόλις τη Δευτέρα ανακοίνωσε ένα νέο μίνι σχέδιο εθελουσίας εξόδου που απευθύνεται σε συγκεκριμένο προσωπικό, αλλά και όποιος θελήσει να λάβει μέρος, θα εξεταστεί εσωτερικά. Είναι προφανές πλέον πως το κόστος για τις τράπεζες μετατρέπεται από «μία απλώς» προτεραιότητα σε νούμερο ένα προτεραιότητα, όσο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η μείωσή τους περνούν σε «δεύτερη μοίρα». Είναι σημαντικό δε, πως, όπως έχει ξαναγράψει η «Κ», οι τράπεζες «τέσταραν» εντός της πανδημίας πως θα είναι πλήρως λειτουργικές με τον ελάχιστο δυνατό αριθμό υπαλλήλων και καταστημάτων. Είναι ένα «δώρο» που έκανε στις τράπεζες ο Covid, αλλιώς δεν θα υπήρχε εύκολος και «αναίμακτος» τρόπος για να δοκιμαστεί. Πλέον, οι τράπεζες γνωρίζουν πρακτικά πόσα καταστήματα χρειάζονται και πόσους υπαλλήλους να δουλεύουν εντός.
Όσον αφορά στις ανανεώσεις των συλλογικών συμβάσεων, η Τράπεζα Κύπρου έχει προχωρήσει εντός του 2021. Η ανανέωση της συλλογικής σύμβασης αναμένεται να αυξήσει το κόστος προσωπικού της Τράπεζας Κύπρου για τα έτη 2021 και 2022 κατά 3-4% ετησίως, και συνάδει με την επίδραση αντίστοιχων ανανεώσεων για προηγούμενα έτη. H μεσοπρόθεσμη καθοδήγηση της Τράπεζας Κύπρου, η οποία περιλαμβάνει περιορισμό των ετήσιων συνολικών λειτουργικών εξόδων κάτω από 350 εκατ. ευρώ, δεν επηρεάζεται. Στη στρατηγική και τις προοπτικές της Τράπεζας Κύπρου, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα του εννιαμήνου, η διάθεση λύσεων εξόδου για αποδέσμευση μόνιμου προσωπικού είναι σαφώς καταγεγραμμένη, συνοδευόμενη με έναν εξορθολογισμό αριθμού καταστημάτων και μίας γενικότερης μείωσης του συνόλου των λειτουργικών εξόδων κατά περίπου 10% παρά τον μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό.
Από πλευράς Ελληνικής Τράπεζας, ο διάλογος για την υπογραφή της συλλογικής σύμβασης με τη συντεχνία είναι όπως αποδεικνύεται, μακράς διαρκείας. Από όταν ήταν ο προσωρινός CEO στην Ελληνική Τράπεζα μετά την εποχή Ιωάννη Μάτση, Φοίβος Στασόπουλος, συζητείται πως οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν μεταξύ των δύο πλευρών. Ένας και πλέον χρόνος και ακόμα οι συζητήσεις συνεχίζονται μεταξύ συντεχνίας και Ελληνικής Τράπεζας, αποδεικνύοντας από τα δεδομένα πως πρέπει να υπάρχει μεγάλο χάσμα. Την ίδια ώρα, μπορεί να μην υπάρχει εγγράφως στα αποτελέσματα ότι η τράπεζα εξετάζει λύσεις για το προσωπικό, ωστόσο όπως προαναφέρθηκε, κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της τράπεζας έγινε σαφές πως θα υπάρχει μείωση και στα καταστήματα και στον αριθμό των υπαλλήλων, στο πλαίσιο της ψηφιοποίησής της.
Τα δεδομένα των δύο
Τα συνολικά έξοδα για το εννιάμηνο 2021 της Τράπεζας Κύπρου ανήλθαν σε €284 εκατ. (σε σύγκριση με €273 εκατ. για το εννιάμηνο 2020, αυξημένα κατά 4% σε ετήσια βάση), εκ των οποίων 53% αφορούν το κόστος προσωπικού (€152 εκατ.), 38% αφορούν άλλα λειτουργικά έξοδα (€108 εκατ.) και 9% (€24 εκατ.) αφορούν ειδικό φόρο επί των καταθέσεων και άλλα τέλη/εισφορές. Τα συνολικά έξοδα για το γ’ τρίμηνο 2021 ανήλθαν σε €98 εκατ. σε σύγκριση με €95 εκατ. για το β’ τρίμηνο 2021, αυξημένα κατά 4% σε τριμηνιαία βάση και η ετήσια αύξηση ύψους 4% οφείλεται κυρίως στην ετήσια αύξηση ύψους 4% στο κόστος προσωπικού, ενώ η τριμηνιαία αύξηση ύψους 4% οφείλεται κυρίως στην τριμηνιαία αύξηση ύψους 52% στον ειδικό φόρο επί των καταθέσεων και άλλα τέλη/εισφορές. Αναλυτικότερα, το κόστος προσωπικού ανήλθε σε €152 εκατ. για το εννιάμηνο 2021, σε σύγκριση με €145 εκατ. για το εννιάμηνο 2020 (αυξημένο κατά 4% σε ετήσια βάση). Το κόστος προσωπικού ανήλθε σε €51 εκατ. για το γ’ τρίμηνο 2021, στα ίδια επίπεδα σε τριμηνιαία βάση. Το Συγκρότημα εργοδοτούσε 3.558 άτομα στις 30 Σεπτεμβρίου 2021 (σε σύγκριση με 3,558 άτομα στις 30 Ιουνίου 2021 και 3,573 στις 31 Δεκεμβρίου 2020), περιλαμβανομένων 96 ατόμων που σχετίζονται με το Helix 2, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στον αγοραστή με την ολοκλήρωση της μετάβασης στο τέλος του γ’ τριμήνου 2021. Τον Ιούλιο 2021, η Τράπεζα κατέληξε σε συμφωνία με την Ένωση Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου (ΕΤΥΚ) για την ανανέωση της συλλογικής σύμβασης για τα έτη 2021 και 2022. Η συμφωνία αφορά ορισμένες αλλαγές που περιλαμβάνουν αναθεωρημένο σύστημα βαθμίδων και αμοιβών το οποίο συνδέεται με την αξία της θέσης εργασίας, καθώς και την εισαγωγή αμοιβής στη βάση της απόδοσης του κάθε μέλους του προσωπικού, που θα αποτελεί μέρος της ετήσιας αύξησης μισθού του προσωπικού. Οι δύο αυτές αλλαγές αποτελούν μακροχρόνιους στόχους της Τράπεζας και συνάδουν με τη βέλτιστη πρακτική. Η ανανέωση της συλλογική σύμβασης αναμένεται να αυξήσει το κόστος προσωπικού για τα έτη 2021 και 2022 κατά 3-4% ετησίως και συνάδει με την επίδραση αντίστοιχων ανανεώσεων για προηγούμενα έτη. H μεσοπρόθεσμη καθοδήγηση του Συγκροτήματος, η οποία περιλαμβάνει περιορισμό των ετήσιων συνολικών λειτουργικών εξόδων σε επίπεδα κάτω από €350 εκατ., δεν επηρεάζεται.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Ελληνικής Τράπεζας, τα συνολικά έξοδα για την εννιαμηνία του 2021 ανήλθαν σε €200,2 εκατ. και σε σύγκριση με €189,6 εκατ. την εννιαμηνία του 2020 αυξήθηκαν κατά 6% κυρίως λόγω των αυξημένων εξόδων προσωπικού. Τα έξοδα προσωπικού για την εννιαμηνία του 2021 ανήλθαν σε €105,5 εκατ. και αντιπροσώπευαν το 53% των συνολικών εξόδων του Ομίλου (εννιαμηνία 2020: 49%). Σε σύγκριση με €93 εκατ. την εννιαμηνία του 2020, τα έξοδα προσωπικού για την εννιαμηνία του 2021 σημείωσαν αύξηση ύψους 13%. Οι κύριοι λόγοι ήταν οι μισθολογικές αυξήσεις που δόθηκαν από τον Όμιλο κατά τον Δεκέμβριο του 2020 και αντικατοπτρίζονταν στα αποτελέσματα από την 4η τριμηνία του 2020 και ο αντίκτυπος της απόκτησης του ελέγχου της APS Cyprus. Τα έξοδα προσωπικού για την 3η τριμηνία του 2021 ανήλθαν σε €35,3 εκατ. και παρέμειναν στα ίδια επίπεδα σε σύγκριση με €35,0 εκατ. την 2η τριμηνία του 2021.