Kathimerini.com.cy
Του ΑΝΔΡΕΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ*
ΣΚΟΠΟΣ του άρθρου είναι να καταγράψει σκέψεις και απόψεις για τα ψηλά κτήρια, με βάση τις νεότερες αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές τάσεις παγκόσμια, ώστε να διαφανούν ενδεχόμενοι κίνδυνοι αλλά και προοπτικές στο σχεδιασμό και την ανέγερσή τους στην Κύπρο.
Τα τελευταία δέκα χρόνια είχα την τύχη να συνεργαστώ με διακεκριμένους αρχιτέκτονες/μηχανικούς και με διεθνή μελετητικά γραφεία, στο σχεδιασμό και κατασκευή ψηλών κτηρίων στην Κύπρο και το εξωτερικό. Συμμετέχω στις συζητήσεις και αφουγκράζομαι τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς συμπολιτών και συναδέλφων, σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των ψηλών κτηρίων. Αυτός ο διάλογος, η συζήτηση-debate, δημόσια ή ιδιωτική, που λαμβάνει χώρα και στο εξωτερικό σε ακαδημαϊκά και πολιτικά fora, είναι θεμιτή και εποικοδομητική. Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν παρεξηγημένες έννοιες και ελλιπείς πληροφορίες, τις οποίες θα προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε.
Κατ’ αρχάς το υπάρχον νομοτεχνικό - πολεοδομικό πλαίσιο στην Κύπρο όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, επιτρέπει ψηλά κτήρια σε επιλεγμένες αστικές περιοχές για μεγάλα τεμάχια γης, σε συγκεκριμένες ζώνες, για συγκεκριμένες χρήσεις. Τα κτήρια αυτά σε καμία περίπτωση δεν έχουν περισσότερο δομήσιμο εμβαδόν από αυτό που θα είχαν ως συμβατικά κτήρια. Αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός των διαμερισμάτων, ο αριθμός των ενοίκων και ο αριθμός των απαιτούμενων χώρων στάθμευσης σε ένα ψηλό κτήριο, δεν διαφοροποιείται από ένα κτήριο συμβατικού ύψους στο ίδιο τεμάχιο.
Συνεπάγεται επομένως ότι δεν αυξάνεται απαραίτητα η ανάγκη υποδομών (υδατοπρομήθειας, αποχετεύσεων, ηλεκτρικού φορτίου, συλλογής σκυβάλων, μεγαλύτερου μήκους δρόμων και υποδομών κ.λπ.), ούτε και η κατανάλωση καυσίμων, νερού, ηλεκτρικού φορτίου, κ.ά. σε ένα ψηλό κτήριο, σε σχέση με ένα κτήριο συμβατικού ύψους στο ίδιο τεμάχιο.
Ακόμα και με τις παραπάνω διευκρινήσεις, τα ψηλά κτήρια σήμερα ως αρχιτεκτονική - κτηριολογική τυπολογία, αποτελούν αντικείμενο σοβαρής αλλά και οξυμένης συζήτησης και πολεμικής. Οι απόψεις για τη συνεισφορά τους στον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και στον πολεοδομικό ιστό μιας πόλης συνήθως διίστανται σε έντονα υπέρ και έντονα εναντίον. Με τη συνεχόμενη αύξηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, οι υπέρμαχοι/υποστηρικτές υποστηρίζουν ότι τα ψηλά κτήρια και η καθ΄ ύψος ανάπτυξη αποτελούν τη λύση στη μείωση της επιφανειακής επέκτασης του δομημένου χώρου εις βάρος της υπαίθρου. Οι πολέμιοι υποστηρίζουν ότι τα ψηλά κτήρια αφ’ ενός περιέχουν κινδύνους (σε περίπτωση φωτιάς, σεισμού κ.λπ.) και αφ’ εταίρου επιβαρύνουν σημαντικά τον περιβάλλοντα χώρο (ιστορικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, φυσικό περιβάλλον-ακτογραμμές, κλπ), επηρεάζοντας αρνητικά τις ανέσεις των πολιτών.
Οι ανησυχίες κινδύνου φωτιάς, σεισμού κ.λπ., είναι θέματα που έχουν επιλυθεί στο εξωτερικό και οι σχετικές νομοθεσίες στην Κύπρο υπάρχουν ήδη, εμπλουτίζονται, βελτιώνονται και εφαρμόζονται από έμπειρους μελετητές και επιστήμονες. Μόνιμα wet risers απαιτούνται και προδιαγράφονται στα κλιμακοστάσια των ψηλών κτηρίων και οι στατικές επιλύσεις γίνονται με βάση τους τελευταίους ευρω-κώδικες.
Πολλοί Κύπριοι αρχιτέκτονες, μηχανικοί και λοιποί συνάδελφοι, έχουν πλέον την εμπειρία και τη τεχνογνωσία λόγω συνεργασιών με τα μεγάλα, έμπειρα και εξειδικευμένα γραφεία του εξωτερικού. Η γνώση αυτή είναι πολύτιμη και χρήσιμη, καθώς οι καινοτόμες λύσεις για την επίλυση τεχνικών προβλημάτων, δυσκολιών και προκλήσεων στα ψηλά κτήρια και η σχετική τεχνογνωσία εφαρμόζονται πλέον και στα κτήρια συμβατικού ύψους, βελτιώνοντας την ασφάλεια και την κατασκευαστική τους αρτιότητα.
Η μείωση της επιφανειακής επέκτασης του δομημένου χώρου και η προστασία της υπαίθρου και των δασών με την αξιοποίηση της καθ’ ύψος επέκτασης, είναι επιβεβλημένη σε μικρά νησιά πεπερασμένης επιφάνειας, όπως η Κύπρος. Τα ψηλά κτήρια στις πόλεις και η αύξηση της πυκνότητας δόμησης στα αστικά κέντρα, μπορούν να προστατεύσουν τα λίγα δάση που έχουν απομείνει στη Κύπρο και να διατηρήσει τους παραδοσιακούς οικισμούς της υπαίθρου, συνδυασμένα με τις κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, κίνητρα και πρακτικές. Ακόμα και στον πυκνό αστικό ιστό, τα ψηλά κτήρια θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην αύξηση του πρασίνου εντός πόλης. Για παράδειγμα, για κάθε ψηλό κτήριο μεγάλης πυκνότητας δόμηση σε αστικό οικόπεδο, θα μπορούσε να ζητηθεί από το φορέα ανάπτυξης μεγάλου μεγέθους πάρκα και πλατείες με δημόσια πρόσβαση (βλέπε παράδειγμα-σχεδιάγραμμα). Το νομικό-πολεοδομικό πλαίσιο για τα ψηλά κτήρια ήδη προνοεί παρόμοιες απαιτήσεις, οι οποίες βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση και θα μπορούσαν να ενισχυθούν προς όφελος της πόλης και των πολιτών.
Η συζήτηση με τη μεγαλύτερη ένταση αφορά στην επίδραση και αντίκτυπο των ψηλών κτηρίων στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον. Ανησυχίες για τον επηρεασμό του ιστορικού ή αρχιτεκτονικού χαρακτήρα ευαίσθητων περιοχών, επηρεασμός της παραλίας με τα προϊόντα εκσκαφών και αποστραγγίσεων, υψηλές ενεργειακές απαιτήσεις κλιματισμού και θέρμανσης, δυσμενής επηρεασμός των γειτονικών κτηρίων σε θέματα θέας, σκίασης και ηλιασμού, είναι οι πιο σοβαρές και ουσιώδεις ανησυχίες για τα ψηλά κτήρια, όχι μόνο στη Λεμεσό και στη Κύπρο αλλά παγκόσμια.
Πολλές από αυτές τις ανησυχίες βασίζονται στο παραδοσιακό μοντέλου ψηλού κτηρίου που με αφετηρία την Αμερική είχε υιοθετηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες και στον υπόλοιπο κόσμο. Το μοντέλο αυτό αποτελείται από ένα κεντρικό πυρήνα, (που εξυπηρετεί στατικά, μηχανολογικά και κυκλοφοριακό το κτήριο), το οποίο πλαισιώνουν οι χώροι εργασίας/διαμονής. Το κτήριο σφραγίζεται με ένα κέλυφος από γυαλί, γεμίζει με κλιματιστικά και σώματα θέρμανσης και χωροθετείται σε τεμάχια χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι τοπικές κλιματολογικές συνθήκες, ο αρχιτεκτονικός χαρακτήρας της πόλης, ιστορικά κτήρια, ευαίσθητες πολιτιστικά ή/και περιβαλλοντικά περιοχές ή οι ανέσεις των κατοίκων της περιοχής.
Σήμερα αυτό το κυρίαρχο μοντέλο ψηλού κτηρίου έχει αλλάξει σημαντικά.
Παραδείγματα νέων ψηλών κτηρίων, υπάρχουν εδώ και μερικές δεκαετίες ανά το παγκόσμιο. Σχεδιάζονται και κατασκευάζονται λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες απαιτήσεις βιοκλιματικού σχεδιασμού και τοπικών κλιματολογικών συνθηκών, μειώνοντας ή και εξαλείφοντας εντελώς την ανάγκη τεχνητού κλιματισμού. Η χρήση πανίσχυρων υπολογιστών και λογισμικού μπορούν να συνεισφέρουν σήμερα στο σχεδιασμό έξυπνων, περιβαλλοντικά φιλικών και ενεργειακά αυτόνομων ψηλών κτηρίων, προσαρμοσμένα γεωγραφικά και κλιματολογικά.
Ο αρχιτέκτονας οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν τον περιβάλλοντα χώρο, δομημένο και μη. Ιστορικά κτήρια, μνημεία και πολιτιστικά σημαντικές περιοχές θα πρέπει να προστατεύονται. Τα ψηλά κτήρια έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν μεγάλους ανοικτούς χώρους-πάρκα στην πόλη, έτσι ώστε να ανοίγονται οπτικές φυγές, από και προς φυσικά, ιστορικά ή πολιτιστικά σημεία ενδιαφέροντος.
Οι ανάγκες στέγασης ενός ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού, η ταυτόχρονη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και ο σεβασμός του τοπικού, ιστορικού και πολιτιστικού χαρακτήρα των πόλεων μας είναι το στοίχημα. Ψηλά κτήρια με κατακόρυφα αίθρια, με μεγάλους ισόγειους και ανοιχτούς χώρους προς δημόσια χρήση, έξυπνα και ενεργειακά κελύφη, πρωτοποριακές φόρμες και κατασκευαστικές λύσεις αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, την κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθήσει αυτή η κτηριολογική τυπολογία. Τα κτήρια αυτά υπάρχουν σήμερα, διάσπαρτα σε μεγάλα αστικά κέντρα στον κόσμο και αποτελούν σύμβολο και παράδειγμα του σημαντικού ρόλου της αρχιτεκτονικής για τις πόλεις του μέλλοντος.
*Ο κ. Ανδρέας Ελευθερίου είναι διπλωματούχος Αρχιτέκτων Μηχανικός ΕΜΠ
www.udsarchitects.com