Του Απόστολου Τομαρά
Μια πρώτη ένδειξη για το στοίχημα που καλείται να κερδίσει ο πάλαι ποτέ δημόσιος τομέας της υγείας, αποκαλύπτουν τα πρώτα στοιχεία πλήρης εφαρμογής του ΓεΣΥ. Στοιχεία που αφορούν τις χειρουργικές επεμβάσεις και που προκαλούν ανησυχία σε Υπουργείο Υγείας αλλά και διαχειριστή των δημοσίων νοσοκομείων τον ΟΚΥΠΥ.
Με βάση επίσημα δεδομένα από τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ), που παρουσίασε η «Κ» πρόσφατα, κατά του τρεις πρώτους μήνες εφαρμογής της ενδονοσοκομειακής φροντίδας σε περιβάλλον ΓεΣΥ, ο ΟΑΥ κατέβαλε στα νοσηλευτήρια που συμμετέχουν στο σύστημα υγείας €36,361,531, με τη μερίδα του λέοντος να καταλήγει στα νοσηλευτήρια εκείνα που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα.
Ωστόσο, αυτό το οποίο προκαλεί έντονο προβληματισμό, έχει να κάνει με τον αριθμό των περιστατικών ενδονοσοκομειακής φροντίδας των δημόσιων νοσοκομείων, σε σχέση με τον αντίστοιχο των ιδιωτικών. Με βάση στοιχεία κατά τους τρεις πρώτους μήνες εφαρμογής της Β’ φάσης του ΓεΣΥ, τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια που συμμετέχουν στο σύστημα, πραγματοποίησαν πάνω από 7 χιλιάδες χειρουργικές επεμβάσεις, έναντι 260 των δημοσίων νοσοκομείων. Χάσμα τεράστιο που εάν δεν υπήρχε η τρίχρονη περίοδος προσαρμογής, με κρατική οικονομική στήριξη, θα προέκυπτε σοβαρό ζήτημα βιωσιμότητας των δημοσίων νοσοκομείων.
Τις πταίει
Η πρώτη εικόνα λειτουργίας του ΓεΣΥ σε σχεδόν πλήρη ανάπτυξη, υπολείπεται η εισαγωγή μικρού αριθμού υπηρεσιών μέχρι τέλος του μήνα, έχει κτυπήσει καμπανάκι πρώτα στο Υπουργείο Υγείας και μετά στον ΟΚΥΠΥ. Σε μια πρώτη ανάγνωση της σχεδόν καθολικής προτίμησης των ασθενών προς τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια κατά τους τρεις πρώτους μήνες, βγαίνουν στην επιφάνεια διαχρονικές παθογένειες της δημόσιας υγείας και του αρνητικού αποτυπώματος στην ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών σε σχέση με την ιδιωτική υγεία. Στο χώρο των άλλοτε δημόσιων νοσηλευτηρίων, τα οποία από την 1η Ιουνίου δεν απολαμβάνουν τον μονοπωλιακό προστατευτισμό του παρελθόντος, η ανησυχία είναι έκδηλη.
Οι επιλογές των ασθενών σε συνθήκες ανοικτής αγοράς ιατρικών υπηρεσιών δημιουργούν μια ασφυκτική πίεση, πρώτα στα δημόσια νοσηλευτήρια και στη συνέχεια στο ίδιο το ΓεΣΥ, η εύρυθμη λειτουργία του οποίου είναι συνυφασμένη με την ισορροπημένη συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα υγείας. Οι κυβερνητικοί ιατροί, οι οποίοι κατηγορούνται έντονα ότι φέρουν ευθύνη για την αρνητική εικόνα των δημόσιων νοσηλευτηρίων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, επιρρίπτουν ευθύνες σε κυβέρνηση και ΟΚΥΠΥ για τη μη, κατά τους ίδιους, προσαρμογή-προετοιμασία της δημόσιας υγείας στο νέο περιβάλλον. Ένας δεύτερος αρνητικός παράγοντας έχει να κάνει με τη φυγή αριθμού κυβερνητικών ιατρών προς τον ιδιωτικό τομέα. Εξέλιξη που, όπως υποστηρίζεται, μετακίνησε ένα μεγάλο αριθμό ασθενών από τα δημόσια νοσοκομεία προς τα ιδιωτικά. Το μέγα ερώτημα που δημιουργείται, υπό αυτές τις περιστάσεις, είναι τι πρέπει να αλλάξει προκειμένου τα δημόσια νοσοκομεία να είναι σε θέση να ανταγωνιστούν τα ιδιωτικά, εξέλιξη που θα σταθεροποιήσει το ΓεΣΥ. Θέσαμε το ερώτημα αυτό στον πρόεδρο της ΠΑΣΥΚΙ Σωτήρη Κούμα και το κατά πόσο προκύπτει κίνδυνος βιωσιμότητας των δημόσιων νοσοκομείων.
«Σίγουρα υπάρχει. Τα δημόσια νοσοκομεία έχουν ένα ιδιαίτερο ρόλο και χαρακτήρα και τον απέδειξαν και τον αποδεικνύουν καθημερινά. Όλοι μας έχουν ανάγκη από δημόσια νοσηλευτήρια. Πρέπει πάση θυσία να προσεγγίσουμε το όλο θέμα με ιδιαίτερη προσοχή», ήταν η τοποθέτηση του κ. Κούμα. Στο πνεύμα αυτό η ΠΑΣΥΚΙ θεωρεί πως ένας άλλος αρνητικός παράγοντας που επηρέασε την επισκεψιμότητα των δημόσιων νοσηλευτηρίων, ήταν πως αυτά επωμίσθηκαν το μεγαλύτερο βάρος της πανδημίας, κάτι που ενδεχομένως να έσπρωξε, την προηγούμενη περίοδο, μια μεγάλη μερίδα ασθενών προς τα ιδιωτικά για ενδονοσοκομειακή φροντίδα.
Προβληματισμός
Το όλο θέμα παρακολουθείται με ιδιαίτερη προσοχή και από το Υπουργείο Υγείας, μιας και η οικονομική βιωσιμότητα των δημόσιων νοσοκομείων αγγίζει το οικοδόμημα του ΓεΣΥ. Η θεώρηση του Υπουργείου Υγείας για την ώρα κινείται στη λογική του μισογεμάτου ποτηριού, δηλαδή ότι με την εφαρμογή της Β φάσης του ΓεΣΥ δεν υφίσταται ο ανασταλτικός παράγοντας του κόστους και πως οι δικαιούχοι του συστήματος έχουν το δικαίωμα της επιλογής του παρόχου υγείας, που θεωρούν ότι μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις ανάγκες τους. Όπως τόνισε πρόσφατα ο υπουργός Υγείας Κωνσταντίνος Ιωάννου, «αυτό, αναπόφευκτα, μετατόπισε τη ζήτηση από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, φαινόμενο που αναμένεται να εξισορροπηθεί σταδιακά. Την ίδια ώρα δημιούργησε ευγενή ανταγωνισμό ανάμεσα στους παρόχους, γεγονός που αναβαθμίζει τις προσφερόμενες υπηρεσίες υγείας προς τους δικαιούχους». Στο υπουργείο τα προβλήματα που προκύπτουν αποδίδονται στη μη επαρκή ενημέρωση τόσο των δικαιούχων όσο και των ίδιων των παρόχων για τις δυνατότητες του συστήματος, αλλά και στη γενική αντίληψη πως το όποιο σύστημα υγείας χρειάζεται χρόνο για να εξομαλυνθεί.
Η περίοδος χάριτος και η κρατική στήριξη
Θετικό στοιχείο στην ομαλοποίηση της κατάστασης αποτελεί η περίοδος προσαρμογής των δημόσιων νοσηλευτηρίων, στο νέο περιβάλλον. Με βάση το νομοθετικό πλαίσιο εισαγωγής του ΓεΣΥ, το κράτος θα στηρίξει οικονομικά, εάν απαιτηθεί, τα δημόσια νοσοκομεία για περίοδο τριών ετών. Χρόνος που δίνει τη δυνατότητα στον ΟΚΥΠΥ για κινήσεις που θα αλλάξουν τη φιλοσοφία λειτουργίας και παροχής υπηρεσιών των δημόσιων νοσοκομείων, τα οποία, όπως γίνεται παραδεχτό απ’ όλους, απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης των πολιτών σε σοβαρά περιστατικά τα οποία αναλαμβάνει και φέρει εις πέρας. Ωστόσο, όπως τονίζεται από το σύνολο των παραγόντων στο χώρο της υγείας, ο πρώην δημόσιος τομέας των νοσοκομείων θα πρέπει να αποβάλει μια ξεπερασμένη κουλτούρα που επικρατούσε στα δημόσια νοσοκομεία υπό την κρατική ομπρέλα, κάτι που σε περιβάλλον ΓεΣΥ δεν υφίσταται. Προς αυτή την κατεύθυνση η έκκληση του Υπουργείου είναι η προστασία του ΓεΣΥ σαν κόρη οφθαλμού.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ