ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΜΟΣ 7

Αυτή την Κυριακή μαζί με την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Η «Καθημερινή» της Κυριακής, που κυκλοφορεί στις 31 Iουλίου, φιλοξενεί τον έβδομο από τους δώδεκα τόμους με μαρτυρίες από τον ξεριζωμό του μικρασιατικού Ελληνισμού.

Οι μαρτυρίες αυτές αποτελούν καρπό μιας μακροχρόνιας ερευνητικής προσπάθειας του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, η οποία διήρκεσε τέσσερις δεκαετίες.

Στον έβδομο τόμο της Εξόδου περιλαμβάνονται μαρτυρίες από επαρχίες του Μεσόγειου Πόντου και συγκεκριμένα τις περιφέρειες της Αργυρούπολης, της Γάρατζας και της Παϊπούρτης, καθώς και από τις περιοχές των πηγών και του άνω ρου των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη.

Κατά τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Αργυρούπολη ζούσαν περίπου 3.000 άτομα, από τα οποία 1.600 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι και Αρμένιοι.

«Ήρθαν οι Ρώσοι», αναφέρει στη μαρτυρία του ο Γιάννης Κοσκίδης από τον οικισμό Άλμη. «Μας σήκωσαν ένα βράδυ και πήγαμε ως τη Σορόενα, ένα τουρκικό χωριό προς την Τραπεζούντα. Εκεί μαζεύτηκαν κι άλλα χωριά της Νίβενας και της Δέρενας. Όλα τα χωριά σηκώθηκαν. Εκεί μείναμε κάτω απ’ τα δέντρα. Έπεσε πάνω μας αρρώστια και μας θέριζε. Πάθαμε χολέρα. Θερίζαμε τα χωράφια, κοπανίζαμε το σιτάρι και κάναμε ψωμί.

»Πάλι μας σήκωσαν και μας πήγαν στην Τραπεζούντα. Ζωή δε γινότανε στην Σορόενα. Στην Τραπεζούντα δουλεύαμε και ζούσαμε. Καθίσαμε ενάμιση χρόνο. Στα 1918, επειδή οπισθοχωρούσε η Ρουσία, φύγαμε με βαπόρι και περάσαμε στη Σότσα [Σότσι]. Εκεί είχα ένα γαμπρό και αδελφή. Αντάμα δουλεύαμε και ζούσαμε. Ένα-ενάμιση χρόνο ζήσαμε στη Σότσα και μετά φύγαμε και πήγαμε στο Μπελαρέσκ, κοντά στο Κρούμσκι. Σταθήκαμε και κει εννέα μήνες και τέλος, στα 1921, στον καιρό του λιμού, κατεβήκαμε στο Νοβοροσίσκ. Στο Νοβοροσίσκ μείναμε επτά χρόνια και στα 1928 ήρθαμε στην Ελλάδα».

Η Ευρυδίκη Γαλανού από την Ίμερα, θυμάται: «Όταν είπαν ότι θα γίνει Ανταλλαγή, χαρήκαμε. Θα πάμε στο έθνος μας. Περιμέναμε να περάσει ο χειμώνας [του 1923] και την άνοιξη να ξεκινήσουμε. Έξαφνα, εφτά Ιανουαρίου έρχεται η διαταγή να βγούμε απ’ τα χωριά μας, μέσα στο χειμώνα. Ήρθαν τζανταρμάδες και μας έβγαζαν απ’ τα σπίτια μας. Χτυπούσαν τον μουχτάρη μας που καθυστερούσε. Τι θα κάνουμε; Μέσα στο χειμώνα γίνεται φευγιό; Βγάλαμε από τους φούρνους τα ψωμιά, ετοιμαστήκαμε γρήγορα-γρήγορα. Χιόνιζε! Παγωνιά! Κάναμε δύο φορτία τα κρεβάτια μας, πουλήσαμε όσο-όσο τα ζώα μας, τ’ άλογα, τα πρόβατα. Και κάναμε λεφτά για το ταξίδι. […] Έι, μαύρη Ίμερα! Αφήσαμε τα χώματα που γεννηθήκαμε και που θάψαμε τους ανθρώπους μας και φύγαμε. Περπατήσαμε μέσα στον Ιανουάριο. Στη Ζύγανα χιόνιζε. Κρύο! Φυσούσε! Κι όμως κανείς δεν πνίγηκε. Τα μωρά στα καλάθια πάνω στα ζώα. Οι γριές που δεν μπορούσαν να περπατήσουν, τις βάζαμε κι αυτές στα καλάθια. Βάσανα! Περπατούσαμε ώρες και ώρες. Καραβάνι. Κοιμηθήκαμε στην Άρdασα και μετά μείναμε εννιά-δέκα ημέρες ακόμα εκεί. Οι Τούρκοι έλεγαν ότι θα γυρίσουμε πίσω. Εμείς δεν ξαναγυρίζαμε πια στα χωριά μας. Τι θα κάνουμε πίσω; Ό,τι είχαμε τα πουλήσαμε και πώς θα ζούσαμε; Τα σπίτια μας τ’ αφήσαμε έρημα. Εμπρός θα πάμε, λέγαμε, πίσω δεν γυρίζουμε. Θα πάμε στην Ελλάδα, στο έθνος μας».

Μια πολύτομη έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών από τη Βιβλιοθήκη Μνήμης της «Καθημερινής».

Μαζί ΜΑΝ, Κ και New York Times.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.com.cy

Προσφορές: Τελευταία Ενημέρωση

X