Του Απόστολου Κουρουπάκη
Παρακολούθησα στην πρεμιέρα του το «Cut» της σκηνοθέτριας Νεχίρ Ντεμιρέλ στο τ/κ θέατρο Eski Mısırlızade Sineması, εκείθεν της Πράσινης Γραμμής, πριν από δύο εβδομάδες, με τις ηθοποιούς Πέννυ Φοινίρη και Μπιρτσέ Μπιρσέλ Τσαγλάρ. Το κείμενο ήταν της Νεχίρ Ντεμιρέλ και του συνεργάτη της Νετζέτ Σερκάν Σαντίκογλου. Το έργο ανεβαίνει για ορισμένο αριθμό παραστάσεων και στην Πάνω Σκηνή του Σατιρικού Θεάτρου.
Το «Cut» περιστρέφεται γύρω από έναν σκηνοθέτη, ο οποίος καλείται να σκηνοθετήσει τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, με έναν μάλλον μη ικανό ηθοποιό, εξερευνώντας την εργασιακή τους σχέση και τα όνειρά τους... Ο ηθοποιός, που «ανακαλύφθηκε», συνειδητοποιεί πολύ αργά ότι είναι απλώς ένα γρανάζι σε ένα εγγενώς διαλυμένο σύστημα… Στο κείμενό τους η Ντεμιρέλ και ο Σαντίκογλου θίγουν τα κακώς κείμενα ενός αδυσώπητου πολλές φορές εργασιακού χώρου, όπως είναι το θέατρο, ενός λαμπερού κατά τα φαινόμενα επαγγέλματος, που δεν παύει όμως να έχει τις σκοτεινές του στιγμές.
Πρόκειται για ένα έργο που στη σύλληψή του μοιάζει να μην είναι πολιτικό, με την έννοια που ίσως έρχεται στο μυαλό μας, όταν ακούμε πως πρόκειται για σύμπραξη Ε/κ και Τ/κ δημιουργών. Δεν διαλαμβάνει δηλαδή τις σχέσεις μεταξύ Ε/κ και Τ/κ και την πικρή πρόσφατη ιστορία του νησιού και αυτό είναι ένα στοιχείο που κατά τη γνώμη μου του προσδίδει άλλη αξία. Βέβαια, έχω την αίσθηση πως σε μία δεύτερη ανάγνωση ο δυστοπικός και γκροτέσκος χαρακτήρας του έργου δεν είναι μακριά από τη σημερινή υπαρξιακή κατάσταση της Κύπρου, με τον μονόλογο της πρώτης σκηνής της Γ΄ Πράξης του «Άμλετ» να έχει πολλαπλές αντιστοιχίες με το περικείμενο και το συγκείμενο στο οποίο δημιουργήθηκε το «Cut».
Οι εργασιακές σχέσεις, οι σχέσεις νεποτισμού, αλλά και οι βαθιές επιθυμίες του καθένα εκ των συντελεστών της παράστασης που προετοιμάζεται έρχονται στο προσκήνιο, με έναν έξυπνο και γκροτέσκο τρόπο, με τις δύο ηθοποιούς (Πέννυ Φοινίρη ως σκηνοθέτριας και Μπιρτσέ Μπιρσέλ Τσαγλάρ ως ηθοποιού) να καταφέρνουν να αποδώσουν στη σκηνή τους ρόλους τους χωρίς καμία δυσκολία και με πολύ φυσικό τρόπο, ίσως επειδή οι αγωνίες τους ως καλλιτεχνών είναι υπαρκτές στην αληθινή ζωή, και μάλλον και κοινές ένθεν κακείθεν της Πράσινης Γραμμής.
Η σκηνοθετική γραμμή της Ντεμιρέλ ήταν ξεκάθαρη, απλή, και συνάμα κρατούσε έναν ενδιαφέροντα ρυθμό, αξιοποιώντας τις υποκριτικές ικανότητες των δύο ηθοποιών. Η σκοτεινή πλευρά της ιστορίας αμβλυνόταν με τα διάσπαρτα κωμικά στοιχεία, που δεν κάλυπταν σε καμία περίπτωση τη σοβαρότητα όσων κακώς κειμένων θίγουν οι συγγραφείς. Η αγγλική γλώσσα στην οποία ανεβαίνει το έργο, ελληνικούς υπέρτιτλους στην ε/κ πλευρά και τουρκικούς στην τ/κ, δεν αποτελεί εμπόδιο για τις δύο ηθοποιούς. Φυσικά δεν ήταν ούτε και στα δικά μου μη εκπαιδευμένα αφτιά ανασταλτικός παράγοντας για να παρακολουθήσω στην ολότητά της την παράσταση, ομολογουμένως ωστόσο θα με βοηθούσαν οι υπέρτιτλοι στην ελληνική, αν υπήρχαν. Η καθαρή άρθρωση των δύο ηθοποιών ήταν μία άσκηση, την οποία εξετέλεσαν με απόλυτη επιτυχία, δηλώνοντας ίσως ότι η επικοινωνία σκηνοθέτη και ηθοποιού, του Ενός και του Άλλου δεν είναι κάτι το αδύνατο, χρειάζεται μόνο χρόνος και εξάσκηση – ανεξαρτήτως φυσικά των μηνυμάτων της παράστασης...
Η μαριονέτα του Χακάν Ντουντάν, ως τρίτος άψυχος συντελεστής λειτουργούσε με οργανικό τρόπο στον γκροτέσκο κόσμο της Ντεμιρέλ. Εξαιρετική ήταν και η μουσική του Φατίχ Τσιτσεκλί, που έντυνε κατάλληλα το θεατρικό εγχείρημα του «Cut».
Το «Cut» λοιπόν δεν είναι μόνο μία δικοινοτική θεατρική σύμπραξη, είναι περισσότερο μία υπόμνηση πως τα ερωτήματα του μονόλογου της Γ΄ Πράξης είναι κοινά, ανεξαρτήτως εθνικής καταβολής... «Ποιος θα υπέφερε την αδικία/ του ισχυρού, το θράσος του επηρμένου, / τους πόνους του αναπόδοτου έρωτα, / τη χαύνωση του νόμου, την αναίδεια / και την αυθάδεια της εξουσίας;/ Ποιος άξιος, γεμάτος καρτερία, / θ’ άντεχε να τον φτύνει κάθε ανάξιος, όταν μπορούσε ο ίδιος να εξοφλήσει /τον κόσμο αυτόν με μια γυμνή λεπίδα; (μετάφραση Διονύσης Καψάλης, εκδ. Gutenberg 2015).