Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ο σκηνοθέτης Χρήστος Αδριανόπουλος συμμετέχει στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λεμεσού με τη δουλειά του «Στον Ουρανό του Τίποτα με Ελάχιστα», το οποίο θα προβληθεί την Κυριακή 4 Αυγούστου. Ο κ. Αδριανόπουλος μιλώντας στην «Κ» για το ντοκιμαντέρ του, το οποίο έχει ως πρωταγωνιστές τη γιαγιά και τον παππού του σκηνοθέτη, λέει πως τα ερωτήματα που είχε, τουλάχιστον γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ, ήταν ανθρωποκεντρικά και είχαν να κάνουν με τη σχέση αυτών των δύο ανθρώπων. Ερωτήματα για τη συμβίωση, την αγάπη, τον θάνατο και τη μνήμη είναι αρκετά για να σε γοητεύσουν να βουτήξεις στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. Ο κ. Αδριανόπουλος αναφέρει επίσης πως το όμορφο που κρατάει από τη δημιουργία αυτού του ντοκιμαντέρ είναι ότι ακόμα και τώρα ενάμιση χρόνο μετά τον μαθαίνει και τον βάζει να καταλάβει πράγματα για τον ίδιο και για άλλους. «Η δημιουργία του δεν τελειώνει με την παράδοση του ντοκιμαντέρ σε ένα φεστιβάλ αλλά μπορεί να είναι ένα ταξίδι που θα χρειαστεί να μεγαλώσω για να το καταλάβω».
Η ιδέα για αυτό το ντοκιμαντέρ είχε γεννηθεί καιρό πριν. Όσο σπούδαζα στη Νέα Υόρκη υπήρχε στο μυαλό μου, αλλά περίμενα τη στιγμή που θα γυρίσω πίσω για να ξεκινήσω
–Είναι η πρώτη δουλειά σας μεγάλου μήκους… ξεκινάτε ανθρωποκεντρικά…;
–Πριν από τη δημιουργία αυτής της προσπάθειας που κατέληξε σε αυτή τη μεγάλου μήκους έχουν υπάρξει πολλά λιθαράκια και πολλές αποτυχημένες προσπάθειες. Από το 2015 μέχρι το 2020 έμενα στη Νέα Υόρκη και σε αυτά τα πέντε χρόνια σμιλεύθηκα σε αυτό που είμαι σήμερα. Μέσα από αυτή τη μεταμόρφωση ανακάλυψα τον έρωτά μου με το σινεμά, ο οποίος δεν ήταν ένας έρωτας καθολικός, είχε να κάνει με συγκεκριμένες ταινίες που μου άνοιξαν την πόρτα σε έναν κόσμο που μέχρι τότε δεν ήξερα ότι υπήρχε. Αισθάνθηκα ότι υπάρχουν σκηνοθέτες και σκηνοθέτριες που έχουν θίξει συναισθήματα και σκέψεις που μου τυραννούσαν το μυαλό εκείνη την περίοδο. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος το τέλος του 2015 πέθανε η μητέρα μου. Αυτό το συμβάν με έφερε σε μια βασική ανακάλυψη. Στην αγάπη μου για τη δημιουργία βίντεο και στην ανάγκη που είχα για δημιουργία κινούμενων εικόνων που μεταφέρουν ένα συναίσθημα, με τη δική μου φωνή. Κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας που έκανε η μητέρα μου αποφάσισα να φτιάξω ένα μικρό βίντεο με αυτήν. Αυτό το βίντεο με έβαλε στο πανεπιστήμιο και είναι αυτό που μου έχει δείξει τον δρόμο για τη συνέχεια. Μέσα από τις ανθρωποκεντρικές παρατηρήσεις βρίσκω και εγώ τον εαυτό μου. Ερωτήματα που έχω για την ανθρώπινη ύπαρξη αλλά και την ανθρώπινη δύναμη και αδυναμία μπορούν να απαντηθούν ως ένα σημείο με αυτήν την παρατήρηση. Ταυτόχρονα στους νέους σκηνοθέτες και σκηνοθέτριες είναι πιο εύκολο να ξεκινήσεις από την οικογένειά σου. Με άτομα δηλαδή που η σχέση εμπιστοσύνης υπάρχει ήδη, χωρίς να χρειαστεί να κάνεις πολλά. Στα ντοκιμαντέρ και ειδικά στα ντοκιμαντέρ παρατήρησης το άτομο που σκηνοθετεί πρέπει να περάσει κάποια βήματα έτσι ώστε να μπορέσει να βάλει μία κάμερα στο τρίποδο και να πατήσουν το κουμπί. Το πρώτο στάδιο είναι η εμπιστοσύνη. Όταν δεν ξέρεις κάποιο άτομο πρέπει να χτίσεις αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης που στη δική μου περίπτωση δεν χρειαζόταν επειδή ήταν η γιαγιά και ο παππούς μου.
–Πότε γεννήθηκε η ιδέα γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ;
–Η ιδέα για αυτό το ντοκιμαντέρ είχε γεννηθεί καιρό πριν. Όσο σπούδαζα στη Νέα Υόρκη υπήρχε στο μυαλό μου, αλλά περίμενα τη στιγμή που θα γυρίσω πίσω για να ξεκινήσω. Όταν γύρισα από τις σπουδές μου το 2020 αποφάσισα μέσα στην καραντίνα ότι τώρα θα ήτανε μία πολύ καλή στιγμή για να συμβεί. Θυμάμαι ότι μία μέρα που έφευγα από το σπίτι και έκλεισα την πόρτα, αναρωτήθηκα αν αγαπιούνται, πώς αγαπιούνται, ποιοι είναι οι τρόποι που το ένα άτομο δείχνει στο άλλο την αγάπη και ταυτόχρονα πώς υπάρχουν στο χώρο. Κάθε φορά που πήγαινα σπίτι τους όλη τους η ενέργεια πήγαινε προς εμένα, οπότε δεν ήξερα πώς ήταν όταν βρίσκονταν μόνοι.
–Ποια ήταν τα ερωτηματικά σας γενικότερα;
–Τα ερωτήματα που είχα, τουλάχιστον γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ, ήταν ανθρωποκεντρικά και είχαν να κάνουν με τη σχέση αυτών των δύο ανθρώπων. Ερωτήματα για τη συμβίωση, την αγάπη, τον θάνατο και τη μνήμη είναι αρκετά για να σε γοητεύσουν να βουτήξεις στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. Είτε μιλάμε γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ είτε για τις επόμενες ιδέες, όλα ξεκινάνε από τον άνθρωπο και μέσα από την παρατήρηση ενός ανθρώπου καταλήγει στην εξερεύνηση ενός ολόκληρου κόσμου. Ιστορίες στις οποίες αντανακλάται ο δικός μου εαυτός και ελπίζω και του θεατή.
–Γιατί είναι σημαντικό το ερώτημα «αγαπιόντουσαν;»;
–Αυτό το ερώτημα ήταν σημαντικό επειδή ήταν η σπίθα για να ξεκινήσει το ντοκιμαντέρ αυτό. Σαν ερώτημα έχει κάτι τραγικό μέσα, για ένα εγγόνι να κοιτάει τη γιαγιά και τον παππού του και να σκέφτεται αν αυτοί οι δυο άνθρωποι ερωτεύτηκαν ποτέ ή αν αγαπιόντουσαν. Είναι ερωτήσεις που καταρρίπτουν αρκετά τις χολιγουντιανές απόψεις περί αγάπης, έρωτα και του χαρούμενου τέλους. Και αρχίζουν να σε μυούν μέσα σε έναν κόσμο που είναι ρεαλιστικός, υπάρχουν εγώ, υπάρχουν ανάγκες και τίποτα δεν είναι μονοδιάστατο και απλό. Εξάλλου η ζωή είναι περιπλοκή. Σαν ερώτημα είναι σημαντικό, επειδή είναι από τα ερωτήματα τα οποία, αν σου έρθουν στο μυαλό, είναι ένας λόγος για να ξεκινήσεις την έρευνα και να σηκώσεις μία κάμερα και να πεις ότι θέλω να κάνω ένα ντοκιμαντέρ. Ταυτόχρονα έχει πολύ ενδιαφέρον να ξεκινάς από ένα ερώτημα και να το αφήνεις να σε ταξιδεύει. Δηλαδή για πολύ καιρό άφησα αυτό το ερώτημα να με καθοδηγήσει στο μοντάζ αυτής της ταινίας που παρέα με αυτό γεννήθηκαν και όλες οι άλλες θεματικές της ταινίας.
Αφού όμως τελείωσε αυτό το ντοκιμαντέρ περισσότερο χάνει δύναμη αυτό το ερώτημα και παύει να είναι τόσο σημαντικό όσο θεωρούσα στην αρχή ότι ήταν. Αυτή η ερώτηση έγινε ανώριμη και μονοδιάστατη για μένα. Προσπαθούσα να παγιδέψω μία συγκεκριμένη απάντηση και αλήθεια ενώ η αγάπη έχει πάρα πολλές μορφές και πολλά πλοκάμια τα οποία πιστεύω φαίνονται και μέσα στο ντοκιμαντέρ. Η αγάπη παίρνει διάφορες διαστάσεις που για εμένα η πιο σημαντική κρύβεται στη συμβίωση, στην ανεκτικότητα και στην ελευθερία του άλλου ανθρώπου. Αυτά σίγουρα υπήρχαν. Το όμορφο που κρατάω από τη δημιουργία αυτού του ντοκιμαντέρ είναι ότι ακόμα και τώρα ενάμιση χρόνο μετά με μαθαίνει και με βάζει να καταλάβω πράγματα για έμενα και για άλλους. Η δημιουργία του δεν τελειώνει με την παράδοση του ντοκιμαντέρ σε ένα φεστιβάλ αλλά μπορεί να είναι ένα ταξίδι που θα χρειαστεί να μεγαλώσω για να το καταλάβω. Θα έλεγε κάνεις ότι μέσα από αυτό το ντοκιμαντέρ κάτι να άλλαξε μέσα μου.
–Είναι αντικειμενική η αλήθεια που καταγράψατε με την κάμερά σας;
–Κάθε ντοκιμαντέρ και κάθε ταινία που έχει ανθρώπους πίσω από την κάμερα σημαίνει ότι αυτή η αλήθεια δεν είναι αντικειμενική. Κάθε δημιουργός ντοκιμαντέρ έχει τη δική του αλήθεια. Στόχος δεν είναι να καταγραφεί η αλήθεια του σύμπαντος, αλλά αναγκαστικά καταγράφεται η αλήθεια του κάθε σκηνοθέτη και η αλήθεια των χαρακτήρων όπως αυτοί θέλουν να αναδείξουν τον εαυτό τους. Πέρα δηλαδή από αυτό που θέλω εγώ να αποτυπώσω είναι και η αλήθεια του χαρακτήρα. Από τη στιγμή που υπάρχει μια κάμερα ο κάθε χαρακτήρας του κάθε ντοκιμαντέρ προσποιείται για να αναδείξει και χαρακτηριστικά τα οποία θα ήθελε να φανούν. Στην πραγματικότητα εγώ κατέγραψα τη δική μου αλήθεια, δηλαδή από τις ώρες υλικού που τράβηξα διάλεξα στιγμές που εγώ πιστεύω ότι ήταν οι πιο δυνατές, εγώ τοποθέτησα την κάμερα οπότε εν τέλει κατέγραψα αυτό το οποίο εγώ θα ήθελα να φαίνεται για τη σχέση της γιαγιάς και του παππού.
Ως δημιουργός συλλέγεις σπόρια με σκοπό τη δημιουργία ενός κινηματογραφικού έργου, και όχι για την αποτύπωση της μιας αληθείας.
–Είναι η αλήθεια της σχέσης των παππούδων σας αυτό που βγήκε στο ντοκιμαντέρ σας;
–Υπάρχει μια εμμονή με τα ντοκιμαντέρ να πιστεύουμε ότι ο νούμερο ένα στόχος είναι η αποτύπωση της πραγματικότητας και δεν θέλουμε να σκεφτούμε ότι σε αυτήν την αποτύπωση υπάρχει και μια καλλιτεχνική δημιουργία. Αν φέρναμε 10 άτομα να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ με τους ίδιους ανθρώπους και την ίδια θεματική θα είχαμε 10 διαφορετικά ντοκιμαντέρ. Ο στόχος για εμένα είναι ο χορός που έχει ο δημιουργός με τους χαρακτήρες για την επιτέλεση ενός κόσμου που εμπεριέχει πολλές αλήθειες και πολλά ψέματα με σκοπό την ενίσχυση της ιστορίας και του συναισθήματος. Δεν αντιλαμβάνομαι τα ντοκιμαντέρ σαν ένα ρεπορτάζ ή τον εαυτό μου σαν κυνηγό της αλήθειας. Εγώ αυτό που θέλω είναι να μπορέσει να υπάρξει η σύνδεση μεταξύ του θεατή και του έργου, με συνέπεια να έχουμε πολλαπλές αλήθειες, και το κάθε άτομο να φέρνει τη δική του. Δεν προσπάθησα εγώ να πω κάποιο ψέμα αλλά σίγουρα έβαλα θαυμαστικά σε συγκεκριμένα στιγμιότυπα. Επειδή λοιπόν σε αυτήν την περίπτωση έχουμε να κάνουμε και με τη σχέση των παππούδων μου, δεν ξέρω ποια είναι η δική τους αλήθεια και πολλά από τα «μυστικά αυτής της σχέσης δεν θα τα μάθω ποτέ» προσπάθησα να βρω μια αλήθεια για τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, αλλά πρέπει πάντα να αναλογιστούμε ότι για κάθε στιγμή που βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ υπήρχαν άλλες τόσες που δεν τις τράβηξα και θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατεύθυνση της ιστορίας. Ως δημιουργός συλλέγεις σπόρια με σκοπό τη δημιουργία ενός κινηματογραφικού έργου, και όχι για την αποτύπωση της μιας αλήθειας. Το στοίχημα πρέπει να είναι αν ο κόσμος συνδέθηκε και όχι αν ο δημιουργός μάς είπε την αλήθεια. Επειδή η αλήθεια δεν έχει καμία σημασία, το συναίσθημα έχει, εκτός αν κάνεις αμιγώς ρεπορτάζ.
–Δεν ξέρω ποια είναι η απάντηση, αλλά μετά από τόσα χρόνια κοινού βίου… κανονικού, υποθέτω, έχει σημασία;
–Δεν έχει καμιά σημασία. Αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι ότι συμβιώσαν με τους τρόπους που διάλεξαν και έζησαν παρέα. Ήταν χαρούμενοι για διαφορετικούς λόγους και ήταν σαν να ζούσαν σε διαφορετικούς κόσμους, όμως αυτοί οι κόσμοι ήταν δίπλα δίπλα μέχρι να πεθάνουν. Οι υπόλοιποι προβληματισμοί έχουν να κάνουν με τη φωνή μέσα μας που θέλει να βγάλει νόημα από το παράλογο της ζωής.
–Ποια ήταν η πιο μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίσατε, έχοντας να κάνετε με πολύ δικούς σας ανθρώπους;
–Για εμένα θα έλεγα ότι ήταν περισσότερο εύκολη παρά δύσκολη η δημιουργία αυτού του ντοκιμαντέρ μιας και υπήρχε η εμπιστοσύνη. Πριν ξεκινήσω να τραβάω το ντοκιμαντέρ, οι σχέσεις ήταν ήδη χτισμένες και υπήρχε πολλή αγάπη. Η ιδέα του να το ξεκινήσω έδινε χαρά και σ’ αυτούς επειδή σήμαινε ότι θα περνούσαμε χρόνο μαζί και σε εμένα που επιτέλους θα ξεκινούσα να τραβάω κάτι που ονειρευόμουν καιρό. Με τη γιαγιά μου είχα κάνει και μία μικρού μήκους το 2016, οπότε η γιαγιά ήταν τεσταρισμένη σαν πρωταγωνίστρια (γέλια). Η γιαγιά μου ήταν πολύ χαλαρή με την κάμερα και με εμένα, η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν ο παππούς μου που ήταν πολύ πιο κλειστός άνθρωπος. Το είχα μεγάλο άγχος πώς θα μπορέσω να τον τραβήξω. Στην αρχή τράβαγα μονό τη γιαγιά, μέχρι που ήρθε ο παππούς και μου έκανε παράπονο ότι «μόνο την γιαγιά σου θα τράβας;». Στη συνεχεία κάναμε μια συζήτηση ότι θα ήθελα να μείνω μαζί τους και να τους τραβάω. Ήταν και οι δύο σύμφωνοι με αυτό και έτσι ξεκίνησε (αρκετά εύκολο). Οι περισσότερες δουλειές που είχα κάνει στο παρελθόν ήταν προσωπικές οπότε δεν είναι κάτι που με αγχώνει. Όπως ανέφερα και παραπάνω, η πρώτη μου εμπειρία με κάμερα ήταν να τραβάω τη μητέρα μου να ξυρίζει το μαλλί της. Με έναν τρόπο η κάμερα έχει συνδεθεί με τέτοιες στιγμές της ζωής μου και αν θέλω να το κοιτάξω από πιο μακριά, μπορώ να συμπεράνω ότι με βοηθάει να είμαι παρών και να επεξεργαστώ αυτό που βλέπω. Οπότε ο λόγος που θεωρώ ότι ήταν εύκολο είναι επειδή είτε είχα την κάμερα είτε όχι πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα θα βίωνα και θα έβλεπα. Έχοντας μια κάμερα με βοήθησε να τους αγαπήσω περισσότερο, ενίοτε να τους συγχωρήσω, και να τους κοιτάξω με άλλο μάτι. Όχι σαν εγγονός, αλλά και ως σκηνοθέτης που δημιουργεί μια ταινία.
–Υπήρξαν στιγμές «λογοκρισίας»;
–Κανείς δεν μου έβαλε χέρι, ούτε μου είπε «αυτό μην το τραβάς». Αυτή ήταν περισσότερο δική μου δουλειά και νομίζω ήταν και κάτι που με ζόρισε αρκετά. Μετά από κάποια στιγμή και ο παππούς και η γιαγιά δεν ήταν σε θέση να επικοινωνήσουν είτε να καταλάβουν 100% τι γινόταν, που εγώ εκείνες τις περιόδους δεν τους τράβαγα. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει φτάσει σε εκείνο το σημείο και δεν είναι ξεκάθαρο αν καταλαβαίνει τι γίνεται, νομίζω η λογοκρισία περισσότερο έπεφτε σε μένα. Δηλαδή εγώ που είχα μια πιο νηφάλια σκέψη όντας 60 χρόνια μικρότερος έπρεπε να βάζω τον εαυτό μου να σκέφτεται πώς θα ένιωθαν αυτοί αν έβλεπαν αυτήν την ταινία. Προσπάθησα να τους δείξω με έναν τρόπο που ήξερα ότι θα ήταν εντάξει με αυτό. Στην πραγματικότητα όμως δεν ξέρω πώς θα ένιωθαν. Ο παππούς μου πέθανε πριν το τελειώσω και η γιαγιά μου δεν ήταν σε θέση να το δει. Είναι μια μάχη με τον εαυτό μου αν θα τους άρεσε ή όχι. Δεν έχω κάποια απάντηση και δεν την περιμένω. Είμαι χαρούμενος επειδή κάναμε κάτι μαζί και η δική μου ματιά έχει αγάπη και σεβασμό.
–Αισθάνεστε ότι αιχμαλωτίσατε τη μνήμη και την α-λήθεια;
–Δεν έχω κάποια απάντηση σε αυτό, νομίζω δυσκολεύομαι ακόμα να καταλάβω και να αισθανθώ τι έχω καταφέρει μέσα από αυτό το ντοκιμαντέρ. Αυτή είναι μια ερώτηση που μάλλον θα απαντηθεί με το πέρασμα του χρόνου. Πολλές φορές οι άνθρωποι δημιουργούν έργα χωρίς να έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους τι έχει πετύχει ή τι θέλει καν να πετύχει. Εμένα οι σκέψεις αυτές δεν με αφορούν, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή. Αυτό που μπορώ να απαντήσω με σιγουριά είναι ότι κατάφερα να δημιουργήσω ένα έργο που ήταν όνειρό μου για πολύ καιρό. Μέσα σε αυτό υπάρχει η ψυχή μου και μέχρι τώρα οι θεατές συνδέονται με το έργο μου και την ψυχή μου, με διαφορετικούς τρόπους το κάθε άτομο. Ο στόχος κάθε έργου, τουλάχιστον δικού μου, είναι η σύνδεση μεταξύ έργου και θεατή και του ίδιου του θεατή με την ψυχή του. Η μνήμη και η αλήθεια είναι μεταβαλλόμενες οπότε όσο και να προσπαθήσεις να τις αιχμαλωτίσεις, αυτό που καταφέρνεις συχνά είναι να καταγράφεις ένα ή κάποια κομμάτια τους, αλλά ποτέ το σύνολό τους. Συχνά επίσης, με το πέρας του χρόνου κάποια από τα υπόλοιπα κομμάτια τους εμφανίζονται μπροστά σου σαν να σου αποκαλύπτονται, λες και βρίσκουν χαραμάδες και διαχέονται προς τα έξω.
Πληροφορίες
Κυριακή, 4 Αυγούστου, ώρα 8:30 μ.μ. «Στον Ουρανό του Τίποτα με Ελάχιστα», του Χρήστου Αδριανόπουλου. Η προβολή θα γίνε παρουσία του σκηνοθέτη. Χαρουπόμυλος Λανίτη, δίπλα από το Μεσαιωνικό Κάστρο, Λεμεσός. Επικοινωνία: 99517910