Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ανεβαίνει από τις 20 Οκτωβρίου η παραγωγή της Σκηνής 018 του ΘΟΚ η παράσταση «Ομήρου Οδύσσεια» του Μιχάλη Γκανά, σε διασκευή και σκηνοθεσία Παναγιώτη Λάρκου. Ο Παναγιώτης Λάρκου, με τους συνεργάτες του κατάφεραν να δώσουν στο κοινό, παιδικό, εφηβικό και ενήλικο, μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση των περιπετειών του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Λάρκου είχε στον άξονά της τη γοργή εναλλαγή των σκηνών ή των περιπετειών του Οδυσσέα και των συντρόφων του, διατηρώντας έναν σταθερό ρυθμό καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, στοιχείο που χαρακτηρίζει τον Παναγιώτη Λάρκου. Το εύρημα του Λάρκου να μη δείξει έναν Οδυσσέα, ή αν θέλετε τον Οδυσσέα, αλλά να τον μοιράσει και στους εννέα ρόλους, το βρήκα πολύ έξυπνο. Άλλωστε, τα πολλά επίθετα που δίνει ο ίδιος ο Όμηρος στον ήρωα του έπους του, τολμώ να υποθέσω πως ενέπνευσαν τον σκηνοθέτη να τον «μοιράσει», να τον δείξει πολυδιάστατο, να κάνει τον θεατή να το αναζητεί τόσο επί σκηνής όσο και εκτός, συζητώντας για τις ιδιότητες του.
Ο Λάρκου κατάφερε να συντονίσει την εννεαμελή ομάδα των ηθοποιών που είχε στη διανομή του (Μιχάλης Καζάκας, Hλιάνα Κάκκουρα, Ελένη Καλαφάτη, Μαρία Μασώνου, Ονησίφορος Ονησιφόρου, Χριστίνα Παπαδοπούλου, Αντρέας Πατσιάς, Ανατολή Τσακαλίδου, Άγγελος Χατζημιχαήλ), οι οποίοι με σταθερότητα και πλήρη συντονισμό ήταν σαν να κωπηλατούν το ομηρικό καράβι και να καταφέρνουν να το αράξουν στον προορισμό του. Και μόνο εύκολη δεν μπορεί να είναι η αποστολή τους επί σκηνής, όπως υποθέτω εύκολη δεν ήταν ούτε η επιστροφή των συντρόφων του Οδυσσέα και του ίδιου από την Τροία στην Ιθάκη. Στη μία ώρα και είκοσι περίπου λεπτά που διαρκεί η παράσταση δεν υπάρχει σημείο στο οποίο δεν συμβαίνει κάτι επί σκηνής και που δεν χρειάζεται ο θίασος να είναι σε εγρήγορση. Γι’ αυτό δεν τολμώ να ξεχωρίσω τις ερμηνείες κάποιου/ας από τον θίασο, μιας και όλος λειτούργησε καλοκουρδισμένα, και οποιαδήποτε αστοχία –την ημέρα που εγώ παρακολούθησα την παράσταση– ουδόλως επηρέαζε το όλον. Και οι εννέα ηθοποιοί υπηρέτησαν το όραμα του σκηνοθέτη, στάθηκαν ευλαβικά στη διδασκαλία της κίνησης του Παναγιώτη Τοφή, και άκουσαν και συναισθάνθηκαν τις μουσικές του Δημήτρη Σπύρου και τους στίχους του (στίχοι που σκαρώθηκαν από κοινού με τον Λάρκου).
Ο Δημήτρης Σπύρου στη μουσική και στους στίχους των τραγουδιών (μαζί με τον Παναγιώτη Λάρκου) δημιούργησε ένα μουσικό σύμπαν στο οποίο το κοινό μπορούσε να ακουμπήσει αναλόγως των δικών του ακουσμάτων, και γιατί όχι να κολυμπήσει στα νερά όπου η τριήρης –ίσως– έπλευσε. Έναν νέο κόσμο έφτιαξε και ο Εδουάρδος Γεωργίου, ο οποίος επιμελήθηκε τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης, που φωτίστηκε με μαεστρία από τον Γεώργιο Κουκουμά. Σπουδαία δουλειά έκανε και ο Παναγιώτης Τοφή, στις χορογραφίες και στην κίνηση, σε μία ομολογουμένως απαιτητική παράσταση, από άποψη κίνησης.
Ιδιαίτερο προσόν της παράστασης είναι ότι στέκεται μακριά από οποιονδήποτε ακαδημαϊσμό, συστατικό στοιχείο βέβαια και του πρωτότυπου κειμένου του Γκανά και το έξυπνο χιούμορ διέτρεχε όλη την παράσταση, επικοινωνώντας με το κοινό κάθε ηλικίας. Ο Λάρκου και οι συνεργάτες του καταφέρνουν να αναμετρηθούν με τους στίχους του Ομήρου, να υπερπηδήσουν τα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά από τον Οδυσσέα, και να δώσουν στο κοινό μία πολυδιάστατη παράσταση, και να κάνουν έναν θίασο, να γίνει πρωταγωνιστής.