Του Απόστολου Κουρουπάκη
Παρακολούθησα την παράσταση του ΘΟΚ «Καθαροί πια» της Σάρα Κέιν, σε σκηνοθεσία Ευριπίδη Δίκαιου, που ανεβαίνει αυτή την περίοδο από τη Νέα Σκηνή του κρατικού μας θεάτρου. Το έργο είναι από τη φύση του δύσκολο, ατίθασο, προκλητικό. Θεωρώ λοιπόν πως οποιοσδήποτε δημιουργός (άνδρας ή γυναίκα) θα πρέπει να τα έχει αυτά όχι στο πίσω μέρος του μυαλού του, αλλά εντελώς μπροστά, να είναι η πρώτη του σκέψη. Να έχει ξεκάθαρο τον λόγο για τον οποίο επιλέγει να το ανεβάσει στο σανίδι, διαφορετικά ο δρόμος για τον τολμηρό δημιουργό είναι εξ αρχής στρωμένος με παγίδες. Το «Καθαροί πια» είναι ένα αδηφάγο κείμενο, που τρέφεται με τις ίδιες τις λέξεις του… Ο σκηνοθέτης που θα το αναλάβει θα πρέπει να είναι χορτασμένος επίσης.
Στο «Καθαροί, Πια» η Σάρα Κέιν μιλάει για δύο αδέλφια, γυναίκα και άντρας, για ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι ανδρών, για έναν ερωτευμένο νέο, και για έναν «γιατρό», έναν δαμαστή σχεδόν σαδιστή, της σεξουαλικότητας. Οι ήρωες στο «Καθαροί, πια» ζουν εν αμαρτία ίσως, σε ένα απροσδιόριστο χώρο, μία πανεπιστημιακή κλινική, με την αγωνία του έρωτα και των ορίων του. Αναζητούν ταυτότητα, θέση και κατανόηση. Και όλα αυτά υπό το βλέμμα ενός προβληματισμένου ως προς τη σεξουαλικότητά του γιατρού, ενός διεστραμμένου μυαλού.
Το «Καθαροί, πια» ανήκει στο είδος του In yer face theatre, ένα είδος θεάτρου που έχει πολλές απαιτήσεις, δραματουργικές, υποκριτικές, τεχνικές. Θέλει να προκαλέσει το In yer face theatre, αλλά η πρόκληση σοκ στο θέατρο είναι δύσκολο πράγμα, και όταν διαφημίζεις το σοκ αυτό θα πρέπει να προσφέρεται. Αν δεν γίνεται να παρασταθούν έντιμα οι προκλητικές και ενοχλητικές σκηνές, τότε καλό είναι να αποφεύγονται λύσεις με κακό εικαστικό αποτέλεσμα. Και είναι προτιμότερο να αναζητούνται τρόποι πιο κοντά σε ένα αποτέλεσμα που θα ικανοποιεί το σύνολο των ποιοτήτων της παράστασης. Πράγμα που δεν συνέβη στη συγκεκριμένη παράσταση.
Παρακολουθώντας την παράσταση αισθανόμουν πως βλέπω ασύνδετα μεταξύ τους μονόπρακτα, ή αλλιώς ατάκτως ερριμμένες σκηνές, χωρίς να υπάρχει καμία νοητή γραμμή να τις ενώνει. Οι πολλές δυσκολίες που έχει το ίδιο το έργο, επαναλαμβάνω, δεν βοηθούν το κοινό, άρα η παράσταση πιστεύω πως οφείλει να στέκεται αρωγός στο κοινό. Και δεν μιλώ για το κοινώς λεγόμενο, να κάνει δηλαδή την παράσταση «κουκιά καθαρισμένα», αλλά να δίνει στο κοινό σχετικές συντεταγμένες για το πού βρίσκεται, για το ποια είναι η απόλυτη ανάγκη των ηρώων για να υπάρχουν.
Η σκηνοθεσία του Ευριπίδη Δίκαιου δεν κατάφερε να δαμάσει το κείμενο, να τοποθετήσει τους ήρωές του στη θέση τους. Η σκηνοθετική γραμμή του Δίκαιου ήταν μονότονα επίπεδη. Από την αρχή ώς το τέλος καμία ένταση ή προσπάθεια για κτίσιμο μιας συναισθηματικής πυραμίδας, ώστε το κοινό να καταφέρει όχι να ταυτιστεί, είναι ακραίες οι συνθήκες των ηρώων, αλλά να δει καλύτερα τα θέλω τους, τα γιατί τους, την αναζήτηση της αγάπης και του έρωτα, της ταυτότητάς τους.
Η έλλειψη σκηνοθετικής σκέψης αισθάνομαι πως εγκλώβισε και τους ηθοποιούς (Δημήτρης Αντωνίου, Πέτρος Γιωρκάτζης, Άντρια Ζένιου, Νεκτάριος Θεοδώρου, Έλενα Καλλινίκου, Αντρέας Κούτσουμπας, Λοΐζος Παπαγεωργίου), οι οποίοι έπαιζαν στο ίδιο πρώτο επίπεδο, χρησιμοποιώντας τα υποκριτικά τους εργαλεία, όπως γνωρίζουν να κάνουν, σε ανάλογες θεατρικές συνθήκες. Ο Δημήτρης Αντωνίου ως Τίνκερ έμοιαζε συγχυσμένος στον ρόλο του, με μία αμηχανία για το τι πρεσβεύει ο ήρωας που υποδύεται. Ο Νεκτάριος Θεοδώρου ως Καρλ και ο Αντρέας Κούτσουμπας ως Ροντ φαινόταν πως μπορούσαν να δώσουν περισσότερα, αλλά έμειναν δυστυχώς σε μία πρωταρχική ανάγνωση των δυνατοτήτων τους. Η Άντρια Ζένιου ως Γκρέις παραδόθηκε σε μία υποτονική ερμηνεία, όπως και ο Πέτρος Γιωρκάτζης ως Γκράχαμ και ο Λοΐζος Παπαγεωργίου ως Ρόμπιν. Η Έλενα Καλλινίκου ως η κοπέλα του peep-show λειτούργησε μέσα στο πλαίσιο του ρόλου της με ικανοποιητικό τρόπο.
Στο ίδιο διεκπεραιωτικό πλαίσιο ήταν και το σκηνικό του Γιώργου Γιάννου και η κίνηση της Έλενας Αντωνίου, με εξαίρεση την κίνηση της Έλενας Καλλινίκου. Στα θετικά της παράστασης η μουσική και ο σχεδιασμός ήχου του Γιάννη Χριστοφίδη.
Κλείνοντας, κατά την άποψή μου, το πείραμα του Ευριπίδη Δίκαιου για το πως αναπαρίσταται το μη αναπαραστάσιμο δεν πέτυχε, με τους ηθοποιούς ωστόσο να έχουν προσπαθήσει, χωρίς όμως να μπορούν να αναστρέψουν το τελικό σκηνικό αποτέλεσμα.