Του Απόστολου Κουρουπάκη
Θυμάμαι πολύ έντονα κάτι καλοκαιρινά μεσημέρια στο χωριό καταγωγής του πατέρα μου, όπου όλα ησύχαζαν πολύ νωρίς, τη γιαγιά μου να σκαρφίζεται διάφορες ιστορίες, και να τις μεταπλάθει σε παραμύθια. Είχα γράψει όταν έφυγε από τη ζωή: «Άλλα πάλι αυγουστιάτικα μεσημέρια ταξίδευα στην αυλή του σουλτάνου, σε πύργους με πολεμιστές και βασίλισσες, εκεί δεν υπήρχε κάτι να φοβάμαι, ζούσα ηρωικές μάχες και συναντούσα χρυσομαλλούσες κόρες. Έβλεπα καμήλες και άλογα να κουβαλάνε θησαυρούς, στρατιώτες να φυλάνε το παλάτι και τον ψηλό πύργο της όμορφης βασίλισσας, που πολλοί την αγαπούσανε, αλλά εκείνη ήθελε έναν μόνο. Καμιά φορά, όταν υπήρχε σοβαρή ανάγκη, στη φρουρά του πύργου ξεπεταγότανε και ο Καψάλης. Ένας τοίχος γεμάτος ιστορίες, λαϊκή μνήμη, ζώσα πραγματικότητα, μπερδεμένα όλα σε ένα παραμύθι κάθε μέρα». Αυτά τα παραμύθια της γιαγιάς μού ήλθαν στο μυαλό, λίγο πριν συναντήσω στο Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή στη Λευκωσία, τη Μαρία Ματθαίου, την Αργυρώ Ξενοφώντος και τον Χαμπή Τσαγγάρη, για να μιλήσουμε για την παρουσίαση της σειράς «Τα παραμύθια της Κύπρου» που εξέδωσε το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, παραμύθια που αντλήθηκαν από το σπουδαίο Λαογραφικό Αρχείο του Κέντρου. Η Αργυρώ Ξενοφώντος και η Μαρία Ματθαίου έχουν επιμεληθεί τους τόμους 2-4, ενώ τον πρώτο τόμο επιμελήτρια ήταν πάλι η Αργυρώ Ξενοφώντος μαζί με την Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου. Ο Χαμπής Τσαγγάρης έχει συμβάλει τα μέγιστα στην εικονογράφηση των παραμυθιών, εξ ου και η παρουσίαση που έγινε την Παρασκευή 11 Οκτωβρίου, πραγματοποιήθηκε στο εν Λευκωσία μουσείο του.
Στον φιλόξενο χώρο του μουσείου, λοιπόν, ξεκινήσαμε τη συζήτησή μας σχετικά με τα παραμύθια και για το ποια είναι η αξία τους σήμερα και γιατί πρέπει να διασώζονται και να διαιωνίζονται, παρόλο που πολλές φορές μπορεί να μιλάνε για πράγματα που για τα σημερινά παιδιά, ή ακόμα και για τους ενήλικες είναι πολύ μακρινά. Η Αργυρώ Ξενοφώντος παίρνοντας πρώτη τον λόγο λέει αρχικά πως έχοντας δουλέψει από την αρχή στην επιμέλεια των τόμων, αξιοποιώντας και το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου, έζησε τον παλμό των πληροφορητών και τη χαρά που αισθάνονταν στο να προσφέρουν αυτή τους τη γνώση. Όσο για την αξία του, το παραμύθι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ήταν και ένα μέσο να ψυχαγωγηθεί ο κόσμος, να ξεφύγει από τη ρουτίνα του, την καθημερινότητα, και τις όποιες δυσκολίες είχε. Μάλιστα, δεν απευθύνονταν μόνο σε παιδιά αλλά και στους ενήλικες». Με τη Μαρία Ματθαίου να συμπληρώνει λέγοντας, πως απευθυνόταν κυρίως στους ενήλικες», σημειώνοντας πως το παραμύθι έγινε λαϊκό ανάγνωσμα μετά τους αδελφούς Γκριμ. «Έγιναν παρεμβάσεις στα παραμύθια ώστε να γίνει παιδικό ανάγνωσμα, γιατί περιλάμβαναν επεισόδια που δεν άρμοζαν για τα παιδιά». Για αυτά τα ακατάλληλα επεισόδια η συζήτησή μας περιστρέφεται γύρω από το τι βλέπουν σήμερα τα παιδιά, είτε στην τηλεόραση είτε στο διαδίκτυο, με την κα Ξενοφώντος και την κα Ματθαίου να λένε πως είναι διαφορετικό να ακούς μια αφήγηση και διαφορετικό να τη βλέπεις με εικόνα. Και κρίνω πως είναι η κατάλληλη στιγμή να ρωτήσω τον Χαμπή, ο οποίος έχει εικονογραφήσει εκτός από τη σειρά των παραμυθιών του Κέντρου και άλλα παραμύθια. Τον ρωτώ λοιπόν πώς ξεκινάει να εικονογραφεί ένα λαϊκό παραμύθι. «Είναι ένα παιχνίδι δημιουργικό» μου λέει και συνεχίζει: «Από την αρχή κάνω έρευνα. Δεν ξεκινώ από το τι λέει το παραμύθι» και προσθέτει πως πρέπει να τον αγγίξει το παραμύθι, όπως έγινε με τον «Σπανό και τους σαράντα δράκους», στο οποίο οι χωριανοί παρακαλούσαν για το νερό τους που τους έκλεψαν το νερό οι δράκοι… «Κι εμάς μας έκλεψαν την ελευθερία μας σήμερα οι σύγχρονοι δράκοι. Τούτο μ’ έκανε και εικονογράφησα τον Σπανό. Γιατί το συνδύασα με την κατοχή» και μάς εξηγεί πώς συνδύασε το λαϊκό παραμύθι με την πραγματικότητα του σήμερα: «Έφτιαξα μία ταπετσαρία στο βιβλίο, με ένα χάρτη της Κύπρου στην αρχή, γεμάτο δράκους, και το σπίτι μου στην Κοντέα, και το περιστέρι της Ειρήνης σκοτωμένο να πέφτει κάτω. Και όταν ο Σπανός σκοτώνει τους δράκους, στο τέλος είπα, θα κάνω και ένα χάρτη της Κύπρου γεμάτο με πεζούνια της Ειρήνης και με έναν ουράνιο τόξο. Όπως ονειρεύομαι την Κύπρο, και μακάρι να ζήσω να τη δω. Ξεκινώ έτσι».
Η σύνδεση που κάνει ο Χαμπής στον «Σπανό» ανάμεσα στους 40 δράκους και τους εχθρούς τους κατακτητές είναι πολύ σωστή: «Το λαϊκό παραμύθι ήταν ένα λογοτεχνικό είδος που ασκούσε γοητεία για τις πολλαπλές ιδιότητές του. Οι άνθρωποι του χτες αντλούσαν από το παραμύθι ότι και κάποιοι άλλοι στάθηκαν όρθιοι απέναντι στους δράκους, όταν φαινομενικά, ο κόσμος κατέρρεε γύρω τους. Ο κόσμος αντλούσε κουράγιο για να πράξει το ίδιο. Και αυτό είναι άλλωστε που κάνει το παραμύθι ξεχωριστό. Δίνει την ελευθερία στον κάθε ακροατή να τα συνδέσει με την ιδιαίτερη πορεία του και να τα συσχετίσει με την αναζήτηση του προσωπικού του μύθου. Αυτό που έκανε ο Χαμπής με τους 40 Δράκους εκπλήρωσε την αποστολή του παραμυθιού στο 1000%».
Τα παραμύθια, συνεχίζει η κα Ματθαίου, μιλούν πάντα αφηρημένα: «Για παράδειγμα θα περιγράψουν την ομορφιά με έναν τρόπο που θα επιτρέπουν στον κάθε ακροατή να την οπτικοποιεί με τις δικές του προσλαμβάνουσες παραστάσεις».
«Tο παραμύθι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ήταν και ένα μέσο να ψυχαγωγηθεί ο κόσμος, να ξεφύγει από τη ρουτίνα του, την καθημερινότητα, και τις όποιες δυσκολίες είχε. Μάλιστα, δεν απευθύνονταν μόνο σε παιδιά αλλά και στους ενήλικες».
Νους και τύχη
Τα παραμύθια αποτελούν παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Υπάρχουν παραλλαγές σε όλον τον κόσμο. Βέβαια, στον κάθε λαό δίνεται ένα επιμύθιο που του ταιριάζει εκείνη τη στιγμή, λέει η Μαρία. Και ως παράδειγμα φέρνει τα παραμύθια που διαλέγονται τη δύναμη της τύχης, σε σχέση με τον πλούτο και το χρήμα. Στα ευρωπαϊκά παραμύθια υπερνικά πάντα η τύχη, ενώ στις ελληνικές παραλλαγές υπάρχει ένας παραμυθιακός τύπος, ή όπως τον ονομάζει η Ματθαίου, ένας οικότυπος, που δεν υπάρχει πουθενά αλλού εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο που δείχνει ότι η τύχη χωρίς τη γνώση και τον νου φέρνει καταστροφή και ότι τελικά στην τύχη χρειάζεται και η ευφυΐα και η γνώση, επισημαίνοντας μας πως οι κυπριακές παραλλαγές δεν διαφοροποιούνται στα θέματα αντιλήψεων, από τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο.
Τα στερεότυπα
Μία ακόμη προβληματική, λέω στην ομήγυρη, είναι πως τα παραδοσιακά παραμύθια σήμερα μπορεί να είναι πολιτικώς μη ορθά… ή διαιωνίζουν στερεότυπα… πώς πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε, ίσως να μπουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας; Η κα Ξενοφώντος και η κα Ματθαίου το δίχως άλλο διαφωνούν, με τη Μαρία Ματθαίου να λέει: «Αντανακλούν τις ιδέες που είχαν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης, είναι κάτι διαφορετικό εάν είναι σωστές ή λάθος» και η Αργυρώ Ξενοφώντος συμπληρώνει: «Είναι και ένας τρόπος να δεις από πότε ξεκινάει το κάθε στερεότυπο».
Σχετικά με τα στερεότυπα ή άλλα στοιχεία που δεν του είναι ευχάριστα, ρωτώ τον Χαμπή αν ως καλλιτέχνης τα παραβλέπει: «Αποφεύγω να το εικονογραφήσω» και φέρνει ως παράδειγμα το παραμύθι «Οι Ανεράες» που του πρότεινε ο Κώστας Προυσής, το οποίο εν τέλει δεν το εικονογράφησε, εξαιτίας μιας σκηνής βρεφοκτονίας: «Είναι ένα σπουδαίο παραμύθι, αλλά δεν ήθελα να κάνω μία τέτοια εικόνα. Πήρα θέση. Σε ό,τι παραμύθι έχω εικονογραφήσει έχω πάρει θέση. Στους καλικάντζαρους για παράδειγμα σκάρταρα δουλειά τριών χρόνων. Για τα σχέδιά μου έχω ευθύνη». Στο παραμύθι, εξηγεί η Μαρία Ματθαίου, και όπου υπάρχουν στερεότυπα, ο αφηγητής δεν σημαίνει φυσικά πως ενστερνίζεται αυτό που λέει το παραμύθι. «Στα παιδιά άλλωστε πρέπει να λέμε ότι δεν πρέπει να αφομοιώνουν ό,τι ακούν». Η Αργυρώ Ξενοφώντος προσθέτει πως είναι κατανοητό πως σε έναν απλό αναγνώστη μπορεί κάποια πράγματα να κάνουν εντύπωση, λέγοντας πως τα διάφορα σκοτεινά μοτίβα, ή στερεότυπα, υπάρχουν σε όλα τα παραμύθια ανά το παγκόσμιο, με τη Ματθαίου να λέει πως τα μηνύματα ή οι εικόνες που έχουν πολλά από τα παραμύθια σαφώς σήμερα μπορεί να έχουν αλλάξει. «Επιστημονικά φυσικά, μιλώντας, δεν πρέπει να παρεμβαίνουμε. Αντιλήψεις της εποχής –είπαμε και πριν– αντανακλούν στα παραμύθια, άρα μπορεί να είναι χρήσιμα πολλαπλώς. Είναι σημαντική η αποστολή των παραμυθιών».
Για όλους
Χαμπή, όταν έχεις κάνει την ερευνά σου, και είπες τώρα είμαι έτοιμος να πιάσω το πενάκι μου και να ξεκινήσω, σκέφτεσαι ποιος θα είναι ο αναγνώστης σου, ηλικία, μορφωτικό επίπεδο; «Ποτέ δεν σκέφτηκα ποιο μπορεί να είναι το αναγνωστικό κοινό. Θεωρώ δεδομένο πως μπορεί να το διαβάσουν οι πάντες. Αυτό που κάνω όμως το κάνω με πολλή ευθύνη απέναντι προς όλους». Και πάντα μπαίνει η αλήθεια σου;… «Πάντα και σε όλα έχω θέσεις» και μού εξηγεί πώς στον Σπανό εικονογράφησε τη σκηνή στο χωριό, όπου έχουν συγκεντρωθεί οι χωριανοί για να επευφημήσουν τον Σπανό, σχεδίασε μία εκκλησία και ένα τζαμί με τον μιναρέ του: «Δεν λέει κάτι τέτοιο το παραμύθι, αλλά είναι η θέση μου. Ζω σε αυτό τον τόπο».
Η Μαρία Ματθαίου μού τονίζει πως αυτό που κάνει ο Χαμπής το κάνουν και οι ίδιοι οι αφηγητές, οι οποίοι περιγράφουν διαφορετικά το φυσικό περιβάλλον που αφηγούνται αναλόγως των εικόνων τους, «Αυτό είναι και το μεγαλείο του παραμυθιού», λέει, εννοώντας τις εικόνες που μπορούν να διαμορφωθούν και το κάνει ο Χαμπής. «Προσπαθώ να δώσω το παραμύθι σε εικόνα σαν αφηγητής…». Είχα πάντα μια ενοχή, όμως… και μού εξηγεί πως η ενοχή είναι πως στερεί από τους αναγνώστες με τις εικόνες που φτιάχνει, «το δικαίωμά τους στη φαντασία». Η Αργυρώ Ξενοφώντος ρώτησε τον Χαμπή, αν όταν ξεκίνησε να εικονογραφεί τα παραμύθια σκέφτηκε ποτέ τον τόπο καταγωγής των αφηγητών, ώστε να προσανατολιστεί: «Σκεφτόμουν με βάση τις ευαισθησίες μου και με τις γνώσεις της εικονογράφησης».
Πέντε τόμοι
Η συγκέντρωση ξεκίνησε το 2012, υπό την καθοδήγηση του ομότιμου καθηγητή και προέδρου της Λαογραφικής Εταιρείας Μιχάλη Μερακλή. Ο Μιχάλης Μερακλής έθεσε τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατάταξη των παραμυθιών. Επίσης, ο καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Γιώργος Κεχαγιόγλου καθοδήγησε φιλολογικά την ομάδα. Αξιοποιήθηκε το Λαογραφικό Αρχείο, το οποίο ξεκίνησε το 1962 έτος ίδρυσης του Κέντρου. Οι εκδόσεις του Κέντρου αποτελούν συμπλήρωμα του διεθνούς καταλόγου. Ήδη έχουν κυκλοφορήσει τέσσερις τόμοι και βρίσκεται υπό έκδοση ο πέμπτος, ο οποίος αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο. Η παλαιότερη καταγραφή που υπάρχει είναι του 1930 από τη συλλογή του Παπαχαραλάμπους. Ο Χαμπής μιλώντας για τα «Παραμύθια της Κύπρου» λέει πως η ύπαρξη της σειράς είναι γεγονός χάρη στην επιμονή της τέως διευθύντριας του Κέντρου Άννα Pouradier Duteil - Λοϊζίδου.