Kathimerini.gr
Του Αιμίλιου Χαρμπή
Ο Ααρον Ράιντερ είναι από εκείνους τους Αμερικανούς παράγοντες του σινεμά που χαίρεσαι να τους παίρνεις συνέντευξη. Προσηνής, κουλ και με αίσθηση του χιούμορ, σε κάνει να αισθανθείς αμέσως άνετα κι ας πρόκειται για έναν από τους πιο επιτυχημένους παραγωγούς του σύγχρονου Χόλιγουντ, με συνεργάτες όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν και ο Ντενί Βιλνέβ. Εμείς τον συναντήσαμε στην Costa Navarino, όπου βρέθηκε προ ολίγου καιρού για να πάρει μέρος, ως σύμβουλος, στο διεθνές κινηματογραφικό εργαστήριο «Oxbelly». «Δεν έχω ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο, πιθανότατα θα με καταστρέψει…», λέει γελώντας ο πενηντάρης Ράιντερ και αμέσως πιάνει να αφηγείται την εμπειρία του με τη νέα γενιά: «Σχεδόν σε όλη μου την καριέρα ήμουν ο νεότερος άνθρωπος στην αίθουσα και μια μέρα συνειδητοποίησα πως αυτό άλλαξε. Τον περασμένο Μάρτιο γυρίσαμε μια μικρή ταινία στην Αλαμπάμα με σκηνοθέτη έναν 24χρονο. Το συνεργείο είχε και εκείνο πάνω-κάτω την ίδια ηλικία, ήταν πραγματικά φοβερή εμπειρία, ένιωθες όντως τη φρεσκάδα και την εφευρετικότητα μιας νέας γενιάς, ήταν συναρπαστικό. Το κακό όμως είναι πως όταν έχεις 20 και βάλε χρόνια διαφορά με τους άλλους, έρχονται σε σένα μόνο για συμβουλές ή… άδεια».
Η εμπειρία του Ράιντερ, πάντως, η οποία συμπεριλαμβάνει την παραγωγή ταινιών όπως το «Memento», η «Αφιξη» και το «Prestige», μπορεί να δώσει απαντήσεις σε άλλα, πολύ σοβαρά ζητήματα της βιομηχανίας, όπως π.χ. η πρόσφατη κάμψη του Netflix και των υπόλοιπων streaming πλατφορμών. «Πιθανότατα πρόκειται για πρόσκαιρο φαινόμενο. Για όσους από εμάς παρατηρούμε τι κάνει το Netflix τα τελευταία 10 χρόνια, έμοιαζε αναπόφευκτο. Οποιος ήθελε Netflix το είχε, ώσπου έφτασε στο σημείο να αναρωτηθεί: “Χρειάζομαι όντως το Netflix;”. Το κακό είναι ότι ακολούθησαν και οι υπόλοιποι παίκτες και έτσι διέλυσαν (σ.σ. χρησιμοποιεί μια πιο ωμή φράση) το οικοσύστημά μας, που σε γενικές γραμμές δούλευε καλά. Η προσέλευση στους κινηματογράφους συνέχιζε να ανεβαίνει πριν από την πανδημία. Κατά τη διάρκειά της ένα γκρουπ εταιρειών βρήκε την ευκαιρία να ξεκινήσει τις πλατφόρμες τους και αυτό άλλαξε τα πάντα».
Η οσκαρική «Αφιξη» του Ντενί Βιλνέβ φέρει την υπογραφή του Ααρον Ράιντερ.
Οταν του επισημαίνω πως η συγκεκριμένη εξέλιξη πιθανότατα απλώς επιταχύνθηκε κατά μερικά χρόνια, δεν δείχνει να συμφωνεί. «Ξέρεις, όλοι το λένε αυτό, ότι θα γινόταν ούτως ή άλλως σε 8-10 χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε ιδέα για το τι θα γίνει σε 10 χρόνια στην κινηματογραφική βιομηχανία. Πιστεύεις ότι η αγορά της βιντεοκασέτας προέβλεψε την πτώση της; Προσωπικά, δεν έχω πειστεί ότι το κοινό δεν θέλει πια να πάει στην αίθουσα». Παρόμοια είναι η αντίδρασή του όταν του αναφέρω και τη (δημοφιλή) θεωρία περί σινεμά δύο ταχυτήτων, με τα μεγάλα μπλοκμπάστερ και τις καλλιτεχνικές ταινίες να κατευθύνονται στις αίθουσες και όλη την υπόλοιπη παραγωγή να καταλήγει στις πλατφόρμες. «Μου ακούγεται σαν να προσπαθούμε να προβλέψουμε το μέλλον, και αυτό δυστυχώς μπορεί να δράσει και σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
»Είναι όμως και δική μας ευθύνη να βρούμε τρόπο να κάνουμε ταινίες που θα ιντριγκάρουν το κοινό να τις δει στο σινεμά. Δες για παράδειγμα το “Everything, Everywhere, All at Once”. Δεν έχει σταρ ηθοποιούς, ούτε καν πολύ σαφή πλοκή, και όμως έσκισε στις αίθουσες, γιατί είναι ένα σπουδαίο, σύγχρονο φιλμ. Απλώς πρέπει να θυμίσουμε στους ανθρώπους, ότι μπορούν να κάνουν ένα και μόνο πράγμα για δύο ώρες και η ζωή θα συνεχίσει να είναι ΟΚ. Γενικά είμαι αισιόδοξος για το μέλλον. Και πώς να μην είμαι; Δεν ξέρω να κάνω και τίποτε άλλο!» καταλήγει γελώντας ο Ράιντερ.
Το περιβάλλον γύρω μας γρήγορα φέρνει την κουβέντα και την Ελλάδα ως κινηματογραφικό προορισμό, ο οποίος ανέρχεται τα τελευταία χρόνια. «Πείθομαι όλο και περισσότερο πως η Ελλάδα μπορεί να γίνει προορισμός για το σινεμά. Μάλιστα, έχουμε στα σκαριά ένα μεγάλο πρότζεκτ των 100 εκατ. δολαρίων, το οποίο θα ήθελα πολύ να φέρουμε εδώ. Τα οικονομικά κίνητρα στην Ελλάδα είναι πλέον πολύ ελκυστικά (σ.σ. εννοεί το cash rebate του ΕΚΟΜΕ), ενώ και το κλίμα είναι πολύ πιο ήπιο εδώ σε σύγκριση για παράδειγμα με την Ουγγαρία. Επιπλέον πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν πως υπάρχουν πια μέρη στην Ευρώπη, όπως π.χ. η Σερβία, όπου οι άνθρωποι είναι πιο διστακτικοί να δουλέψουν, εξαιτίας της στάσης που κράτησε στο θέμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία».
Η τοποθεσία, ωστόσο, είναι συχνά καθοριστικής σημασίας στοιχείο για την επιτυχία μιας ταινίας. Θυμίζω στον συνομιλητή μου το «Mud», εκείνη την υπέροχη ταινία δικής του παραγωγής, που μας επανασύστησε επί της ουσίας το εκρηκτικό ταλέντο του Μάθιου Μακόναχι το 2012. «Το “Mud” ήταν πράγματι μία από τις λίγες ταινίες που έχω κάνει και έχουν γυριστεί ακριβώς στον τόπο όπου έπρεπε. Είναι στο Αρκανσο, κοντά στο μέρος όπου μεγάλωσε ο σκηνοθέτης, Τζεφ Νίκολς, και είναι όντως ιδανικό για την ατμόσφαιρα της ιστορίας που θέλαμε να αφηγηθούμε».
Ως παραγωγός, το τωρινό άγχος του Ααρον Ράιντερ είναι αν θα ολοκληρώσει εγκαίρως την επόμενη ταινία του, ώστε να προβληθεί στο επερχόμενο Φεστιβάλ Βενετίας. Με αυτό το τελευταίο τον συνδέει και μια ιστορία, η οποία σήμερα μοιάζει εξωφρενική. «Η Βενετία έγινε το αγαπημένο μου φεστιβάλ όταν πήγαμε εκεί με το “Memento” του Νόλαν. Ολη τη χρονιά οι πάντες μάς έλεγαν ότι η ταινία είναι χάλια. Τα φεστιβάλ την απέρριπταν. Τελικά πήγαμε στη Βενετία και ο Ιταλός διανομέας τη βρήκε χάλια κι εκείνος. Μας είπε μάλιστα να προετοιμαστούμε, γιατί το ιταλικό κοινό μπορεί να γίνει στα αλήθεια σκληρό. Θυμάμαι μόνο ότι στην πρεμιέρα, στην αρχή της προβολής έβαλα το χέρι μου στο γόνατο της γυναίκας μου και όταν το άφησα στο τέλος είχε σχηματιστεί ένας τεράστιος λεκές από ιδρώτα. Το κοινό χειροκροτούσε όρθιο επί οκτώ λεπτά. Ημουν μόνο 27 χρόνων και έβαλα απλώς τα κλάματα».
Το «Mud» με τον Μάθιου Μακόναχι φέρει την υπογραφή του Ααρον Ράιντερ
Την οσκαρική «Αφιξη», όμως, του Ντενί Βιλνέβ την είχαν λατρέψει όλοι εξαρχής, παρατηρώ. «Ολοι εκτός από το στούντιο που τη γύρισε», απαντά με νόημα. «Ας πούμε ότι είχαν κάποιες… ερωτήσεις. Είναι συχνό φαινόμενο αυτό το δημιουργικό πάρε-δώσε μεταξύ κινηματογραφιστών και στούντιο. Οι πρώτοι προσπαθούν να κρατήσουν την ταινία πολύ συγκεκριμένη, όπως την έχουν στο μυαλό τους, ενώ το στούντιο από την πλευρά του θέλει να την κάνει ελκυστική σε όσο πιο ευρύ κοινό γίνεται. Τις περισσότερες φορές η “ζυγαριά” κάθεται ακριβώς εκεί που πρέπει. Αυτή είναι η μαγεία του καλού εμπορικού σινεμά».