Του Απόστολου Κουρουπάκη
Για ακόμη μία χρονιά διοργανώνεται το Φεστιβάλ «Εικόνες και Όψεις του Εναλλακτικού Κινηματογράφου» στη Λευκωσία, το οποίο συμπληρώνει με ενδιαφέροντα τρόπο το κινηματογραφικό τοπίο του τόπου. Το Φεστιβάλ είναι μια πρωτοβουλία του Τμήματος Νεότερου & Σύγχρονου Πολιτισμού του Υφυπουργείου Πολιτισμού σε συνεργασία με τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Brave New Culture και πέρα από τις μορφολογικές αναζητήσεις, στοχεύει στον επαναπροσδιορισμό της κινηματογραφοφιλίας στην πιο πολυδιάστατη μορφή της, αφού προτείνει και φέτος ένα μοναδικό πρόγραμμα που έχει σαν βάση τη μύηση του θεατή σε ένα κόσμο που γεννιέται μέσα από την ανατροπή και τον πειραματισμό. Στην «Κ» μιλάνε οι Δώρος Δημητρίου, Ευαγόρας Βανέζης, Χριστιάνα Ιωάννου, Δημήτρης Μπάμπας, οι τέσσερις επιμελητές του προγράμματος του φεστιβάλ, που φέτος είναι αφιερωμένο στον Ζαν Λικ Γκοντάρ.
Δώρος Δημητρίου, ιστορικός κινηματογράφου
–Εναλλακτικός κινηματογράφος σημαίνει σινεμά για υποψιασμένο σινεφίλ κοινό ή είναι μια άλλη ματιά στον κινηματογράφο;
–Το δεύτερο. Προτεραιότητά μας είναι η παρουσίαση ανεξερεύνητων σε κάποιο βαθμό όψεων του διεθνούς κινηματογράφου. Ο καθένας μπορεί να δει και να εκτιμήσει με τον δικό του τρόπο τις ταινίες. Έχουμε ξαναπεί ότι το φεστιβάλ μας, όπως και με τα άλλα κινηματογραφικά φεστιβάλ που διοργανώνονται στην Κύπρο, είναι ότι δεν απευθύνονται μόνο στους λίγους και τους «μυημένους». Με άλλα λόγια, δεν απευθύνεται σε κάποια «ελίτ της Τέχνης» ή του κινηματογράφου, αλλά σε όλους όσοι επιθυμούν να έρθουν σε επαφή με τις διάφορες τάσεις, ρεύματα, ταινίες και δημιουργούς από διάφορα μέρη του κόσμου. Θέλουμε επίσης να δείξουμε ότι σινεμά δεν είναι μόνο οι μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες του Χόλυγουντ. Να προτείνουμε και αυτή την πλευρά του και να δώσουμε στο κοινό την ευκαιρία να απολαύσει κάτι διαφορετικό. Να δώσουμε το έναυσμα στον θεατή να εξερευνήσει έναν άλλο κινηματογραφικό κόσμο που γεννιέται μέσα από την ανατροπή και τον πειραματισμό. Καλούμε το κοινό να μελετήσει το πρόγραμμα του φεστιβάλ μας που είναι ευρέως διαθέσιμο στο Διαδίκτυο, να επιλέξουν ό,τι τους κεντρίζει το ενδιαφέρον και να έρθουν στο φεστιβάλ, ακόμα και από περιέργεια. Και σίγουρα δεν θα χάσουν. Αντίθετα θα περάσουν ωραία, θα ψυχαγωγηθούν, θα συγκινηθούν και θα έρθουν σε επαφή με παλιότερες αλλά και νέες κινηματογραφικές αναζητήσεις. Η υπέροχη και άκρως φιλόξενη αυλή του Δημοτικού Μουσείου Χαρακτικής Χαμπή είναι έτοιμη να δεχτεί όλους όσους αγαπούν ή θέλουν να γνωρίσουν το εναλλακτικό σινεμά. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι σημαντική είναι και η έκδοση του καταλόγου του φεστιβάλ που συνοδεύει κάθε χρόνο τη διοργάνωση και που διατίθεται δωρεάν. Περιέχει όλα τα στοιχεία για τους δημιουργούς και τις ταινίες που προβάλλονται, κείμενα από τους επιμελητές, φιλμογραφίες και άλλα πολύ αξιόλογα άρθρα και άλλο υλικό που δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα των προγραμμάτων.
–Πόσο χρήσιμη θεωρείς πως είναι η κινηματογραφική προπαιδεία για τους νέους σκηνοθέτες/ριες;
–Θεωρώ πως είναι όχι απλώς χρήσιμη η κινηματογραφική και οπτικοακουστική παιδεία αλλά αναγκαία. Είναι σημαντικότατο οι δημιουργοί να γνωρίζουν όσα περισσότερα μπορούν για την Τέχνη γενικότερα και για το δικό τους μέσο ειδικότερα. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για το τεχνικό κομμάτι, αλλά και για το θεωρητικό. Φανταστείτε κάποιος να σπουδάσει μουσική και να μην έχει μελετήσει για παράδειγμα εις βάθος τους μεγάλους συνθέτες. Αυτό είναι αδύνατο. Αντίστοιχα είναι απαραίτητη η μελέτη των μεγάλων κινηματογραφιστών και η προσωπική καλλιέργεια για πάρα πολλούς λόγους. Μόνο έχοντας γνώση του τι προηγήθηκε και τη σημαντικότητα του κάθε «κεφαλαίου» της ιστορίας του σινεμά μπορεί κάποιος να δημιουργήσει το δικό του ξεχωριστό έργο και να αφήσει ένα έγκυρο αποτύπωμα στην τέχνη του. Φεστιβάλ και γενικότερα διοργανώσεις όπως το δικό μας, που προβάλλουν την κινηματογραφική δημιουργία σε όλες της τις εκφάνσεις, συμβάλλουν στην κινηματογραφική παιδεία τόσο του ευρέως κοινού όσο και εκείνων που ασχολούνται επαγγελματικά με τα οπτικοακουστικά. Ιδιαίτερα για τους νέους δημιουργούς που έχουν, λόγω της νέας τεχνολογίας, στη διάθεσή τους ένα τεράστιο, ανεξάντλητο όγκο πληροφορίας, είναι μεγάλη υπόθεση να έχουν υπόψη τους όλους τους σημαντικούς σκηνοθέτες και τα αριστουργήματα του σινεμά. Κάποια από αυτά θα προβάλουμε και φέτος – όπως άλλωστε και κάθε χρόνο – στο Φεστιβάλ «Εικόνες και Όψεις του Εναλλακτικού Κινηματογράφου». Ιδιαίτερα αναφερόμενος στον Γκοντάρ μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι πρόκειται για έναν από τους «πυλώνες» του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ευαγόρας Βανέζης, θεωρητικός Τέχνης
–Τι σημαίνει αμφισβήτηση των ηγεμονικών αφηγημάτων και των συστημάτων αξιών στον κινηματογράφο και με ποιον τρόπο γίνεται αυτό στη μεγάλη οθόνη;
–Ηγεμονικό είναι όποιο αφήγημα προτάσσεται σαν οικουμενικό, σαν οι προεκτάσεις του να αφορούν και να επηρεάζουν όλους με τον ίδιο τρόπο. Μεταξύ άλλων μπορεί να αφορούν θέματα ταυτότητας, σεξουαλικότητας, ιστορίας. Μέσα από αυτά τα αφηγήματα δημιουργούνται κανονιστικά πλαίσια πρακτικής, στα οποία εμπίπτει και μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής παραγωγής που δεν προσφέρει κάποια προσέγγιση που να ανταποκρίνεται σε μια επίκαιρη ανάγκη, αλλά ένα σύνολο αισθητηριακών και αισθητικών δεδομένων που ευχαριστούν και εφησυχάζουν. Όταν παρακολουθούμε δηλαδή μια λογικά και συναισθηματικά «σωστή» και πεπατημένη γραμμή πλεύσης – όλα αυτά στα οποία αντιτάσσεται ο εναλλακτικός κινηματογράφος. Στο φεστιβάλ φέτος θα δούμε και μια ταινία του Werner Schroeter, Γερμανού σκηνοθέτη της περιόδου του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, που δεν χρησιμοποιεί συμβατικούς τρόπους αφήγησης. Τον απασχόλησε η δημιουργία κινηματογραφικών ταμπλό που αποτελούν αυτόνομα χωροχρονικά θραύσματα και δεν γίνονται μέρος μιας συνεχούς χρονικής ακολουθίας. Η ταινία του «Σκόνες Έρωτα» (1996) ξεκινά με την ερώτηση του Roland Barthes: «Γιατί και πώς οι τραγουδιστές βρίσκουν τα συναισθήματά τους στις φωνές τους;». Για να βρει μια απάντηση, προσκάλεσε τρεις θρυλικές ντίβες στο Αββαείο του Ρογιομόν: την Anita Cerquetti, τη Martha Modl και τη Rita Gorr. Ο Schroeter και το συνεργείο του παρατηρούν τις τραγουδίστριες καθώς δοκιμάζουν κοστούμια, επιβλέπουν την κατασκευή σκηνικών που εκ των πραγμάτων δεν θα χρησιμοποιηθούν σε κάποια παραγωγή, και συγκεντρώνονται γύρω από ένα πιάνο για ασκήσεις φωνητικής. Ο Schroeter επιδιώκει όμως κάτι περισσότερο από μια καταγραφή εξαιρετικών φωνών, αφού αυτό που τον ελκύει είναι η κατάρρευση ή η διατήρηση του ιδεατού μπροστά σε καταστάσεις ανεπανόρθωτης φθοράς.
–Που τραβάει κανείς τη λεπτή γραμμή μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικής ζωής στον κινηματογράφο;
–Ενδιαφέρουσα ερώτηση και εδώ ακριβώς είναι που απαντά και η παρουσίαση του Χριστόδουλου Παναγιώτου στο φεστιβάλ, με τίτλο «Το τραγουδάω αλλά δεν μπορώ να το ακούω». Στην ταινία του Schroeter, για παράδειγμα, η λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τη μυθοπλασία από την πραγματική ζωή δεν υπάρχει. Η ταινία είναι ένας περίπλοκος προβληματισμός για τα γηρατειά, την εξασθένιση της σωματικής και πνευματικής δύναμης, την τρέλα, την αγάπη και την μνήμη. Είναι μια συγκινητική αλληγορία για την τέχνη ως εναλλακτική υπαρξιακή λύση και όχι ως ένα αντιπερισπασμό της πραγματικής ζωής. Ο Παναγιώτου είναι καταξιωμένος παγκόσμια για την εικαστική του πρακτική που επικεντρώνεται στην εξεύρεση αποσιωπημένων αφηγήσεων σε αρχεία, τις οποίες φέρνει στην επιφάνεια με ευφάνταστους τρόπους, δίνοντας τους νέα ορατότητα. Στην παρουσίασή του θα υφάνει μια αφήγηση που εμπλέκει την ίδια την ιστορία του κινηματογράφου ως μέσο καταγραφής και μυθοπλασίας αλλά και ως βιομηχανία που παράγει είδωλα. Τα είδωλα αυτά γίνονται πολλές φορές μέρος της ζωής μας –η πραγματική τους υπόσταση συγχέεται και γίνεται ένα με τους ρόλους που επιτελούν στην οθόνη. Προσηλώνεται στα σημεία όπου η πτώση και το τραύμα των πρωταγωνιστών αυτών συνιστούν μέρος του θεάματος, και στις στιγμές που αίρεται ο τέταρτος τοίχος ανάμεσα σε χαρακτήρες και κοινό. Πρόκειται άραγε για ανατρεπτικές περιστάσεις, που αναστέλλουν στιγμιαία την παράσταση, ή μήπως αποτελούν και αυτές οι «ρωγμές» στην επιφάνεια της βιομηχανίας του θεάματος μια ακόμα μορφή απόδρασης;
Χριστιάνα Ιωάννου, δραματουργός
–Μπορεί να γίνει παραλληλισμός του In-yer-face theatre με τη δουλειά της Andrea Arnold;
–Πιστεύω πως ίσως θα μπορούσε, επειδή συχνά η δουλειά της παραλληλίζεται με το κίνημα του βρετανικού κοινωνικού ρεαλισμού, (γνωστό και ως Kitchen Sink Drama), το οποίο θεωρείται από κάποιους ως o πρόγονος του In-Yer-Face Theatre. Το δράμα του νεροχύτη εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1950, αλλά άκμασε τη δεκαετία του 1960 με μοναδικό σκοπό να αποτυπώσει την αληθινή πραγματικότητα της βρετανικής ζωής. Εστιασμένες κυρίως στην εργατική τάξη, αναδεικνύοντας τις κακουχίες και την απογοήτευσή τους από την κοινωνία, οι ταινίες του είδους επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε ακατέργαστα ανθρώπινα θέματα όπως η ανεργία, η ενδοοικογενειακή βία, η έλλειψη στέγης, οι εκτρώσεις, η νεολαία και οι διακρίσεις. Η Arnold μαζί με άλλους κορυφαίους (Ken Loach, Mike Leigh) θεωρείται μια από τους δημιουργούς που συνέχισαν να κτίζουν και να συνεισφέρουν σε αυτή τη μακρά παράδοση.
–Ο κοινωνικός ρεαλισμός της Arnold μπορεί να συνομιλήσει με τον ρεαλισμό που πρότεινε ο Γκοντάρ;
–Φυσικά και μπορεί, όπως μπορούν όλοι οι κινηματογραφικοί δημιουργοί να συνομιλήσουν μεταξύ τους. Η ειλικρίνεια στον κινηματογράφο είναι αυτή που δημιουργεί τον διάλογο και την αντιπαράθεση ταυτόχρονα. Πρακτικά θα τολμούσα να πω πως ίσως η Arnold και ο (πιο ώριμος) Godard συνομιλούν μέσω μιας μπρεχτικής απομυθοποίησης, όπου οι θεατές αφήνονται ελεύθεροι να νιώσουν και να παρατηρήσουν, όπου η πραγματικότητα αποκαλύπτεται φανερά αλλά και βαθύτερα, κρυμμένη μέσα στα σπλάχνα.
Δημήτρης Μπάμπας, κριτικός κινηματογράφου
–Μπορούμε να κωδικοποιήσουμε τον ανανεωτικό ρόλο που έπαιξε ο Ζαν Λικ Γκοντάρ στον κινηματογράφο;
–Όταν το 1960 ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ γυρίζει την ταινία «Χωρίς ανάσα», στον κινηματογράφο κυριαρχεί παγκόσμια το αφηγηματικό μοντέλο που έχει επιβληθεί από το χολιγουντιανό σινεμά, με μία μικρή εξαίρεση τον ιταλικό νεορεαλισμό. Ο Γκοντάρ σε αυτή την ταινία, αλλά και στις επόμενες που θα ακολουθήσουν, όπως τα «Alphaville: Une Étrange Aventure de Lemmy Caution», «Masculin Féminin», «Le Mépris», αποδομεί ό,τι συνιστά αυτό το μοντέλο δηλαδή τη σχεδίαση των χαρακτήρων, τους τρόπους αφήγησης, το μοντάζ, τη σύνθεση του κινηματογραφικού κάδρου, τη χρήση της μουσικής. Η αμφισβήτηση αυτή απέναντι στο κυρίαρχο αφηγηματικό μοντέλο δεν γίνεται από τη θέση ενός απέναντι, αλλά αντίθετα από κάποιον ο όποιος αγαπάει αυτού του είδους τον κινηματογράφο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Γκοντάρ υπήρξε κριτικός και ένας φανατικός σινεφίλ, οι δε αναφορές στους μεγάλους δημιουργούς του χολιγουντιανού σινεμά γίνονται πάντα από τη θέση ενός στοχαστή. Στα χρόνια που ακολουθούν και στις ταινίες που γύρισε μέχρι το τέλος της ζωής του πάντοτε στεκόταν κριτικά απέναντι σε ό,τι συνιστούσε το ευρύτερο οπτικοακουστικό τοπίο, και προσπάθησε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μέχρι το τέλος της ζωής του να αμφισβητήσει τα τεκταινόμενα. Με τις ταινίες του πρότεινε τρόπους και μέσα κινηματογραφικής γραφής που διευρύνουν το πεδίο του κινηματογράφου: όχι απλώς ένα μέσο για να αφηγηθείς ιστορίες, αλλά ένα μέσο για να στοχασθείς για τον ίδιο τον κινηματογράφο, για τον πολιτισμό ευρύτερα.
–Μπορούμε να πούμε ότι ο Γκοντάρ ήταν σκηνοθετικά στρατευμένος σε μία ιδεολογία ή θα αδικούσαμε το έργο του;
–Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο Γκοντάρ, όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, δεν υπήρξε στρατευμένος σε μία ιδεολογία. Η σχέση του Γκοντάρ με την πολιτική είναι αρκετά περίπλοκη. Υπήρξε ένας συμμέτοχος στο κινήματα που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του Μάη του 1968 και μετά. Ο Μάης του 1968 σημάδεψε τον Γκοντάρ και το έργο του και τον έστρεψε προς μία πολιτική κατεύθυνση. Υπάρχει μία περίοδο στην καριέρα του η οποία διαρκεί γύρω στα πέντε χρόνια, περίπου από το 1967 μέχρι το 1972, όπου κάνει κινηματογράφο μ’ έναν πολιτικό τρόπο. Συστήνει μαζί με άλλους μία κινηματογραφική ομάδα που γυρίζει ταινίες, την ομάδα Dziga Vertov (ο Dziga Vertov υπήρξε ένας σημαντικός σοβιετικός σκηνοθέτης). Οι ταινίες που γυρίζει αυτή την περίοδο είναι όλες προσανατολισμένες στις επιταγές των πολιτικών κινημάτων του Μάη του ’68. Ο κύκλος των ιδεών στις οποίες ανήκει προέρχονται από την Κίνα και την Πολιτιστική Επανάσταση, είναι δηλαδή «μαοϊκός», σύμφωνα με την πολιτική ορολογία της εποχής. Ωστόσο, αυτή την άμεση πολιτική του στράτευση θα την αμφισβητήσει ο ίδιος, συνειδητοποιώντας τόσο τα αισθητικά της αδιέξοδα όσο και τα πολιτικά. Θα απομακρυνθεί λοιπόν από ταινίες που έχουν μία άμεση πολιτική στράτευση. Όμως μέχρι το τέλος της καριέρας του διατηρεί μια έντονη πολιτική συνείδηση και αυτό είναι κάτι μπορούμε να παρατηρήσουμε σε όλες σχεδόν τις ταινίες του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Γκοντάρ υπήρξε στρατευμένος μόνο στον κινηματογράφο, πιο συγκεκριμένα σε μία αντίληψη για τον κινηματογράφο: ο κινηματογράφος σαν ένα όργανο κριτικής και στοχασμού.
Πληροφορίες
Φεστιβάλ «Εικόνες και Όψεις του Εναλλακτικού Κινηματογράφου», 19 - 25 Ιουνίου, Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή, Αμμοχώστου 55 - 59, Λευκωσία. Ώρα έναρξης προβολών 8:00 μ.μ. Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη. Όλες οι προβολές είναι για άτομα άνω των 18 ετών.
Facebook: Images & Views of Alternative Cinema Film Festival