ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Σαν σήμερα: 20 Νοεμβρίου 1910 – Πεθαίνει ο Λέων Τολστόι

Τον Νοέμβριο του 1910, ένας μικρός σιδηροδρομικός σταθμός στο Αστάποβο, στην περιφέρεια Λίπετσκ της Ρωσίας είχε προσελκύσει την προσοχή ολόκληρης της χώρας

Kathimerini.gr

Τον Νοέμβριο του 1910, ένας μικρός σιδηροδρομικός σταθμός στο Αστάποβο, στην περιφέρεια Λίπετσκ της Ρωσίας είχε προσελκύσει την προσοχή ολόκληρης της χώρας: των εκεί χωρικών, των δημοσιογράφων, ακόμη και της κυβέρνησης. Και αυτό διότι εκεί βρισκόταν ο γηραιός Λέων Τολστόι, άρρωστος με πνευμονία και καθηλωμένος στο κατάλυμα του σταθμάρχη.

Η ιστορία όμως ήταν αρκετά περίπλοκη. Στις 28 Οκτωβρίου, ο 82χρονος Τολστόι έκανε μια παράτολμη κίνηση: παίρνοντας μαζί του μόνο λίγα προσωπικά αντικείμενα και τον γιατρό του, δρα Μακοβίτσκι, εγκατέλειψε το οικογενειακό του κτήμα, τη Γιάσναγια Πολιάνα, αφήνοντας πίσω τη σύζυγό του, Σόνια, και κατευθύνθηκε αρχικά προς τη γειτονική πόλη Τούλα.

Η εγκατάλειψη του οικογενειακού σπιτιού από κάποιον που μιλούσε συνεχώς για την αγάπη και την ιερότητα του γάμου, ίσως ξαφνιάσει πολλούς, όμως στην πραγματικότητα ο έγγαμος βίος του Τολστόι και της Σόνια ήταν κάθε άλλο παρά ευτυχής, πια. Οι πνευματικές αναζητήσεις του Τολστόι τον είχαν οδηγήσει στο να αποκηρύξει κάθε θρησκεία (και να αφοριστεί από τη ρωσική εκκλησία) αλλά και κάθε υλικό αγαθό. Είχε αποφασίσει να απαρνηθεί κάθε προνόμιο που του παρείχε η αριστοκρατική του καταγωγή (μάλιστα έκανε αγροτικές εργασίες στο οικογενειακό κτήμα) και να παραχωρήσει όλα τα δικαιώματα των έργων του, είτε είχαν εκδοθεί είτε όχι, προς δημόσια χρήση.

Αυτή η στάση του Τολστόι είχε προκαλέσει μεγάλη τριβή με τη συζυγό του Σόνια, η οποία θεωρούσε ότι η περιουσία του έπρεπε να μείνει στα χέρια της οικογένειας, η οποία αριθμούσε συνολικά 23 παιδιά και εγγόνια. Για πολλά χρόνια, οι τσακωμοί του ζευγαριού ήταν καθημερινοί και θυελλώδεις. Ο Τολστόι προσπαθούσε να επιδεικνύει εγκράτεια, αλλά δεν τα κατάφερνε πάντα, ενώ η Σόνια ένιωθε ολοένα και πιο αποκλεισμένη από τον κύκλο του συζύγου της, καθώς τα παιδιά τους και οι μαθητές του –οι «απόστολοί» του, όπως τους αποκαλούσε εκείνη–, με προεξάρχοντα τον βοηθό του Τσέτκοφ, είχαν πάρει το μέρος του και κρατούσαν μυστικά από εκείνη – κυρίως τη διαθήκη του Τολστόι με την οποία παραχωρούσε τα δικαιώματα των έργων του προς δημόσια χρήση. Όμως, επειδή κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει δεκτό σε ένα ρωσικό δικαστήριο, ο Τολστόι άφησε όλη του την περιουσία, κινητή και ακίνητη, στη μικρότερη κόρη του, Αλεξάνδρα, η οποία ήταν και η έμπιστη βοηθός του.

Στο ημερολόγιό της, η Σόνια περιγράφει τις αντιδράσεις των «αποστόλων» του Τολστόι όταν εκείνη έμπαινε στο ίδιο δωμάτιο: παρότι μπορεί να τους έβρισκε να γελούν, μόλις αντιλαμβάνονταν την παρουσία της, σώπαιναν εντελώς. Από την άλλη, η συμπεριφορά της Σόνια δυσχέραινε την κατάσταση, καθώς είχε «κρίσεις υστερίας», απειλώντας ότι θα αυτοκτονήσει ή ότι θα σκοτώσει τον σύζυγό της. Μάλιστα, τις ημέρες πριν την εγκαταλείψει, ο Τολστόι έγραφε στο ημερολόγιό του ότι εκείνη άφηνε την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της πάντα ανοιχτή και αφουγκραζόταν τις κινήσεις του. Όταν εκείνος άφηνε ξεκλείδωτη τη δική του και η Σόνια νόμιζε ότι τον είχε πάρει ο ύπνος, έμπαινε στο δωμάτιό του ψάχνοντας τα χαρτιά του και προσπαθώντας να βρει το κλειδί για το συρτάρι του γραφείου του στο οποίο φυλούσε τα χειρόγραφά του.

Στις 28 Οκτωβρίου, λοιπόν, μην μπορώντας να συνεχίσει να ζει στη Γιάσναγια Πολιάνα με τη Σόνια, οργάνωσε την απόδρασή του, δίνοντας ένα γράμμα στην κόρη του Αλεξάνδρα για τη Σόνια:

«Η αναχώρησή μου θα σε στεναχωρήσει. Λυπάμαι γι’ αυτό, αλλά σε παρακαλώ να καταλάβεις και να πιστέψεις ότι δεν θα μπορούσα να πράξω διαφορετικά. Η θέση μου στο σπίτι γίνεται και έχει γίνει ανυπόφορη. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, δεν μπορώ πλέον να ζήσω σε αυτές τις συνθήκες πολυτέλειας στις οποίες ζούσα, και κάνω αυτό που συνήθως κάνουν οι ηλικιωμένοι άνδρες της ηλικίας μου: εγκαταλείπω αυτή την κοσμική ζωή για να ζήσω τις τελευταίες μου ημέρες σε ειρήνη και μοναξιά.

»Σε παρακαλώ προσπάθησε να καταλάβεις και μην με ακολουθήσεις αν μάθεις πού βρίσκομαι. Ο ερχομός σου θα χειροτέρευε τη θέση σου και τη δική μου και δεν θα άλλαζε την απόφασή μου. Σε ευχαριστώ για τα έντιμα σαράντα οκτώ χρόνια της ζωής σου μαζί μου και σε παρακαλώ να με συγχωρήσεις για όποιο μου σφάλμα απέναντί σου, όπως εγώ με όλη μου την ψυχή σε συγχωρώ για ό,τι κακό μου έχεις κάνει. Σε συμβουλεύω να συμφιλιωθείς με τη νέα θέση στην οποία σε φέρνει η αποχώρησή μου και να μην έχεις άσχημα αισθήματα απέναντί μου. Αν θέλεις να μου αναφέρεις κάτι, δώσ’ το στη Σάσα (Αλεξάνδρα). Θα ξέρει πού βρίσκομαι και θα σου διαβιβάσει ό,τι είναι απαραίτητο. Αλλά δεν μπορεί να σου πει πού βρίσκομαι, γιατί μου έχει υποσχεθεί να μην το πει σε κανέναν».

Ξεκινώντας το ταξίδι του με το τρένο, πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτός και μέσα σε λίγη ώρα, οι περισσότεροι χωρικοί στο τρένο είχαν συγκεντρωθεί στο βαγόνι του για να γνωρίσουν τον «μεγάλο Τολστόι». Μαζί τους συνομίλησε για τη θρησκεία, τη φορολογία και την πολιτική, ενώ αργότερα, καταβεβλημένος από το ταξίδι αρκέστηκε να ακούει τα τραγούδια τους.

Στην πραγματικότητα, ο Τολστόι δεν είχε σχεδιάσει λεπτομερώς το ταξίδι του. Κατέληξε στο μοναστήρι του Σαρμοντίνο, όπου ζούσε η αδελφή του και αποφάσισε να κατευθυνθεί προς τη Βουλγαρία. Όμως, ένα κρύωμα που εξελίχθηκε σε πνευμονία τον καθήλωσε, μετά από απόφαση του γιατρού του, στον σταθμό του Αστάποβο.

Οι δημοσιογράφοι, που είχαν μάθει για το ταξίδι του και παρακολουθούσαν κάθε του κίνηση, όπως και κάποιοι κατάσκοποι του Τσάρου, έστελναν επείγοντα τηλεγραφήματα για την κατάσταση του Τολστόι στις εφημερίδες και στην κυβέρνηση, αντίστοιχα, δημιουργώντας φρενίτιδα γύρω από την υγεία του «πρώτου Ρώσου πολίτη».

Η κατάστασή του επιδεινωνόταν συνεχώς, και τα παιδιά του έσπευσαν στο πλευρό του. Παρότι σε μία από τις στιγμές που είχε πνευματική διαύγεια, είχε ζητήσει να μην έρθει η Σόνια, εκείνη ήρθε και τον είδε όσο είχε χάσει τις αισθήσεις του, ζητώντας του να τη συγχωρήσει.

Ο Λέων Τολστόι πέθανε στις 20 Νοεμβρίου 1910 στο λιτό δωμάτιο του σταθμάρχη στον σταθμό του Αστάποβο (που σήμερα έχει πάρει το όνομά του). Πλήθος χωρικών, το οποίο δεν μπορούσε να περιοριστεί από την αστυνομία, συνόδευσε τον μεγάλο συγγραφέα προς την τελευταία του κατοικία. Επιθυμία του ήταν να γίνει μια μη θρησκευτική κηδεία και να ταφεί στον λόφο που συνήθιζε να παίζει ως παιδί στο «φωτεινό του ξέφωτο», τη Γιάσναγια Πολιάνα.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση