Του Απόστολου Κουρουπάκη
Το αρχαιολογικό και ιστορικό απόθεμα της Κύπρου επηρεάστηκε και αυτό από την ταραγμένη ιστορία της νήσου, και ιδιαίτερα με την τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974. Επαρχιακά μουσεία, σημαντικές αρχαιολογικές θέσεις, ιδιωτικές συλλογές και εκκλησιαστικοί θησαυροί συλήθηκαν, καταστράφηκαν, διασκορπίστηκαν, με αποτέλεσμα εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες αντικείμενα να χάθηκαν εντελώς. Και μαζί με αυτά και κομμάτι του παρελθόντος της Κύπρου. Το τελευταίο ωστ΄΄οσο εξάμηνο έχουν επιστρέψει στην Κυπριακή Δημοκρατία αρκετές αρχαιότητες, που είχαν παρανόμως βγει από το νησί, από πρώτες τις δεκαετίες του 20ού αιώνα έως και την τουρκική εισβολή.
Θεραπεία, τρόπον τινά, για την αποκατάσταση της ιστορικής και πολιτιστικ΄ής αρτιμέλειας της χώρας είναι οι συνεχείς προσπάθειες της Πολιτείας, αλλά και της Εκκλησίας της Κύπρου, είναι η αναζήτηση αντικειμένων στο εξωτερικό, σε δημοπρασίες, η έρευνα σε ιδιωτικές ή δημόσιες συλλογές, και οι προσπάθειες για επιστροφή αυτών των αντικειμένων, μέσω της νομικής οδού.
Προς αυτή την κατεύθυνση, της επιστροφής παρανόμως εξαχθέντων αντικειμένων αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος, κινείται συστηματικά και μεθοδικά το Τμήμα Αρχαιοτήτων, του υφυπουργείου Πολιτισμού, που είναι το καθ’ ύλην αρμόδιο τμήμα για τη διαχείριση της αρχαιολογικής και εθνογραφικής κληρονομιάς της Κύπρου.
Σημαντικό όπλο στη φαρέτρα του Τμήματος είναι ο «περί Αρχαιοτήτων Νόμος» με τις διάφορές του τροποποιήσεις αποτελεί ένα ισχυρό νομοθετικό εργαλείο, καθώς και άλλες εθνικές νομοθεσίες, όπως εναρμονιστικές νομοθεσίες της Ε.Ε. σχετικά με την εισαγωγή, εξαγωγή και επιστροφή πολιτιστικών αγαθών αλλά και τον Τελωνειακό και τον Ποινικό Κώδικα όπως και το ίδιο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, διασφαλίζουν την προστασία και κρατική υπόσταση των αρχαιοτήτων και μνημείων του τόπου.
Σημειώνουμε πως για τη βίαιη διακοπή των αρχαιολογικών ανασκαφών εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και το πρόσφατο ντοκιμαντέρ «Σκάμματα», το οποίο δημιούργησε το Τμήμα Αρχαιοτήτων σε σκηνοθεσία Δανάης Στυλιανού.
Οι επιστροφές
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε η «Κ» στα χέρια των λειτουργών του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν επιστρέψει τους τελευταίους έξι μήνες περίπου 500 αντικείμενα, που βρίσκονταν στα χέρια ιδιωτών, πανεπιστημιακών και ιδιωτικών συλλογών, αλλά και σε χέρια αρχαιοκαπήλων (σε αυτές τις παραδόσεις περιλαμβάνονται και οι αρχαιότητες που είχαν εντοπιστεί στις αποθήκες του Τούρκου αρχαιοκάπηλου Αϊντίν Ντικμέν).
Τελευταία υπόθεση επαναπατρισμού αρχαιοτήτων είναι αυτή του Harvey Mudd College, το οποίο στις 10 Δεκεμβρίου παρέδωσε συνολικά 266 κυπριακές αρχαιότητες στην υφυπουργό Πολιτισμού Λίνα Κασσιανίδου και στην παρούσα φάση το Τμήμα Αρχαιοτήτων προχωρεί με τη συσκευασία των αρχαιοτήτων και τον επαναπατρισμό τους εντός των επόμενων ημερών, σχεδόν 100 χρόνια μετά από την εξαγωγή τους από την Κύπρο (είχαν εξαχθεί με την άδεια του νεοϊδρυθέντος Τμήματος Αρχαιοτήτων τη δεκαετία του 1930).
Φωτογραφία απ΄ο τον επαναπατρισμό πέραν των 100 κυπριακών αρχαιοτήτων (όπως και ποσοτήτων θραυσμάτων από αρχαιότητες), που είχαν παραδοθεί στην Ύπατη Αρμοστεία από τις αστυνομικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και από ιδιώτες. (φωτ. ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ)
Πιο συγκεκριμένα:
Παραδόθηκε τον Ιούνιο του 2024 στην Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Παρίσι από τις Γαλλικές Αρχές, μια προχοή της δακτυλιόποδης κεραμικής της Ύστερης Εποχής του Χαλκού που είχε εντοπιστεί σε δημοπρασία στο διαδίκτυο. Τον ίδιο μήνα επαναπατρίστηκε από τη Γερμανία πήλινη άμαξα της Κυπρο-Αρχαϊκής περιόδου που βρισκόταν σε ιδιωτική συλλογή στην περιοχή της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και είχε εντοπιστεί να πωλείται στο διαδίκτυο. Ο επαναπατρισμός έγινε μετά από συντονισμένες ενέργειες των Κυπριακών αρχών με την Eurojust.
Τον Ιούλιο 2024 παραδόθηκε στις κυπριακές αρχές στο Βερολίνο από το Alexander Malios Research Institute for Cypriot Heritage and Archaeology που εδρεύει στη Λειψία, ένας αρχαίος κυπριακός σκύφος του 8ου αι. π.Χ. Το αντικείμενο είχε καταγραφεί στα μητρώα του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην Αμμόχωστο πριν από το 1974.
Αρχαιότητες που επαναπατρίστηκαν από τη Στουγκάρδη της Γερμανίας τον Ιούλιο του 2024.
Στις 26 Ιουλίου 2024 επαναπατρίστηκαν από τη Στουτγάρδη 37 κυπριακές αρχαιότητες που είχαν παράνομα εξαχθεί από την Κύπρο τη δεκαετία του 1960 από Γερμανό υπήκοο που εργαζόταν τότε στην Πρεσβεία της Γερμανίας στη Λευκωσία. Μετά τον θάνατό του η κληρονόμος του επικοινώνησε με τις κυπριακές αρχές εκφράζοντας την επιθυμία της να παραδώσει τις αρχαιότητες για να επαναπατριστούν στην Κύπρο.
Νοέμβριος - Δεκέμβριος
Την 1η Νοεμβρίου 2024 επαναπατρίστηκε από το Παρίσι, μια δακτυλιόσχημη προχοΐσκη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού κυπριακής προέλευσης. Η αρχαιότητα είχε εντοπιστεί από το Τμήμα Αρχαιοτήτων να πωλείται σε διαδικτυακή δημοπρασία στις 23 Φεβρουαρίου 2024. Ενημερώθηκαν αμέσως οι αρμόδιες Γαλλικές αρχές μετά την παρέμβαση των οποίων, ο κάτοχος του αντικειμένου αποδέχθηκε να επιστρέψει οικειοθελώς την αρχαιότητα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η προχοΐσκη παραδόθηκε από τις τον Επικεφαλής της Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Εμπορίας πολιτιστικών αγαθών των Γαλλικών Αρχών στην Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Παρίσι στις 5 Ιουλίου 2024.
Δακτυλιόσχημη προχοΐσκη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού κυπριακής προέλευσης που επαναπατρίστηκε απο το Παρίσι της Γαλλίας την 1η Νοεμβρίου 2024.
Στις 8 Νοεμβρίου 2024 παραδόθηκε μελανή προχοΐσκη της Κυπρο-αρχαϊκής περιόδου στις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην Αυστραλία και συγκεκριμένα στην Ύπατη Αρμοστεία της Καμπέρας. Το αντικείμενο εντοπίστηκε μετά από έρευνα του Τμήματος Αρχαιοτήτων διαδικτυακά, σε οίκο δημοπρασιών και παραδόθηκε από τον κάτοχό της στις αρχές.
Στις 30 Νοεμβρίου 2024 παραδόθηκαν στις κυπριακές αρχές στη Βιέννη από τον O. D. 69 κυπριακές αρχαιότητες, για να επαναπατριστούν στην Κύπρο. Οι αρχαιότητες φυλάσσονταν σε διαμέρισμα στη Βιέννη, το οποίο κληρονόμησε ο κ. O. D. Ο ίδιος ήρθε άμεσα σε επαφή με τις κυπριακές αρχές στην Αυστρία και, αφού διαπιστώθηκε ότι είχαν εξαχθεί παράνομα από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποφάσισε όπως τις επιστρέψει. Πρόκειται για αρχαιότητες που χρονολογούνται από την Εποχή του Χαλκού μέχρι και την Οθωμανική περίοδο και αποτελούνται κυρίως από κεραμικά αγγεία, θραύσματα από λίθινα και πήλινα ειδώλια, γυάλινα μυροδοχεία, οστέινη περόνη και καπνοσύριγγα.
Στις 17 Ιουνίου 2024, παραδόθηκε στις κυπριακές αρχές στο Βερολίνο από το Alexander Malios Research Institute for Cypriot Heritage and Archaeology που εδρεύει στη Λειψία, μια κυπριακή αρχαιότητα για να επαναπατριστεί στην Κύπρο.Στη φωτογραφία ο κ. Μαλιός, η υφυπουργός Πολιτισμού δρ Βασιλική Κασσιανίδου, η πρέσβειρα της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Βερολίνο, Μαρία Παπακυριακού και η έφορος Αρχαιοτήτων Ευτυχία Ζαχαρίου.
Στις 3 Δεκεμβρίου 2024 ολοκληρώθηκε ο επαναπατρισμός πέραν των 100 κυπριακών αρχαιοτήτων (όπως και ποσοτήτων θραυσμάτων από αρχαιότητες), που είχαν παραδοθεί στην Ύπατη Αρμοστεία από τις αστυνομικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και από ιδιώτες. Οι αρχαιότητες περιλαμβάνουν λίθινα εργαλεία της Νεολιθικής περιόδου (7η-6η χιλιετία π.Χ.), πήλινα αγγεία που χρονολογούνται από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (περ. 2000 π.Χ.) μέχρι τα Μεσαιωνικά χρόνια, ένα Κυπρο-Αρχαϊκό ειδώλιο, πήλινους λύχνους της Ρωμαϊκής περιόδου, κοσμήματα διαφόρων περιόδων, χάλκινα νομίσματα και θρησκευτικές εικόνες, κυρίως του 19ου – αρχών του 20ού αιώνα. Επαναπατρίσθηκε επίσης και αριθμός θραυσμάτων από λίθινα, πήλινα και γυάλινα αγγεία και ψηφίδες.
Στις 7 Δεκεμβρίου 2024, παραδόθηκαν, στην Ύπατη Αρμοστεία στο Λονδίνο, από τον Κώστα Παρασκευαΐδη, διευθυντή της εταιρίας ArtAncient με έδρα το Λονδίνο, μια κυπριακή αρχαιότητα για να επαναπατριστεί στην Κύπρο. Πρόκειται για έναν ζωόμορφο ασκό της Μέσης Εποχής του Χαλκού (περ. 2000 π.Χ.). Το αντικείμενο είχε καταγραφεί στα μητρώα του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην Αμμόχωστο πριν από το 1974.
Ζωόμορφος ασκός της Μέσης Εποχής του Χαλκού (περ. 2000 π.Χ.). Το αντικείμενο είχε καταγραφεί στα μητρώα του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην Αμμόχωστο πριν από το 1974. Παραδόθηκε προς επιστροφή στην Κύπρο στην Ύπατη Αρμοστεία στο Λονδίνο από τον Κώστα Παρασκευαΐδη, διευθυντή της εταιρίας ArtAncient με έδρα το Λονδίνο.
Αρχαίο αντικείμενο, μεταξύ των 100 που επεστράφησαν τον Δεκέμβριο του 2024. (φωτ. ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ)
Οι 266 αρχαιότητες του Harvey Mudd College
Στις 10 Δεκεμβρίου 2024 παραδόθηκαν στο Claremont (Λος Άντζελες, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής) συνολικά 266 κυπριακές αρχαιότητες από τον αντιπρόεδρο Ακαδημαϊκών Υποθέσεων του Harvey Mudd College καθηγητή Tom Donnelly στην υφυπουργό Πολιτισμού δρα Βασιλική Κασσιανίδου. Πρόκειται για συλλογή αρχαιοτήτων που εξήχθη από τον Harvey Mudd, συνιδρυτή και ιδιοκτήτη της Cyprus Mines Corporation, της εταιρείας δηλαδή που, μεταξύ άλλων, εκμεταλλευόταν το μεταλλείο της Σκουριώτισσας μέχρι το 1976. Οι αρχαιότητες εξήχθησαν από το νησί με άδεια από το νεοσύστατο Τμήμα Αρχαιοτήτων της αποικιοκρατικής κυβέρνησης τη δεκαετία του 1930 και μεταφέρθηκαν στο Λος Άντζελες. Μετά το θάνατό του Harvey Mudd, η οικογένειά του ίδρυσε το Harvey Mudd College και όταν έφυγε από τη ζωή και η σύζυγός του, η συλλογή παραχωρήθηκε από την οικογένειά του στο πανεπιστήμιο αυτό.
Το 2017 η υφυπουργός Πολιτισμού, Λίνα Κασσιανίδου στο πλαίσιο έρευνάς της για τα αρχαία μεταλλεία, ήρθε σε επαφή με το Harvey Mudd College, ζητώντας να μελετήσει τη συλλογή αρχαιοτήτων. Η πρόεδρος του Πανεπιστημίου ενημέρωσε την εγγονή του Harvey Mudd κα Victoria Mudd, η οποία εξέφρασε την επιθυμία όπως οι αρχαιότητες παραχωρηθούν στις κυπριακές αρχές και επιστρέψουν στην Κύπρο. Τον Δεκέμβριο του 2018 υπεγράφη η σχετική συμφωνία για δωρεά των αρχαιοτήτων από το Harvey Mudd College στο Πανεπιστήμιο Κύπρου από την πρόεδρό του καθηγήτρια Maria Klawe και τον τέως Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου καθηγητή Κωνσταντίνο Χριστοφίδη.
Ανάμεσα στα αντικείμενα της συλλογής του Harvey Mudd Collegeξεχωρίζει ένα τάλαντο χαλκού σε σχήμα δοράς βοδιού της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1600-1050 π.Χ.).
Η συλλογή περιλαμβάνει πήλινα αγγεία και λύχνους, γυάλινα αντικείμενα, πυξίδα, γυναικεία ειδώλια από πηλό και ένα γυναικείο κεφάλι από ασβεστόλιθο, όπως και σημαντικό αριθμό χάλκινων εργαλείων και καθρεφτών. Τα αντικείμενα χρονολογούνται από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού μέχρι και τη Ρωμαϊκή Εποχή. Ανάμεσα στα αντικείμενα της συλλογής ξεχωρίζει ένα τάλαντο χαλκού σε σχήμα δοράς βοδιού της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1600-1050 π.Χ.). Αυτή ήταν η μορφή, με την οποία εξήγαγαν τον Κυπριακό χαλκό κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, όπως δείχνουν ευρήματα σε όλη την Ανατολική και Κεντρική Μεσόγειο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό αντικείμενο, αφού είναι μόλις το τρίτο τέτοιο τάλαντο που έχει βρεθεί ποτέ στην Κύπρο. Από τα άλλα δύο το ένα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο και το άλλο στο Κυπριακό Μουσείο.
Το Τμήμα Αρχαιοτήτων προχωρεί με τη συσκευασία των αρχαιοτήτων και τον επαναπατρισμό τους εντός των επόμενων ημερών, σχεδόν 100 χρόνια μετά από την εξαγωγή τους από την Κύπρο.
Υπόθεση Μονάχου (Dikmen)
Ο μεγαλύτερος σε αριθμό αντικειμένων επαναπατρισμός, με εμπλεκόμενο τον Τούρκο αρχαιοκάπηλο Aydin Dikmen. Ο Dikmen διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη λεηλασία και σύληση που υπέστη το πολιτιστικό τοπίο της Κύπρου μετά το 1974. Το 1997 οι Γερμανικές αστυνομικές αρχές, ενεργώντας με βάση πληροφόρηση που έλαβαν από την Αστυνομία Κύπρου, διενήργησαν έφοδο σε διαμερίσματα του Dikmen στο Μόναχο, όπου ανακάλυψαν εκατοντάδες αντικείμενα κλεμμένα από περίπου 50 εκκλησίες, από αρχαιολογικούς χώρους και από αρχαιολογικές συλλογές στα κατεχόμενα.
Εκκλησιαστικές εικόνες, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, ιερά σκεύη, χειρόγραφα και αρχαιολογικά αντικείμενα, ήταν ανάμεσα στο υλικό που κατασχέθηκε. Τα αντικείμενα αυτά χρονολογούνται από τη Νεολιθική περίοδο μέχρι και τον 19ο αιώνα και πολλά πρόκειται για σπάνια δείγματα της αρχαίας και νεότερης κυπριακής τέχνης.
Μετά από δικαστικό αγώνα στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Μονάχου, που διήρκησε 16 ολόκληρα χρόνια, ολοκληρώθηκε αισίως, μεταξύ 2013 και 2024 (συγκεκριμένα τον Ιούλιο) ο επαναπατρισμός πέραν των 250 κυπριακών αρχαιοτήτων από την υπόθεση Dikmen.
Δικαστικές υποθέσεις
Οι επαναπατρισμοί μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι, μιας και απαιτείται ισχυρή επιστημονική τεκμηρίωση και σημαντική νομική προετοιμασία, ενώ απαιτούνται και σημαντικά χρηματικά ποσά. Οι τελευταίοι επιτυχημένοι δικαστικοί αγώνες είναι της υπόθεσης Μονάχου, με εμπλεκόμενο τον Τούρκο αρχαιοκάπηλο Aydin Dikmen. Μετά από δικαστικό αγώνα στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Μονάχου, που διήρκησε 16 ολόκληρα χρόνια, ολοκληρώθηκε αισίως, μεταξύ 2013 και 2024, ο επαναπατρισμός πέραν των 250 κυπριακών αρχαιοτήτων από την υπόθεση Dikmen.
Η υπόθεση της Κανακαριάς αφορούσε τα ψηφιδωτά του 6ου αιώνα από τον Ναό της Παναγίας Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη της Καρπασίας, τα οποία αποτοιχίστηκαν και τεμαχίστηκαν μεταξύ 1978-1979 από τον Τούρκο αρχαιοκάπηλο Αϊντίν Ντικμέν.
Τέσσερα από τα τεμαχισμένα ψηφιδωτά εντοπίστηκαν το 1988 στην κατοχή της εμπόρου έργων τέχνης Peg Goldberg στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ. Η κυπριακή κυβέρνηση μαζί με την Εκκλησία της Κύπρου ξεκίνησαν αμέσως δικαστικό αγώνα εναντίον της Goldberg. Η δίκη προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον γιατί το αποτέλεσμά της θα ήταν σταθμός σε παρόμοιες υποθέσεις. Τελικά το δικαστήριο Ιντιανάπολης και το Εφετείο στο Σικάγο αποφάσισαν όπως τα 4 τμήματα ψηφιδωτών επιστραφούν στο νόμιμό τους ιδιοκτήτη, δηλαδή της Εκκλησία της Κύπρου. Τα ψηφιδωτά επιστράφηκαν το 1991 και εκτίθενται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο στη Λευκωσία. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν κι άλλοι εντοπισμοί ψηφιδωτών από την Κανακαριά με επαναπατρισμούς από τη Γερμανία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ.
Επόμενη δικαστική υπόθεση με θετική έκβαση ήταν ο επαναπατρισμός τον Ιούλιο 2023, από την Ιταλία, τριών κυπριακών αρχαιοτήτων τις οποίες είχαν κατασχέσει οι ιταλικές αρχές στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, το αρμόδιο Δικαστήριο στη Φλωρεντία, αποφάσισε ότι τρία αρχαιολογικά αντικείμενα για τα οποία η Κυπριακή Δημοκρατία αιτήθηκε επίσημα τον επαναπατρισμό τους στην Κύπρο με λεπτομερείς και εμπεριστατωμένες εκθέσεις, ήταν όντως κυπριακής προέλευσης και αποφάσισε όπως επιστραφούν στην Κύπρο.
Μακροχρόνιος δανεισμός
Μια περίπτωση επαναπατρισμού μετά από συμφωνία μακροχρόνιου δανεισμού αφορά τις τοιχογραφίες από το ναό του Άγιου Ευφημιανού της κατεχόμενης Λύσης. Οι τοιχογραφίες του 13ου αιώνα κοσμούσαν την αψίδα και τον τρούλο του ναού και εμφανίστηκαν στην παράνομη αγορά σε 38 τεμάχια. Οι τοιχογραφίες αυτές διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση πριν από το 1974 αφού το Τμήμα Αρχαιοτήτων τις είχε συντηρήσει το 1972. Είχαν αποτοιχιστεί από άτομα με ιδιαίτερη τεχνογνωσία, ενώ υπεύθυνός για την επιχείρηση ήταν και σε αυτή την περίπτωση ο αρχαιοκάπηλος Aydin Dikmen. Το 1984 οι τοιχογραφίες αγοράστηκαν από το Ίδρυμα Μένιλ στο Χιούστον του Τέξας για την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου αφού δεν κατέστη δυνατόν να αναγνωριστεί ο λαθρέμπορας, ενώ κυκλοφόρησε και η απειλή ότι εάν το ίδρυμα Μένιλ δεν αγόραζε τις τοιχογραφίες το παράνομο κύκλωμα θα φρόντιζε να τις σκορπίσει σε διάφορους αγοραστές για να είναι αδύνατον να επανενωθούν. Έτσι, υπογράφηκε πρωτόκολλο μεταξύ της Εκκλησίας της Κύπρου και του Ιδρύματος Μενίλ το οποίο προδιέγραφε ότι το ίδρυμα αναλάμβανε την κηδεμονία των τοιχογραφιών, περιλαμβανομένων και των εξόδων επιστημονικής συντήρησης και αποκατάστασης, με αντάλλαγμα την ισχύ της κηδεμονίας για είκοσι χρόνια, από το 1992. Το ίδρυμα ανέλαβε την ανέγερση κατάλληλου στεγάστρου, στη μορφή παρεκκλησίου για να εκτίθενται οι τοιχογραφίες. Μετά από σχεδόν 3 δεκαετίες παραμονής τους στο Τέξας, οι τοιχογραφίες επαναπατρίστηκαν το 2012, κατόπιν των συντονισμένων ενεργειών του κράτους και της Εκκλησίας Κύπρου.