Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η έφορος Αρχαιοτήτων Ευτυχία Ζαχαρίου και η παραγωγός και σκηνοθέτρια Δανάη Στυλιανού μιλούν στην «Κ» για το ντοκιμαντέρ «Σκάμματα» του Τμήματος Αρχαιοτήτων, που κάνει πρεμιέρα στις 24 Σεπτεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας. Η κα Ζαχαρίου λέει πως αφορμή για το ντοκιμαντέρ ήταν η επέτειος των πενήντα χρόνων από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. «Αποφασίσαμε η συμβολή του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην καταδίκη των τραγικών γεγονότων του 1974 να είναι μέσα από αυτή την κατάθεση μαρτυριών από ανθρώπους –Κύπριους και μη– που ήταν μάχιμοι τότε στο πεδίο της ανασκαφής και της αρχαιολογικής έρευνας και στη λειτουργία του Κυπριακού Μουσείου». Η Δανάη Στυλιανού λέει πως τα «Σκάμματα» αποτελούν μια ωδή στην κυπριακή αρχαιολογία και ανθρώπους που την υπηρέτησαν, «αλλά πάνω απ’ όλα για μένα προσωπικά ως δημιουργό είναι ένα βαθιά αντιμιλιταριστικό φιλμ που εξυμνεί την ειρήνη και καταγγέλλει τον φασισμό και τη στρατοκρατία».
–Κυρία Ζαχαρίου πώς ξεκίνησε η ιδέα για την παραγωγή του ντοκιμαντέρ αυτού;
–Η ιδέα για τη συγκεκριμένη παραγωγή γεννήθηκε στο Τμήμα Αρχαιοτήτων, όταν με τις συναδέλφους Ευθυμία Άλφα και Άννα Σατράκη, οι οποίες αποτελούν μαζί με εμένα την επιστημονική ομάδα της παραγωγής, διαπιστώσαμε την ανάγκη να δημιουργηθεί ένα ντοκουμέντο αφηγήσεων σε πρώτο πρόσωπο από τους πρωταγωνιστές της κυπριακής αρχαιολογίας, στα χρόνια μετά την ανεξαρτησία. Δυστυχώς αυτή η γενιά των αρχαιολόγων χάνεται και νιώσαμε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να αποτυπώσουμε τις πρωτογενείς μαρτυρίες τους, για εκείνα τα χρόνια που καθόρισαν την εξέλιξη της κυπριακής αρχαιολογίας. Αφορμή για να το κάνουμε, στάθηκε η επέτειος των πενήντα χρόνων από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Αποφασίσαμε η συμβολή του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην καταδίκη των τραγικών γεγονότων του 1974 να είναι μέσα από αυτή την κατάθεση μαρτυριών από ανθρώπους –Κύπριους και μη– που ήταν μάχιμοι τότε στο πεδίο της ανασκαφής και της αρχαιολογικής έρευνας και στη λειτουργία του Κυπριακού Μουσείου.
–Πώς δουλέψατε για την παραγωγή αυτή;
–Προσεγγίσαμε τους επτά πρωταγωνιστές μας, με τους οποίους άλλωστε διατηρούμε ιδιαίτερα στενές σχέσεις μέσα στα χρόνια, ενώ κάποιοι ήταν και συνάδελφοί μας. Πρόκειται για άτομα που εξακολουθούν να είναι ενεργά στα αρχαιολογικά πράγματα του τόπου. Η Marguerite Yon ανέσκαψε στην αρχαία Σαλαμίνα από το 1965 και έπειτα συνέχισε την αρχαιολογική έρευνα στο Κίτιον, η Odile Daune-Le Brun, η οποία ήταν μέλος της γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής στη Νεολιθική θέση Απόστολος Ανδρέας-Κάστρος από το 1970 και αργότερα, ως εκτοπισμένοι αρχαιολόγοι συνέχισαν έρευνες στη Χοιροκοιτία, η Βρετανίδα Alison South που ανέσκαψε στον Άγιο Επίκτητο – Βρυσί από το 1969 και μετά στην περιοχή της Καλαβασού και η Αυστραλιανή καθηγήτρια Jennifer Webb, με μεγάλο ανασκαφικό έργο σε διάφορες θέσεις του νησιού, η οποία σήμερα μελετά υλικό στο Κυπριακό Μουσείο, το οποίο προέρχεται από κατεχόμενες αρχαιολογικές θέσεις που ανασκάφηκαν πριν από το 1974. Παράλληλα, το ντοκιμαντέρ καταγράφει τις εμπειρίες συναδέλφων μας, του δρα Σοφοκλή Χατζησάββα, πρώην διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, ο οποίος το 1973 διεξήγαγε σημαντικότατη αρχαιολογική επισκόπηση στο τώρα κατεχόμενο μέρος της Κύπρου, και οι τεχνικοί επιθεωρητές Γιάννης Χατζησάββας και Μαρία Χατζηνικολάου, που έχουν έντονες μνήμες από το Κυπριακό Μουσείο πριν και μετά τα γεγονότα του 1974.
–Και ήρθε η συνεργασία σας με τη Δανάη Στυλιανού...
–Με τη Δανάη Στυλιανού ως σκηνοθέτρια φανήκαμε ιδιαίτερα τυχερές, αφού από την πρώτη στιγμή εργάστηκε με άψογο επαγγελματισμό και ευαισθησία. Κατανόησε τις ιδέες, τις θεματικές και τις εισηγήσεις της επιστημονικής ομάδας και σκηνοθέτησε ένα ντοκιμαντέρ, που όσο στηλιτεύει τα δεινά του πολέμου, άλλο τόσο γιορτάζει τις μεγάλες στιγμές της κυπριακής αρχαιολογίας στη δεκαετία του 1970 και τιμά τη γη και τους ανθρώπους του τόπου. Εν τέλει, το ντοκιμαντέρ αυτό εκφράζει την ανάγκη για επανένωση του νησιού μας και την προστασία και ανάδειξη της ιστορίας του τόπου μας, από κοινού με τους Τουρκοκύπριους αρχαιολόγους.
–Γιατί Σκάμματα;
–Η λέξη λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα και κουβαλά διαφορετικά νοήματα καθώς εξελίσσεται η αφήγηση. Στο πρώτο μέρος, όπου κυριαρχούν οι εικόνες από ανασκαφές που γίνονταν στο βόρειο –τώρα κατεχόμενο– τμήμα του νησιού, είναι κυριολεκτικά η ίδια η διαδικασία της ανασκαφής. Είναι τα σκάμματα των αρχαιολογικών αποστολών που, αμέσως μετά την ανεξαρτησία, με πρόσκληση του Τμήματος Αρχαιοτήτων, έψαχναν στην κυπριακή γη επιστημονικές απαντήσεις σε πολλά ερευνητικά προβλήματα. Στη συνέχεια, γίνονται τα σκάμματα του πολέμου. Το ίδιο το Κυπριακό Μουσείο ήταν στις μέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής ένα χαράκωμα του πολέμου, αφού σε απόσταση αναπνοής από την γραμμή αντιπαράθεσης, δόθηκε η μεγάλη μάχη για την προστασία των αρχαιοτήτων και τη φυγάδευσή τους στην Αθήνα. Εν τέλει, σκάμματα είναι οι χαραγές που άφησε στο σώμα της κυπριακής αρχαιολογίας το βίαιο, το αφύσικο σπάσιμο του νησιού στα δύο. Πέρα από τα μεγάλα τραύματα που άφησε ο πόλεμος σε πολλά επίπεδα στην Κύπρο, ο ακρωτηριασμός της επιστημονικής έρευνας είναι ένα από αυτά. Ως αρχαιολόγοι, δεν είμαστε πλέον σε θέση να εξετάσουμε το νησί μας ως μια ενιαία νησιωτική οντότητα, αφού η νόμιμη αρχαιολογική έρευνα διακόπηκε βίαια. Ενώ για παράδειγμα, οι συνεχιζόμενες αρχαιολογικές έρευνες στο υπόλοιπο νησί φανερώνουν ότι η πρώτη παρουσία ανθρώπων στην Κύπρο μετακινείται ολοένα και πιο πίσω στον χρόνο, τα δεδομένα για το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου δεν είναι προσβάσιμα.
Δανάη Στυλιανού: Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει αρχειακό υλικό από ανασκαφές εποχής –ξεκινώντας από το 1965– μεγάλο μέρος του οποίου δεν έχει δημοσιευθεί ποτέ ξανά στο παρελθόν. Συνυφαίνοντας το αρχειακό υλικό με τις σύγχρονες μαρτυρίες, δημιουργήσαμε μια ταινία αντιθέσεων: πρωταρχικά η ειρήνη κοντράρεται με τον πόλεμο. Ύστερα είναι το τοπίο: το ντοκιμαντέρ αναδεικνύει το γεμάτο αρχαιολογικούς θησαυρούς παρθένο τοπίο της Κύπρου της δεκαετίας ’60 - ’70 και το φέρνει σε μια αισθητή αντίθεση με την υπερανάπτυξη την οποία βιώνουμε σήμερα, και στις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής. Οι πρωταγωνιστές πριν από 50 τόσα χρόνια, ήταν νεαροί αρχαιολόγοι ή νεαρά μέλη του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, οπότε μέσα από το ντοκιμαντέρ προκύπτει το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου και μια φανερή αντίθεση της νεότητας με την ωριμότητα, αλλά και της μεταμόρφωσης του τόπου και του τοπίου.
Όταν το 1974, oι ξένες αποστολές έφυγαν από το νησί, ο Βάσος Καραγιώργης, τότε διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων, αποφάσισε να καλέσει πίσω τους ξένους αρχαιολόγους και να τους δώσει να διερευνήσουν αρχαιολογικές θέσεις στην ελεύθερη περιοχή, την αμέσως επόμενη χρονιά. Το 1975 λοιπόν, οι ξένες αποστολές άρχισαν να επιστρέφουν. Πολλοί από τους αρχαιολόγους παρόλο που έχουν αφυπηρετήσει, μένουν ακόμα εδώ στο νησί – κάτι που βρίσκω ιδιαίτερα συγκινητικό. Παρόλο που έχασαν τις θέσεις που ανέσκαπταν στα κατεχόμενα, οι ξένοι αρχαιολόγοι δεν εγκατέλειψαν την Κύπρο αλλά επέστρεψαν, συνέχισαν, ανακαλύπτοντας μάλιστα σημαντικότατους αρχαιολογικούς χώρους και πολλά σημαντικά ευρήματα στην πορεία. Παράλληλα, η ταινία αφηγείται την επείγουσα μετακίνηση των αρχαιοτήτων από το Κυπριακό Μουσείο στην Αθήνα το 1974, και συγκεκριμένα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Eνα αντιμιλιταριστικό φιλμ
Η Αυστραλιανή αρχαιολόγος Jennifer Webb στις αποθήκες του Κυπριακού Μουσείου.
H Καθηγήτρια-αρχαιολόγος Μarguerite Yon μελετά διαφάνειες εποχής από τις ανασκαφές στην αρχαία Σαλαμίνα.
H Γαλλίδα αρχαιολόγος Odile Daune Le Brun στον αρχαιολογικό χώρο Κάστρος στον Απόστολο Ανδρέα.
–Δανάη, ποιο είναι το συναίσθημα που κυριάρχησε φτιάχνοντας το ντοκιμαντέρ αυτό;
–Ένιωθα πραγματικά συνεπαρμένη με το αντικείμενο της έρευνας. Αυτό που με συγκλόνισε περισσότερο, πέραν από τις μαρτυρίες που καταγράψαμε, ήταν όλες αυτές οι φωτογραφίες αρχείου που έπεσαν στα χέρια μου και οι οποίες φανέρωναν μιαν άλλη Κύπρο, την οποία εγώ δεν έχω γνωρίσει. Μια Κύπρο που δεν είχε ακόμα πέσει θύμα της υπερανάπτυξης, υπήρχαν ελάχιστα αυτοκίνητα και η ζωή διακρινόταν από μια απλότητα που έχει χαθεί μια για πάντα. Μερικά χρόνια αργότερα, και το παρουσιάζουμε αυτό στην ταινία, λόγω της εισβολής, των μετακινήσεων του πληθυσμού και των μεγάλων αναγκών που προέκυψαν, κατασκευαζόταν ήδη ο αυτοκινητόδρομος Λευκωσίας-Λεμεσού. Αυτό είναι κάτι που πάντα με συγκλονίζει στην ιστορία της Κύπρου – πόσο ραγδαία συμβαίνει εδώ η ανάπτυξη. Το πόσο εύκολα σβήνουμε το τοπίο που έχει επιβιώσει αιώνες ολόκληρους στον βωμό της ανάπτυξης.
Στη διαδικασία του μοντάζ το πιο συναρπαστικό για μένα ήταν να προσπαθήσω να αναδείξω την απλότητα της ζωής προ του 1974, χωρίς ταυτόχρονα να την εξιδανικεύω, γιατί προφανώς τα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1964 μέχρι το 1974 ήταν δύσκολα και πολύ βίαια λόγω των διακοινοτικών ταραχών, τον περιορισμό των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες, και τη δράση παραστρατιωτικών οργανώσεων. Ο κάθε θεατής κουβαλώντας τις δικές του εμπειρίες θα βιώσει διαφορετικά το αίσθημα συγκίνησης που διαπερνά την ταινία. Ζούμε σε ένα τόπο με συγκλονιστική ιστορία αιώνων και μια μνήμη που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Αυτή θέλαμε να διαφυλάξουμε. Μέσα από αυτές τις αναζητήσεις του χρόνου και της μνήμης έρχεται και η συνειδητοποίηση: χάθηκε ένας τεράστιος αρχαιολογικός πλούτος λόγω του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας. Το να βλέπεις τη ζωή μέσα από την αρχαιολογία σε βοηθά να αποκτήσεις μια πιο σφαιρική άποψη για τον κόσμο, για ένα κόσμο που υπήρξε για χιλιάδες χρόνια πριν από εσένα.
–Παρουσιάζεται και ένας κόσμος πιο ιδιωτικός, μέσω των προσωπικών μαρτυριών ανθρώπων που βίωσαν, πώς είδες εσύ αυτόν τον κόσμο;
–Μέσα στην ταινία ασφαλώς αναδεικνύεται και ο ιδιωτικός κόσμος των πρωταγωνιστών – γνωρίζουμε σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο καθένας ως νεαρό άτομο τότε. Και έχει κι αυτό τη σημασία του, γιατί ο καθένας από εμάς μπορεί να συσχετιστεί. Η ταινία αφηγείται με λεπτομέρεια και μέσα από συναρπαστικές εικόνες τη ζωή των αρχαιολογικών αποστολών και τις σχέσεις που έκτισαν με τους ντόπιους εργάτες των ανασκαφών και τους χωρικούς των γειτονικών χωριών. Οι σχέσεις ήταν τόσο βαθιές που ακόμη και μετά τον ξεριζωμό υπήρξαν εργάτες που μεταφέρθηκαν σε ανασκαφές στις ελεύθερες περιοχές, συνοδεύοντας τους ίδιους ξένους αρχαιολόγους, όταν αυτοί πλέον επέστρεψαν στο νησί.
–Ποιες ήταν οι καλλιτεχνικές ιδιαιτερότητες που αντιμετώπισες, δουλεύοντας αυτό το ντοκιμαντέρ;
–Το ντοκιμαντέρ καταπιάνεται με θέματα σύνθετα σε ό,τι αφορά στην επιστήμη της αρχαιολογίας έτσι ήταν καθοριστική η συνεργασία που είχα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων και συγκεκριμένα την Έφορο Αρχαιοτήτων Ευτυχία Ζαχαρίου και τις αρχαιολογικούς λειτουργούς Ευθυμία Άλφα και Άννα Σατράκη στην επιμέλεια του αρχαιολογικού περιεχομένου. Από σκηνοθετικής ματιάς, επικεντρώθηκα στο να κτίσω μια γέφυρα ανάμεσα στο επιστημονικό κομμάτι και στο ανθρώπινο. Η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα του ντοκιμαντέρ αυτού πιστεύω πως ήταν να κατορθώσουμε να συνδυάσουμε ετερόκλητο υλικό από διαφορετικές στιγμές στον χρόνο, καθώς και να ιχνογραφήσουμε τα γνωστά γεγονότα χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές υπερβολές αλλά από μια νέα οπτική. Και πιστεύω πως η οπτική των ξένων αρχαιολόγων που ένιωθαν τόσο οικεία στην Κύπρο, αλλά και των ανθρώπων του Τμήματος Αρχαιοτήτων που αισθάνονταν σχεδόν σπίτι τους το Μουσείο, προβάλλουν μια νέα διάσταση που δεν έχουμε ξανασυναντήσει σε σχέση με την εξιστόρηση των γεγονότων του 1974. Στην αναζήτηση του δρόμου που θα ακολουθούσαμε είχα εμπιστοσύνη στη διαδικασία της δημιουργίας και έμεινα ανοιχτή σε νέες πληροφορίες, ερεθίσματα και υλικό που προέκυπτε στην πορεία. Οι αρχαιολόγοι, το Τμήμα Αρχαιοτήτων και όλοι όσοι συμμετείχαν στην ταινία μοιράστηκαν απλόχερα μαζί μου το υλικό αυτό και την προφορική τους ιστορία. Το ντοκιμαντέρ αποτελεί μια ωδή στην κυπριακή αρχαιολογία και ανθρώπους που την υπηρέτησαν, αλλά πάνω απ’ όλα για μένα προσωπικά ως δημιουργό είναι ένα βαθιά αντιμιλιταριστικό φιλμ που εξυμνεί την ειρήνη και καταγγέλλει τον φασισμό και τη στρατοκρατία.
Πληροφορίες: Το ντοκιμαντέρ Σκάμματα θα προβληθεί για πρώτη φορά την Τρίτη, 24 Σεπτεμβρίου και ώρα 19:30 στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας. Επόμενη προβολή: Δευτέρα, 21 Οκτωβρίου, 20:30, Θέατρο Ριάλτο. Είσοδος ελεύθερη.