Kathimerini.gr
Βίβιαν Στεργίου
«Ολα είναι όμορφα σε αυτόν τον κόσμο. Είναι όμορφα κι ας είμαστε τόσο κακοί εμείς. Είμαστε κακοί και καλοί μαζί» (Φ. Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμάζοβ, μετάφραση Αρης Αλεξάνδρου). Κατεβάζω το βιβλίο κι αφήνω τη φράση να λιώσει μέσα μου.
Ολα γύρω μου είναι τόσο όμορφα. Σε μια μικρή πόλη της Ισπανίας, μεσημέρι του 2019, κάτω απ’ τον καλοκαιρινό ήλιο και μία λεπτή σκιά από φοινικιές. Σκέφτομαι αν είμαι απολύτως γραφική με τον χοντρό καφετί τόμο των εκδόσεων Γκοβόστη, με την διεθνώς αναγνωρίσιμη φάτσα του συγγραφέα στο χέρι, με τις απερίγραπτες σημειώσεις μου για το καλό και το κακό, το Θεό και άλλα γκόθικ και μελοδραματικά, πλάι στα σύνεργα του τουρισμού μου, μπύρες και αντηλιακό. Μήπως είμαι χίπστερ; Κι από την άλλη, τι να διαβάσει κανείς το καλοκαίρι, αν όχι κάτι χοντρό;
Το βιβλίο παραλίας οφείλει να είναι χοντρό. Ο αργός χρόνος κοντά στη θάλασσα, το στρίμωγμα κάτω από μία παχιά σκιά, τα θορυβάκια της καλοκαιρινής νύχτας, είναι ιδανικές συνθήκες για να διαβάσει κανείς τους μεγάλους. Για να νιώσεις πραγματικά Αννα Καρένινα (αν υποτεθεί πως έχεις αυτή τη διαστροφή), χρειάζεται να μπεις σ’ έναν κόσμο που ξεδιπλώνεται αργά. Το καλοκαίρι, τα τοπία του, οι ώρες, έχουν τον χώρο για κάτι τέτοιο.
Ο Μπαλζάκ είναι απείρως απολαυστικός και απορώ που δεν θεωρείται ανάγνωσμα ξαπλώστρας. Ο Τολστόι είναι εθιστικός, ό,τι πρέπει για ολονυχτία στο μπαλκόνι με ανεμιστήρα.
Ενα από τα Σαββατοκύριακα του Ιουλίου μια φίλη σ’ ένα εξοχικό διάβαζε το Πόλεμος και Ειρήνη. Δοκίμαζε τέτοια αναγνωστική ταραχή που ένιωθε μια απόσταση από τα πράγματα. Σαν να μην την αφορούσε ακριβώς ο κόσμος. Σαν να είχε ερωτευτεί το βιβλίο και ό,τι είναι εκτός βιβλίου να το άκουγε ή να το έβλεπε πίσω από ένα πέπλο. Είναι μία κατάσταση απόλυτης διανοητικής ηδονής, ένα μασάζ του μυαλού. Πότε άλλοτε μπορεί κανείς να πετάξει το κινητό βαθιά στον πάτο της τσάντας με τα είδη θαλάσσης, να φάει Τουργκένιεφ για πρωινό και να δει τον κόσμο πίσω από ένα τέτοιο πέπλο;
Φέτος το καλοκαίρι έπιασα το Virgin in the Garden της A.S. Byatt (ετοιμάζεται και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις). Όπως και στην Εμμονή (σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά) η συγγραφέας επιδίδεται σ’ ένα διανοητικό παιχνίδι με τους αναγνώστες και τους χαρακτήρες της, όλο βροχερά τοπία, κρυφοφανερούς έρωτες και σιγανές ματιές στη ματαιοδοξία καλλιτεχνών, ακαδημαϊκών και υποστηρικτών τους. Εχει κάτι απολαυστικά σαδιστικό η γραφή της.
Είναι βασανιστικό και ερεθιστικό αναγνωστικά να ακουμπάς μέσα απ’ το βλέμμα της συγγραφέως τα κρέατα στη βιτρίνα του κρεοπωλείου σχεδόν ένα ένα, τις υφές των ρούχων, τα περίτεχνα ακριβά αντικείμενα του συλλέκτη. Σε καλεί να συμμετάσχεις σε ένα ερωτικό και διανοητικό κυνηγητό. Σαν να βγαίνεις ραντεβού με μια υπερμορφωμένη ασέξουαλ, σαν να θέλει και να μη θέλει να σού χαρίσει πραγματικά την προσοχή της, σαν να σού υπόσχεται αναγνωστικές επιβραβεύσεις που κάπως πρέπει να τις κερδίσεις μέσα απ’ τις σελίδες. Η Byatt παίρνει φόρα να πει για έναν ερωτικό τρίγωνο ή για καταπιεσμένες ερωτικές επιθυμίες στην ασήμαντη επαρχία με την οποία καταπιάνεται και μετά το κόβει, ασχολείται με τα λουλούδια, με σκέψεις της περί αισθητικής που τίποτα περιττό δεν έχουν, αλλά που γεμίζουν τις γραμμές γύρω από το ξεδίπλωμα της ερωτικής της ιστορίας και μετά επανέρχεται, όλο λαχτάρα και αποφασιστικότητα και ξαναξεκινάει την καταγραφή της περιπέτειας της απώθησης και της έλξης, της ερωτικής επιθυμίας.
Η Εμμονή είναι 648 σελίδες στην ελληνική έκδοση. Το Virgin είναι πάνω από 500 στα αγγλικά. Προφανώς, όσοι διαβάζουμε τέτοια πράγματα αντλούμε μία χαρά από το ίδιο το μέγεθος του συγγραφικού επιτεύγματος, από την ίδια την επαφή με ένα άνθρωπο που όντως κάθισε και τα σκέφτηκε και τα έγραψε όλ’ αυτά. Το μέγεθος της διανοητικής προσπάθειας που δικαιώνεται προσθέτει στον ερωτισμό που έτσι κι αλλιώς είναι διάχυτος: η συγγραφέας μάς ωθεί σε μία ταπείνωση μπροστά της, ενώ ταυτόχρονα έχει πλήρη επίγνωση της δύναμής της, της διανοητικής της υπεροχής. Σκληρό φλερτ δηλαδή.
Αυτά τα χοντρά βιβλία ξέρουν να αγκαλιάζουν. Σε περικυκλώνουν και μέσα τους είσαι ασφαλής. Ή τουλάχιστον εγώ έτσι νιώθω, πως μέσα τους είμαι ασφαλής να ζήσω, επιτέλους, χωρίς συνέπειες. Είναι εξαντλητικό οι πράξεις μου να έχουν συνέπειες και να πρέπει διαρκώς να λαμβάνω αποφάσεις. Το να έχω μια ζωή, επίσης, μου φαίνεται εντελώς απαράδεκτο. Στα χοντρά μυθιστορήματα ζω χωρίς να πρέπει να λαμβάνω αποφάσεις-και παίρνω τόση κρυφή χαρά με το γκρέμισμα των χαρακτήρων του Μπαλζάκ ή με την ερωτική οδύνη όλων αυτών των ευγενικών κοριτσιών στη Byatt όταν λαμβάνεται η λάθος απόφαση, όταν γίνεται η στραβή.
Αν ο Αύγουστος είναι ο μήνας που ο χρόνος κολλάει, τότε που μπορείς να βγεις οφλάιν και να χαζέψεις τις λίμνες και τις βουνοκορφές, το βιβλίο ταξιδιού οφείλει να είναι χοντρό, εκατοντάδες σελίδες, και να καταπιάνεται με τα μεγάλα θέματα, τον θάνατο και τη ζωή, τους έρωτες και την επιθυμία, τους γάμους και την δυστυχία των οικογενειών.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί υποτίθεται το καλοκαίρι, που είναι γεμάτο μυρωδιές και γυμνά σώματα, είναι ο καιρός της σαχλαμάρας στην κρυφή μας παραλία ή στην καμπίνα του αεροπλάνου. Λες και τα έργα των τεράτων της λογοτεχνίας δεν είναι μία απ’ τις πιο προσωπικές και αθόρυβες ηδονές που μπορεί να δοκιμάσει κανείς.