Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η Μαρία Α. Ιωάννου, μία από τις διοργανώτριες του διεθνούς φεστιβάλ ΣΑΡΔΑΜ: η λογοτεχνία αλλιώς, μιλάει στην «Κ» για τη 10η επετειακή έκδοση του φεστιβάλ, που θα πραγματοποιηθεί στις 23, 24, 25 Σεπτεμβρίου στη Λεμεσό και στις 22 Οκτωβρίου στην Αθήνα. Το Σαρδάμ μού λέει η Μαρία είναι πάντα κάτι καινούργιο, «κάτι που δεν ζητάει από μένα να το εγκρίνω ή να εξοικειωθώ μαζί του, αλλά κάτι που με προσκαλεί να δω τα πράγματα αλλιώς, έστω και για ένα βράδυ». Το λογοτεχνικό φεστιβάλ Σαρδάμ, όπως αναφέρει η Μαρία φέρνει την καλλιτεχνική κοινότητα της Κύπρου, και όχι απαραίτητα μόνο τούς συγγραφείς, σε επαφή με νέες τάσεις του εξωτερικού, ενθαρρύνοντας τον πειραματισμό και παίζοντας με τα όρια του τι εστί λογοτεχνική περφόρμανς.
Στη φετινή επετειακή εκδοχή, όπως αναφέρεται και στο δελτίο Τύπου, επιστρέφουν στη σκηνή του φεστιβάλ σημαντικοί συμμετέχοντες προηγούμενων διοργανώσεων (Katalin Ladik - Yoko Ono Prize 2016, Tomomi Adachi - Prix Ars Electronica 2019 κ.ά.), αλλά και νέοι συμμετέχοντες (Narcisse - νικητής του Poetry Slam Γαλλίας 2013 και του Poetry Slam Κύπρου 2018, Αντώνης Βολανάκης - συμμετοχή στην Documenta14 to 2017 κ.ά.), ενώ για πρώτη φορά η ομαδική βραδιά του φεστιβάλ (Main Event) μεταφέρεται στο θέατρο Ριάλτο στη Λεμεσό, το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου!
–Πώς βοηθάνε φεστιβάλ όπως το sardam τη λογοτεχνική κοινότητα της Κύπρου;
Το Σαρδάμ φέρνει την καλλιτεχνική κοινότητα της Κύπρου, και όχι απαραίτητα μόνο τούς συγγραφείς, σε επαφή με νέες τάσεις του εξωτερικού
–Νομίζω φεστιβάλ όπως το Σαρδάμ, που ακολουθούν μια διαθεματική προσέγγιση στη λογοτεχνία και την επιτέλεσή της, φέρνουν το κοινό πιο κοντά στον λόγο και τη λογοτεχνία, προσφέρουν μια αμεσότητα και δημιουργούν μια ενδιαφέρουσα δυναμική στη λογοτεχνική κοινότητα της Κύπρου και όχι μόνο. Συγγραφείς-περφόρμερ και άλλοι καλλιτέχνες έρχονται σε επαφή, συνδιαλέγονται, πειραματίζονται με τις λέξεις, δημιουργώντας υβριδικά δρώμενα, οι λέξεις συχνά δραπετεύουν από το χαρτί ή τον υπολογιστή, γίνονται ήχος, ρυθμός, εικόνα, και όλο αυτό μας κάνει σίγουρα να επιστρέφουμε στα κείμενά μας λίγο διαφορετικοί. Είτε γιατί το ζήσαμε στη σκηνή ως περφόρμερ, είτε γιατί βρεθήκαμε στο θέατρο ως θεατές. Το Σαρδάμ φέρνει την καλλιτεχνική κοινότητα της Κύπρου, και όχι απαραίτητα μόνο τούς συγγραφείς, σε επαφή με νέες τάσεις του εξωτερικού, ενθαρρύνοντας τον πειραματισμό και παίζοντας με τα όρια του τι εστί λογοτεχνική περφόρμανς.
–Οι Κύπριοι λογοτέχνες επιμένουν στην παραδοσιακή φόρμα ή έχουν αρχίσει να εκφράζονται με πιο πρωτότυπους τρόπους;
–Θεωρώ πως πλέον γράφουμε με διάφορους τρόπους στην Κύπρο, και η λογοτεχνική εγχώρια παραγωγή πάει όλο και καλύτερα. Η αποδοχή στην Ελλάδα είναι επίσης μεγαλύτερη, και έχει αρχίσει να αγκαλιάζεται και η χρήση της κυπριακής διαλέκτου. Υπάρχει μια ποικιλομορφία σίγουρα, αν και η κυπριακή λογοτεχνία ορίζεται συχνά από ένα ιστορικό πλαίσιο, από το τραύμα. Όμως, αυτό που παρατηρώ με ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια είναι πώς αυτό το τραύμα εκφράζεται λογοτεχνικά αλλιώς από γενιά σε γενιά και από συγγραφέα σε συγγραφέα. Οι Κύπριοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τεχνικές και φόρμες που μετουσιώνουν την τραγωδία σε μια λογοτεχνία που κάποτε ξεφεύγει από τα όρια της εντοπιότητας. Εννοείται πως έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε, να τολμήσουμε ίσως περισσότερο λογοτεχνικά, να αποφύγουμε τα τετριμμένα ή ευρέως αποδεκτά, αλλά αυτό έρχεται σιγά σιγά, θεωρώ, και εξαρτάται και από την ιδιοσυγκρασία και τις αντοχές του κάθε δημιουργού, καθώς και από το τι θέλει να εκφράσει ο καθένας από μας μέσα από τα κείμενά του, ποιο αποτύπωμα θέλει να αφήσει στη λογοτεχνία του τόπου αλλά και στον ίδιο τον τόπο.
–Είναι το κυπριακό κοινό εξοικειωμένο με περισσότερο καινοτόμες μορφές έκφρασης;
–Νομίζω εξοικειώνεται. Και φεστιβάλ όπως το Σαρδάμ έχουν βάλει το λιθαράκι τους σε αυτό. Θυμάμαι τα πρώτα Σαρδάμ, την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε ηχητικός ποιητής στην Κύπρο για παράδειγμα, ή την πρώτη φορά που είδαμε τη λογοτεχνία να συνδυάζεται με σένσορες, με εικονική πραγματικότητα, με την Αρχιτεκτονική, με τον σύγχρονο χορό, συνδυασμούς που δεν είχαμε ξαναδεί μέχρι εκείνη τη στιγμή, συνδυασμούς που ξύπνησαν και ξυπνούν άλλους συνδυασμούς. Και για μένα, αν και έχουν περάσει δέκα χρόνια, το Σαρδάμ είναι πάντα κάτι καινούργιο, κάτι που δεν ζητάει από μένα να το εγκρίνω ή να εξοικειωθώ μαζί του, αλλά κάτι που με προσκαλεί να δω τα πράγματα αλλιώς, έστω και για ένα βράδυ.
–Πώς θα περιέγραφες εσύ την καινοτόμα/πρωτότυπη επιτέλεση της λογοτεχνίας;
–Όπως ίσως λειτουργεί και το σαρδάμ σε μια λέξη, ως ένα μπέρδεμα, με την καλή έννοια, ως μια αντιστροφή, ένα αναποδογύρισμα των πραγμάτων, μια μεταμόρφωση, μια διαφορετική όψη και οπτική γωνία.
–Μετά από 10 χρόνια, ποιο είναι το αποτύπωμα του φεστιβάλ στην εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή;
–Πιστεύω πως το Σαρδάμ έφερε τη λογοτεχνία στη σκηνή, έφερε τους λογοτέχνες πιο κοντά στο κοινό, ενθάρρυνε καλλιτέχνες άλλων μέσων να ενδιαφερθούν περισσότερο για τη χρήση του λόγου σε δρώμενά τους, βοήθησε συγγραφείς να τολμήσουν να δοκιμαστούν στη λογοτεχνική περφόρμανς και στον συνδυασμό των λέξεων με άλλες τέχνες, για κάποιους από εμάς άλλαξε λίγο και τον τρόπο που γράφουμε, τον τρόπο που χρησιμοποιούμε τον ρυθμό, την επανάληψη, την παραστατικότητα και το οπτικό στοιχείο στα βιβλία μας. Αυτό πιστεύω. Αν και το πραγματικό αποτύπωμα θα φανεί αφού το Σαρδάμ σταματήσει να υπάρχει.
Περισσότερες πληροφορίες – http://www.sardamcy.wordpress.com