Του Απόστολου Κουρουπάκη
Στις 22 Αυγούστου 1974 ο Δώρος Λοΐζου δημοσιεύει στην εφημερίδα «Τα Νέα» το ποίημά του «Το τραγούδι του Λεύτερου», ένα ποίημα που κοιτούσε κατάματα τη συμφορά των προηγούμενων ημερών, αν και το ποίημα είχε γραφτεί πολλά χρόνια πριν, με άλλο τίτλο, σε άλλο συγκείμενο, ο πρώτος τίτλος ήταν «Ημέρα Ειρήνης, 15 Νοεμβρίου 1969» και είχε γραφτεί στις ΗΠΑ, όπου σπούδαζε ο Δώρος, ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ανοικτή πληγή για την αμερικανική κοινωνία και ο Δώρος δεν μπορούσε να μείνει σιωπηλός... Επιστρέφει στην Κύπρο, όπου η οξυμένη πολιτική κατάσταση τον τροφοδοτεί με νέα ερεθίσματα, αλλάζει λέξεις από τα ποιήματά του, στο ποίημα, το «Ημέρα Ειρήνης, 15 Νοεμβρίου 1969» ο Δώρος μιλάει για αστυνομικούς, στη δεύτερη εκδοχή τους χαρακτηρίζει, γράφει για «ειδικούς αστυνομικούς», οι «σημαίες» της πρώτης εκδοχής γίνονται «ντουφέκια», οι καιροί είναι δύσκολοι, ο Δώρος δεν καταθέτει τα όπλα του, που δεν είναι άλλα από τις ίδιες τις λέξεις του.
Έχει μελετήσει καλά τον Λόρκα, έχει συνομιλήσει μαζί του και σαν να ξέρει τι τον περιμένει και γράφει στο ποίημά του «Τούτος ο κόσμος που γνώρισες», σαν να ήξερε: «Έρχονται πάλι | έρχονται Φεντερίκο | Μαύρα μάτια, μαύρες καρδιές, μαύρες κάννες» | Έρχονται να σε ξανασκοτώσουν | κι ύστερα θα πουν | ότι σε σκότωσαν κατά λάθος | πως ήταν ατύχημα τυχαίο περιστατικό».
Ο Δώρος Λοΐζου δολοφονήθηκε από μαύρες καρδιές, από κάννες όπλων, εν μέση οδώ, που δεν μαύρισαν στη Μεσαορία, εν καιρώ πολέμου, αλλά βρήκαν στόχο, όταν η Μεσσαρκά είχε γίνει απέραντο νεκροταφείο, μία κοιλάδα μπαρουτοκαμμένη... αν και ο ποιητής είχε γράψει στο ποίημά του «Οι γεωργοί της Μεσσαρκάς» πως «[...] καλά το ξέρουμε | πως για να γίνει το θαύμα | πολλά της καρδιάς τα δάκρυα, ο πόνος, η αγωνία.» και κλείνει το ποίημά του αυτό έτσι... «Παναγία, βροχοκυρά, | οι γεωργοί της Μεσσαρκάς | δέονταί σου»... και 48 χρόνια μετά ο Δώρος βλέπει τους ακόμα δεόμενους, και αναρωτιέμαι τι να σκέφτεται ένας νέος που έφυγε από δολοφονημένος από ανθρώπους που το φως δεν μπορούσαν να το αντέξουν;
Οι «σημαίες» της πρώτης εκδοχής γίνονται «ντουφέκια», οι καιροί είναι δύσκολοι, ο Δώρος δεν καταθέτει τα όπλα του, που δεν είναι άλλα από τις ίδιες τις λέξεις του
«Πώς να πιστεύσης
σε μια άχρηστη λέξη...»
Ο Δώρος Λοΐζου δεν φοβήθηκε, θαυμάζω το θάρρος του. Δεν τον γνώρισα, δεν άφησαν κάποιοι περίφημοι Έλληνες πολλούς και πολλές να τον γνωρίσουν καλύτερα, μέσα από το αρχείο του όμως, διαβάζοντας τα κείμενά του, βλέποντας τα σχέδιά του, αισθάνομαι ότι το δίκαιο ήταν αυτό που τον οδηγούσε προς το φως. Τολμητίας νέος, ιδεολόγος, δημοσιεύει την Παρασκευή 14 Ιουνίου 1974 στη «Σοσιαλιστική Έκφραση» το ποίημα «... Κλάσις Επιστρατεύσεως, 1962», έναν μόλις μήνα πριν από το πραξικόπημα, που άνοιξε την πύλη της κόλασης, αυτή την πύλη που κάποιοι περίφημοι Έλληνες άφησαν αμαντάλωτη: «Ήρθανε λέει, | να μας διδάξουν | τον πόλεμο | και τη δική τους πατρίδα, | την ανύπαρχτη» και στην τελευταία στροφή από το ποίημά του «Κλάσις»: «Τώρα τι ξελαρυγγιάζονται | μ’ εμβατήρια και συνθήματα | και μας κουράζουν με παρελάσεις και λόγους; | Τι θέλουν από μία λέξη; | Πώς να πιστεύσης σε μια άχρηστη λέξη; | Και πώς είναι δυνατό | να ισορροπήσης ένα ολόκληρο λαό | πάνω σε μία σάπια λέξη;», ένας λαός που παραμένει μετέωρος μεταξύ του χθες και του σήμερα...
Πόσο όμως τόλμησε ο Δώρος εκείνα τα ταραγμένα χρόνια; Πολύ, σκέφτομαι, έβλεπε τι συνέβαινε στην πατρίδα του και τα ζύγιζε μέσα του, δεν τον φόβιζαν φαίνεται ούτε οι μαύρες καρδιές, ούτε τα μαύρα μάτια, ούτε οι κάννες, και έγραφε στο ποίημά του «Οι σημαίες που ξέφτισαν»: «Οι σημαίες κυματίζουν ανάποδα | πού είναι η πατρίδα; | Πούναι οι ήρωες; | Οι σημαίες έγιναν σκιάχτρα | στα χωράφια των λαών | να τρομάζουν την ελευθερία. | Πούναι η πατρίδα; | Πούναι οι ήρωες; | Ερήμωση. | Οι σημαίες σημειώνουν σηψαιμία.» και πρέπει να προλάβουμε πριν έλθει ο ακρωτηριασμός, που εν τέλει δεν προλάβαμε, για κάποιους περήφανους Έλληνες, η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ακόμα να καταλάβουν, έστω και αν πέρασαν 48 χρόνια, ότι δυστυχώς ο ασθενής απέθανε, ή έστω πνέει τα λοίσθια και εμείς ξανά λάβαρα και σημαίες και ας δέονται οι γεωργοί της Μεσσαρκάς εις τον αιώνα τον άπαντα. Ο Δώρος Λοΐζου δολοφονήθηκε, όπως πριν από μερικές ημέρες είχε δολοφονηθεί η Κύπρος, και να που ξανά ο στίχος του χτυπάει κέντρο... «Οι σημαίες έγιναν σκιάχτρα | στα χωράφια των λαών»... Προφήτης ο Λοΐζου; Δεν νομίζω, αναγνώστης καλός των ημερών του, και των ανθρώπων λέω... Το καλοκαίρι του 1967 έγραφε: «Κι οι ποιητές να γράφουν πρέπει διαρκώς, γιατί έξαφνα πεθαίνουν. Κι όταν νιώθεις την ανάγκη να γράψεις, γράφεις ώσπου να λυτρωθείς» και συνέχιζε σε άλλο σημείο: «Δεν ξέρω ώσπου να φτάσει κανείς με τις λέξεις. Αν η ποίηση είναι αρκετή να μας ελευθερώσει, πριν ανταμώσουμε με τον θάνατο». Ο Δώρος Λοΐζου αντάμωσε τον θάνατο, ελευθερώθηκε, πριν δει ελευθερωμένη την πατρίδα του, επειδή έτσι αποφάσισαν κάποιοι ήρωες που δεν φάνηκαν πούποτε, που ο ίδιος τους αναζητούσε, πολύ πριν χρειαστεί να δώσουν το παρών τους... θυμάστε τον στίχο; «Πούναι οι ήρωες;».
Ο Δώρος Λοΐζου δολοφονήθηκε και άφησε μερικά ποιήματά του, δεν γνωρίζω τι ποιητής θα γινόταν, ποια καριέρα θα ακολουθούσε, αν θα αγωνιζόταν ακόμη πιο έντονα για να βρει Ανθρώπους και Ελευθερία. Μάλλον θα το έκανε, αυτή είναι η αίσθησή μου, κάθε φορά που ανατρέχω στα χειρόγραφά του.
«Soldato Muerto»
Η εφημερίδα «Τα Νέα» στις 31 Αυγούστου 1974 αποχαιρετά τον Δώρο Λοΐζου με το ποίημα «Soldato Myerto» του Κουβανού ποιητή Nicolas Guillen (1902-1989), το οποίο είχε μεταφράσει ο Δώρος, όπως συνήθιζε να κάνει... και αυτό το ποίημα μοιάζει να έχει επιλεγεί επίτηδες, το μεταφέρω και εγώ, τιμής ένεκεν για τον Δώρο που ρίσκαρε και πλήρωσε, που έγραψε ελεύθερος και κάποιοι δεν του το συγχωρέσαν ποτέ:
«Ποια σφαίρα τον σκότωσε;
Κανείς δεν ξέρει
Πού νάχε γεννηθεί;
Στο Τζιοβελάνος λένε.
Πώς έγινε και τον μαζέψανε;
Ήταν ξαπλωμένος στον δρόμο
και μερικοί στρατιώτες τον είδαν.
Ποια σφαίρα τον σκότωσε;
Η αγαπητικιά του έρχεται και τον φιλά
Η μάνα του έρχεται και τον κλαίει.
Όταν ο αξιωματικός έρχεται
το μόνο που λέει, είναι:
Θάψτε τον.
Ρατα-τατ-τάτ.
Πάει ο νεκρός στρατιώτης
Ρατα-τατ-τάτ.
Τον μαζέψανε από τον δρόμο.
Ρατα-τατ-τάτ.
Ένας στρατιώτης δεν είναι τίποτε.
Ρατα-τατ-τάτ.
Έχουμε μπόλικους στρατιώτες».
Μα και ο Δημήτρης Μυστακίδης-Μεσεβρινός, όταν ο πατέρας του Δώρου Λοΐζου, ο Βύρωνας Λοΐζου, του στέλνει τη μεταφρασμένη στα αγγλικά post mortem συλλογή του Δώρου, του γράφει: «Η έκδοση αφτη είναι κάτι παραπάνω απο μια τιμητικη χειρονομία στον μεγάλο αφτο γιο της Κύπρος. Ταφτόχρονα αποτελεί έργο διαφώτισης, δηλαδη αγώνα στην υπηρεσία της τραγικης πατρίδας-του».
Ο Δώρος Λοΐζου δολοφονήθηκε και άφησε μερικά ποιήματά του, δεν γνωρίζω τι ποιητής θα γινόταν, ποια καριέρα θα ακολουθούσε, αν θα αγωνιζόταν ακόμη πιο έντονα για να βρει Ανθρώπους και Ελευθερία. Μάλλον θα το έκανε, αυτή είναι η αίσθησή μου, κάθε φορά που ανατρέχω στα χειρόγραφά του, αγαπούσε το φως και την ποίηση. «Κάποιος πρέπει να ξεκινήσει» γράφει στο ποίημά του «Συζητώντας με κάποιον που μου μοιάζει» και πράγματι ο Δώρος Λοΐζου είχε ξεκινήσει, και ακόμα κι αν του έβαλαν τρικλοποδιά, εκείνος ξαναφοράει το ματωμένο πρόσωπο, ανάποδα και διεκδικεί... «Τα ποιήματά μου γίναν ρυάκια και ποτίζουν τη γη» γράφει στο ποίημά του «Αποχαιρετισμός».