Στην ιστορία των διακοινοτικών σχέσεων, αλλά και στα διδάγματα της κοινωνίας από το παρελθόν μίλησαν οι Δρ. Σώτος Κτωρής, Πέτρος Παπαπολυβίου, Κώστας Παρασκευάς και Μαρία Χατζηπαύλου στο επιστημονικό συνέδριο «Οι Τουρκοκύπριοι και Εμείς: Μία ελληνοκυπριακή οπτική», που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Οι προσκεκλημένοι, αναφέρθηκαν στη διαμόρφωση των διακοινοτικών σχέσεων κατά τη βρετανική αποικιοκρατική περίοδο, την υποβάθμιση και συρρίκνωση της ισχύος της τότε Τουρκοκυπριακής κοινότητας, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του νησιού αλλά και στο πώς ο βρετανικός παράγοντας κατάφερε να ενθαρρύνει την αντιπαλότητα και τον ανταγωνισμό μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων λόγω και του πάγιου αιτήματος των Ελλήνων της Κύπρου για Ένωση με την Ελλάδα.
Στο συνέδριο, χαιρετισμό απηύθυναν η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, κυρία Αννίτα Δημητρίου, ο Πρόεδρος του Ι.Μ.Π.Δ, Δρ Χριστόφορος Φωκαΐδης και ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου, Τάσος Χριστοφίδης.
Η διαμόρφωση των διακοινοτικών σχέσεων στην αποικιακή περίοδο (1878-1960)
Αρχικά, ο Δρ. Σώτος Κτωρής, αναφέρθηκε στη διαμόρφωση των διακοινοτικών σχέσεων στην αποικιακή περίοδο (1878-1960), στοχεύοντας να αναλύσει τους «μύθους και της πραγματικότητες της περιόδου».
Ο κ. Κτωρής, τόνισε ότι, «οι αλληλοσυγκρουόμενες διεκδικήσεις των δύο κοινοτήτων υπήρξε ένας καθοριστικός παράγοντας που δεν επέτρεψε να αμβλυνθούν οι διακοινοτικοί διαχωρισμοί που είχαν κληρονομηθεί κατά την οθωμανική περίοδο, καθώς και ο βασικότερος λόγος για να μην διαμορφωθούν συνθήκες απρόσκοπτης ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους».
Πρόσθεσε ότι, όταν η κυριαρχία της Κύπρου πέρασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα χέρια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, αυτομάτως η Τουρκοκυπριακή κοινότητα μετατράπηκε από «άρχουσα κοινότητα σε υποτελές στοιχείο της νέας εξουσίας» με την κοινοοικονομική τους διολίσθηση να συνεχίζεται μέχρι το 1920. Ως εκ τούτου, οι Ελληνοκύπριοι κυριάρχησαν στις αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης και διεκδικούσαν την Ένωση με την Ελλάδα.
Αναφέρθηκε παράλληλα στο γεγονός ότι, «οι Βρετανοί εργαλειοποίησαν συνειδητά τις υπαρξιακές ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων», τόσο για την αναχαίτιση της Ένωσης, αλλά και για τον αποτελεσματικό έλεγχο της αποικίας. «Οι τ/κ βίωσαν κατά τρόπο επώδυνο τη συρρίκνωση της Τουρκίας την περίοδο εκείνη, με την προοπτική της Ένωσης να υποθάλπει τον φόβο της κοινότητας», είπε.
«Υπήρξαν περιπτώσεις που η σύγκρουση των μητέρων πατρίδων (Ελλάδας-Τουρκίας), προκάλεσαν διακοινοτικά επεισόδια. Από τα 346 που ήταν τα μεικτά χωριά το 1891, θα περιοριστούν σε 252 το 1930, μόλις 40 χρόνια μετά», είπε.
Περιέγραψε παράλληλα, ένα σκηνικό απελπισίας - κατά τα λεγόμενά του - για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, «μίας δημογραφικής συρρίκνωσης, αλλά και οικονομικής-κοινωνικής στέρησης έναντι των Ελληνοκυπρίων».
Αργότερα, ο Δόκτορας έκανε αναφορά για την κουλτούρα απαξίωσης που καλλιεργήθηκε ως προς την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, αγνοώντας τις αξιώσεις τους. Συγκεκριμένα, «από το 1940 και μετά οι Τουρκοκύπριοι αναβάθμισαν την πολιτική και κοινωνική τους οργάνωση, αναζητώντας την ενεργότερο εμπλοκή της Τουρκίας, ως απάντηση στις εθνικές φιλοδοξίες των Ελληνοκυπρίων».
Από την άλλη, τόνισε το γεγονός ότι η στάση της Άγκυρας στην Κύπρο άλλαξε μετά από τη ριζοσπαστικοποίηση του εθνικού κινήματος, αλλά και το αίτημα για εξασφάλιση της αυτοδιάθεσης για τους Ελληνοκυπρίους από την Ελληνική Κυβέρνηση το 1954. Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον κ. Κτωρή, ενεργοποίησε τα τουρκικά εθνικιστικά αντανακλαστικά. «Η ανίσχυρη τουρκοκυπριακή κοινότητα, αποκτούσε τη σθεναρή υποστήριξη Τουρκίας και Βρετανίας πριν την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ»,, ενώ ως αποτέλεσμα «η έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ έφερε σε οριακό επίπεδο τις διακοινοτικές σχέσεις. Απέτυχε να προβλέψει ή υποτίμησε τις βρετανικές μεθοδεύσεις».
Το αίτημα για ένωση, η πολιτική του ταξίμ και η βρετανική πολιτική στο Κυπριακό
Ο καθηγητής Πέτρος Παπαπολυβίου, λαμβάνοντας το λόγο, μίλησε για τα ιστορικά δημογραφικά στοιχεία του νησιού, όπου το 1878 η τουρκοκυπριακή κοινότητα αριθμούσε μόλις το 1/3 του συνολικού πληθυσμού. Ακόμη, πρόσθεσε πως ο βρετανικός παράγοντας ελέγχοντας το νησί, βοήθησε στη δημογραφική αύξηση της Κύπρου.
Παράλληλα, σταδιακά, λόγω και του αιτήματος της Ελληνοκυπριακής κοινότητας για Ένωση, η βρετανική πολιτική χρησιμοποιούσε την Τουρκοκυπριακή κοινότητα για να αντιστρατεύεται τα ελληνικά αιτήματα, σύμφωνα με τον ιστορικό.
Σε αυτό το σημείο, σημείωσε και το παράδοξο ότι «την περίοδο 1926-1927, η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε ότι η βρετανική κυβέρνηση εμπόδιζε την μετανάστευση των Τούρκων από την Κύπρο στη Τουρκία».
Το συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων
Ο Δρ Κώστας Παρασκευάς, τόνισε ότι η μοναδική φορά που μοιράστηκαν την εξουσία Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, ήταν το 1960-1963. Μίλησε για το πώς οι δύο κοινότητες συνυπήρξαν σε ένα πλαίσιο διεθνούς διακανονισμού και δικοινοτισμού. Σύμφωνα με τον καθηγητή, υπήρχαν παράπονα και ενοχλήσεις στο πλαίσιο της αριθμητικής ανισότητας, απουσίας βούλησης του λαού, στα στοιχεία αυτοδιοίκησης και των ποσοστώσεων της εκτελεστικής εξουσίας.
Επίσης, μία από τις διαφορές ήταν ότι οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν ποσοστό 30% στη Δημόσια Υπηρεσία, ενώ η Ελληνοκυπριακή πλευρά έθετε ζητήματα αξιοκρατίας.
Συμπερασματικά, ο κ. Παρασκευάς εξέφρασε την άποψη για καλλιέργεια και δημιουργία υπακοής στο Σύνταγμα, όμως αντ’ αυτού, οι δύο κοινότητες αρκέστηκαν σε προσπάθειες επιβολής η μία της άλλης των συμφερόντων τους.
Κυπριακό – Μία παρατεταμένη διένεξη που αντέχει στο χρόνο
Στο θέμα της ιστορίας των διακοινοτικών σχέσεων μέσα από το πρίσμα της επίλυσης συγκρούσεων, η Δρ Μαρία Χατζηπαύλου, αναφέρθηκε στις ανησυχίες, τους φόβους και τις δυσπιστίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Είπε ότι το Κυπριακό αποτελεί μία παρατεταμένη διένεξη που αντέχει στο χρόνο, ενώ προσλαμβάνεται από την Ελληνοκυπριακή πλευρά, μόνο αλλά ορθά ως διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής, αγνοώντας παράλληλα τον διακοινοτικό χαρακτήρα του ζητήματος.
Στο τέλος της ενότητας, ακολούθησαν ερωτήσεις από το κοινό που παρακολούθησε το σεμινάριο, θέτοντας μεταξύ άλλων ζητήματα όπως την έλλειψη πολιτικής κουλτούρας, τη γνώση του Συντάγματος από τους πολίτες αλλά και την ανάγκη της ακαδημαϊκής κοινότητας να ασκήσει πιέσεις σε Κυβέρνηση και Πολιτεία για αλλαγή του ιστορικού σχολικού εγχειριδίου στα σχολεία.
*Το Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας είναι μη κερδοσκοπικό, ερευνητικό, ίδρυμα με έδρα τη Λευκωσία. Στόχος του είναι να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και της επιστήμης και στον κόσμο της εφαρμοσμένης πολιτικής, συμβάλλοντας έτσι στην κάλυψη ενός σημαντικού κενού που υπάρχει στην Κύπρο σε επίπεδο δεξαμενών σκέψης, κέντρων μελετών και γενικότερα ερευνητικών ιδρυμάτων προσανατολισμένων στην χάραξη και παραγωγή πολιτικής.