ΚΥΠΕ
Ιούλιος 1974, η πιο καθοριστικά τραγική περίοδος της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου. Στις 15 Ιουλίου του 1974 η συνταγματική και δημοκρατική τάξη διαταράσσεται με την προδοτική ανατροπή του Προέδρου Μακαρίου και την κατάληψη της εξουσίας από τους πραξικοπηματίες. Και πέντε μέρες αργότερα, η Τουρκία, αξιοποιώντας την ευκαιρία, πραγματοποιεί, αυτό που για χρόνια προγραμμάτιζε: την εισβολή στο νησί.
Αν ρωτήσεις τους πρόσφυγες να εκμυστηρευτούνε τι σκέφτονταν την ώρα που αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια, τα χωριά και τις πόλεις τους, πολλοί είναι αυτοί που θα σου πουν «νομίζαμε ότι σε μερικές μέρες θα γυρνούσαμε πίσω…». Πενήντα χρόνια μετά, όσοι από αυτούς δεν αποδήμησαν με τον καημό της επιστροφής, ακόμη περιμένουν…
Μισό αιώνα μετά τα τραγικά, για τον λαό της Κύπρου, γεγονότα του Ιούλη του 1974, το ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχει ελπίδα για να κλείσουν οι πληγές του 1974 και πως προχωρούμε. Γι’ αυτά και για άλλα που αφορούν το Κυπριακό μίλησαν στο ΚΥΠΕ προσωπικότητες που χειρίστηκαν, έγραψαν, μίλησαν για το πρόβλημα: Μενέλαος Μενελάου, Αντρέας Μαυρογιάννης, Γιώργος Λιλλήκας, Κώστας Βενιζέλος, Χρίστος Ιακώβου, Πέτρος Παπαπολυβίου.
Μενέλαος Μενελάου (Ελληνοκύπριος Διαπραγματευτής για το Κυπριακό)
Κάθε επέτειος έτσι και η φετινή 50η μαύρη επέτειος από το πραξικόπημα και την εισβολή του 1974 είναι πρώτιστα μια υπόμνηση για απότιση φόρου τιμής προς όσους υπερασπίστηκαν τη Δημοκρατία και την πατρίδα, για αναστοχασμό και άντληση διδαγμάτων από την ιστορική εμπειρία αλλά κυρίως για προβληματισμό γύρω από το μείζον ζητούμενο που είναι πώς μέσα στις σημερινές δύσκολες συνθήκες επιτυγχάνεται ο στόχος της απαλλαγής από την κατοχή και η απελευθέρωση και η επανένωση του τόπου.
Ανασκοπώντας τη μέχρι σήμερα πορεία είναι κρίσιμο να έχουμε υπόψη τα γενεσιουργά αίτια: η δοτή ανεξαρτησία που δημιούργησε ένα κράτος με τα βαρίδια της εθνοκοινοτικής διαίρεσης και της ξένης κηδεμονίας, οι ξένες επεμβάσεις, η υπόθαλψη της παρανομίας και των διακοινοτικών συγκρούσεων, το προδοτικό ξενοκίνητο πραξικόπημα και η ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης, η τουρκική εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή. Η αναγνώριση τους αποτελεί και υπόμνηση αυτού που θα πρέπει να αποτελεί την πεμπτουσία της λύσης του Κυπριακού: ένα πραγματικά ανεξάρτητο κράτος του οποίου την μοίρα θα καθορίζουν οι πολίτες του.
Η ιστορική εμπειρία διδάσκει πως η σύνεση, ο πραγματισμός και η συνέπεια στις θέσεις και τις δεσμεύσεις μας είναι η πιο αξιόπιστη και διεκδικητική πολιτική. Έτσι προχωρήσαμε στο γενναίο βήμα της αποδοχής της ΔΔΟ μετά τα γεγονότα του 1974. Έτσι πετύχαμε μεγάλους στόχους, όπως η ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι φτάσαμε σε συγκλίσεις μέσα από τις συνομιλίες, οι οποίες βελτιώνουν ακόμα και διαχωριστικές παθογένειες των Συμφωνιών του 1960.
Σήμερα σε μια περίοδο διάχυτης ρευστότητας η οποία γίνεται εμφανής και επιδρά στο διεθνές σύστημα αλλά και στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο στο εσωτερικό των κρατών, είναι σημαντικό να παραμείνουμε συνεπείς και προσηλωμένοι στην προσπάθεια για να δημιουργήσουμε μια ελπιδοφόρα προοπτική που θα ενισχύει το αίσθημα ασφάλειας, την ελπίδα και την απτή προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον.
Αυτός είναι ο μόνος βιώσιμος δρόμος για την Κύπρο και για όλους τους περιφερειακούς και διεθνείς δρώντες που έχουν ζωτικό συμφέρον από την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Ανδρέας Μαυρογιάννης (Πρώην Πρέσβης/Διαπραγματευτής ε/κ πλευράς για το Κυπριακό)
Πενήντα χρόνια είναι πολλά στην κάθε τους μέρα…
Ο μισός αιώνας που ζούμε με την εισβολή και την κατοχή έχει πολλαπλασιάσει το άχθος της οδοιπορίας μας σε δύσκολες ατραπούς, στη συνεχιζόμενη διαπάλη ανάμεσα στην επιβίωση και τη διασφάλιση του μέλλοντος αφενός και στο επαπειλούμενο τέλος της μικρής μας πόλης αφετέρου, και μας στοιχειώνει.
Είναι επιτέλους καιρός να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την αέναη ύπαρξη και προκοπή του τόπου και για να μην είμαστε έρμαιο στους αγέρηδες που τακτικά μαίνονται στην γεωγραφική μας περιοχή.
Περάσαμε τη βιβλική καταστροφή του ‘74, τις βαθιές χαρακιές, τις απώλειες και τον ακρωτηριασμό, πριν σημάνει το τέλος του αλυτρωτισμού, της αυταπάτης και της σολιψιστικής αντίληψης της ιστορίας. Μια τόσο επώδυνη μυητική διαδικασία, που όσο και αν σταθήκαμε αγέρωχοι στην αντιξοότητα, και δεν είναι λίγο, κρατά μέχρι και σήμερα θολούς και θαμπούς τους ορίζοντες μας.
Είναι καιρός η ορθολογική εξέταση της δύσκολης μας διαδρομής να μας επιτρέψει, αν το χθες μπορεί να φωτίσει την πορεία στο αύριο, την ώσμωση, ανάμεσα στους καταναγκασμούς του είναι και την τελεολογική μας αντίληψη του δέοντος, μέσα από μια αριστοτελική διαλεκτική, για να συμφιλιώσουμε το ζητούμενο με το εφικτό και τους τρόπους που θα μας οδηγήσουν εκεί. Δεν είναι που η επιβουλή και οι μακιαβελικές επιδιώξεις της Τουρκίας έχουν διαφοροποιηθεί προς το καλύτερο, κάθε άλλο, όπως δυστυχώς βλέπουμε καθημερινά. Είναι που οφείλουμε να ανακτήσουμε, παρόλα αυτά, τον αυτοκαθορισμό μας, αφού δε γίνεται να αφήσουμε «να τους περάσει». «Την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι».
Με τις οργανικές συνθήκες της ειρήνης, το διεθνές δίκαιο και τη νομιμότητα, με την ηθική μας ανωτερότητα και την προσήλωση στην ουσία, να καταστήσουμε ακαταμάχητη την ορμή της δυναμικής της επανένωσης του τόπου και των ανθρώπων του, σε μια σύγχρονη, συμπεριληπτική, ευρωπαϊκή κοινωνία μέσα από τις αρχές και τις αξίες των Ηνωμένων Εθνών, στον 21ο αιώνα.
Δεν είναι ο καιρός της λήθης και της αδράνειας, μα της υπέρβασης του διευρυνόμενου χάσματος ανάμεσα στα τετελεσμένα και στο τελευταίο μίλι που μας είχε μείνει στη διαπραγματευτική διαδικασία, για την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την οριστική απαλλαγή από έξωθεν εξαρτήσεις και επεμβάσεις. Για να ορίσουμε τα σημεία του αύριο. Την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία. Για να βρούμε πλήρως τον βηματισμό μας και τον ρόλο μας στο ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο γίγνεσθαι, για να γίνει πάλι η Κύπρος, ο φιλόξενος τόπος των ονείρων μας.
Γιώργος Λιλλήκας, (Πρώην Υπουργός Εξωτερικών)
Πενήντα χρόνια από το δίδυμο έγκλημα του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής και παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες που κατέβαλαν όλοι οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας, παρά τις υποχωρήσεις και συχνά τους οδυνηρούς συμβιβασμούς που έκανε η ε/κ πλευρά το Κυπριακό παραμένει άλυτο. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην τουρκική αδιαλλαξία αλλά και στην ανοχή που επιδεικνύει διαχρονικά η διεθνής κοινότητα απέναντι στη Τουρκία.
Η Τουρκία με την εισβολή, τη βίαιη εκδίωξη των Ε/κ και τη μεταφορά των Τ/κ στα κατεχόμενα πέτυχε τον δημογραφικό και γεωγραφικό διαχωρισμό και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη διχοτόμηση. Δεν πέτυχε όμως την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε και πέτυχε τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους.
Η Τουρκία κωλυσιεργώντας αξιοποίησε τον χρόνο για να αλλοιώσει τον δημογραφικό και πολιτισμικό χαρακτήρα των κατεχόμενων με εμφανή στόχο να δημιουργήσει νέα δεδομένα τα οποία θα επιδιώξει να νομιμοποιήσει μέσα από μια «λύση» του Κυπριακού στα δικά της μέτρα.
Το σημαντικότερο επίτευγμα που πέτυχε η Κυπριακή Δημοκρατία είναι η ένταξη στην ΕΕ, εξέλιξη που θωράκισε και ενίσχυσε την κρατική μας οντότητα ενώ παράλληλα πρόσθεσε νέα εργαλεία για ενίσχυση πίεσης και αύξηση του κόστους για την Τουρκία.
Σήμερα το Κυπριακό διανύει την πιο μακρά περίοδο αδιεξόδου. Η Τουρκία μέσα από τη στρατηγική των πενταμερών διασκέψεων και αξιοποιώντας λάθη και αυτοσχεδιασμούς της ε/κ πλευράς άλλαξε το αφήγημα της ισχυριζόμενη ότι το Κυπριακό δεν μπορεί να λυθεί με την υφιστάμενη διαδικασία και την υφιστάμενη-συμφωνημένη βάση λύσης.
Οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Γάζα, οι νέοι γεωστρατηγικοί συσχετισμοί και ανταγωνισμοί έχουν στρέψει αλλού την προσοχή της διεθνούς κοινότητας με αποτέλεσμα ανοικτά προβλήματα που δεν δημιουργούν συγκρούσεις, όπως το Κυπριακό, να μπουν στο ράφι.
Υπάρχει ελπίδα; Ένας λαός με μια τόσο μακραίωνη ιστορία, όπως ο κυπριακός, δεν έχει δικαίωμα να πάψει να ελπίζει και να αγωνίζεται. Για να υπάρξει λύση ωστόσο σε ένα οποιοδήποτε πρόβλημα θα πρέπει οι στόχοι των εμπλεκομένων μερών να συγκλίνουν ή τουλάχιστον οι αποκλίσεις να είναι μικρές και όχι ουσιώδεις.
Ποιοι είναι δικοί μας στόχοι και ποιοι οι τουρκικοί; Εδώ να ξεκαθαρίσω σε σχέση με αυτό που ακούγεται συχνά ότι «στόχος μας είναι η λύση», πως η λύση δεν είναι ο στόχος μας αλλά το μέσο για να πετύχουμε τους στόχους μας. Πολύ συνοπτικά θα έλεγα ότι οι δικοί μας στόχοι είναι η ανατροπή των δεδομένων που δημιούργησε η εισβολή και κατοχή, η διατήρηση και μετεξέλιξη της ΚΔ, η αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών σε ένα δημοκρατικό λειτουργικό κράτος σε συνθήκες ασφάλειας για όλους τους πολίτες. Στόχοι μας ακόμα είναι η κατάργηση των εγγυήσεων και η αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων.
Οι στόχοι της Τουρκίας είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η διασφάλιση του δημογραφικού και γεωγραφικού διαχωρισμού των δυο κοινοτήτων, ο περιορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ιδιοκτησία) και ελευθεριών ( εγκατάσταση) σε ένα κράτος που οι δυσλειτουργικές δομές και οι αναποτελεσματικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων θα το διατηρούν σε κατάσταση παράλυσης. Με άλλα λόγια η Τουρκία μέσα από τη λύση επιδιώκει νομιμοποίηση των δεδομένων που δημιούργησε με την εισβολή και τον έλεγχο του κράτους διατηρώντας αυτά που θεωρεί ως κεκτημένα της, δηλαδή τις εγγυήσεις, επεμβατικά δικαιώματα και παρουσία αριθμού στρατευμάτων.
Με αυτά τα δεδομένα πόσο αισιόδοξοι μπορούμε να είμαστε για επίτευξη λύσης; Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει είτε εμείς να αποδεχθούμε τους τουρκικούς όρους είτε η Τουρκία να εγκαταλείψει τους δικούς της στόχους.
Για να υπάρξει προοπτική βιώσιμης και λειτουργικής λύσης θα πρέπει η Τουρκία να αποδεχθεί το σεβασμό του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Κάτι τέτοιο μπορεί να καταστεί εφικτό αν η διεθνής κοινότητα της επέβαλλε τέτοιες κυρώσεις που το τίμημα θα καθιστούσε τη συνέχιση της κατοχής ασύμφορο. Αυτό όμως δεν διαφαίνεται στο προβλεπτό μέλλον. Ενδεχόμενα η Τουρκία να εγκατέλειπε τις ακραίες απαιτήσεις αν η διεθνής κοινότητα και η ΕΕ ήταν της προσέφεραν ένα πακέτο ελκυστικών ανταλλαγμάτων.
Η μόνη προϋπόθεση που εξαρτάται απόλυτα από εμάς είναι η διαμόρφωση, επιτέλους, μιας σύνθετης και πολυδιάστατης στρατηγικής με συγκεκριμένους ρεαλιστικούς στόχους, που θα ανατρέπουν τους τουρκικούς σχεδιασμούς, θα αναβαθμίζουν το ρόλο και θα προσθέτουν υπεραξία στην Κύπρο αξιοποιώντας τη γεωστρατηγική μας θέση και την παρουσία μας στην ΕΕ, με σύγκλιση των συμφερόντων μας με αυτά μεγάλων διεθνών δρώντων.
Πέτρος Παπαπολυβίου (Αν. Καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου)
Η συμπλήρωση μισού αιώνα από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, πέρα από τις καθιερωμένες επετειακές εκδηλώσεις, είναι εμφανές ότι έχει δημιουργήσει ένα είδος «δημόσιας αμηχανίας». Πιθανόν αυτό να οφείλεται στην έλλειψη πίστης και αισιοδοξίας, πιθανόν στην ανυπαρξία «κοινού πειστικού αφηγήματος» που θα αφυπνίσει και θα συναρπάσει τους πολίτες. Σίγουρα αντικατοπτρίζει τη στασιμότητα στο Κυπριακό και τη γενικότερη σύγχυση των τελευταίων δεκαετιών ως προς τη στρατηγική και τους στόχους της πλευράς μας.
Την απαισιοδοξία αυξάνει η χρόνια αμφισβήτηση του παρόντος κομματικού σκηνικού, τα φαινόμενα διαφθοράς και η απουσία λογοδοσίας, η πολυδιάστατη θεσμική κρίση, η απομάκρυνση και η αδιαφορία των πολιτών από την πολιτική, όπως αποκρυσταλλώθηκε πρόσφατα με τη «χαλαρή» και ταυτόχρονα ηχηρότατη ψήφο στις ευρωεκλογές. Το γεγονός ότι το εκλογικό σώμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, της χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το οξύτερο εθνικό πρόβλημα, εξέλεξε πανηγυρικά ευρωβουλευτή έναν απολίτικο διασκεδαστή youtuber ως εκπρόσωπό του είναι απολύτως ενδεικτικό της πολύπλευρης κρίσης και αφασίας που φαίνεται να διατρέχει οριζόντια την κοινωνία μας.
Θεωρώ το εάν «υπάρχει ελπίδα» για το Κυπριακό είναι στενά αλληλένδετο με την υποχρέωση της πολιτικής ηγεσίας να ανακτήσει το κύρος της στους πολίτες και να τους εμπνεύσει ξανά. Και παράλληλα, όσοι μετέχουν στον δημόσιο διάλογο να αναλάβουν το βάρος της ευθύνης που τους αναλογεί και να μην καταφεύγουν στην εύκολη λύση του λαϊκισμού για τη δημιουργία εντυπώσεων και επικαιρικής αυτοεπιβεβαίωσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στο σύγχρονο κόσμο της πολιτικής επικοινωνίας και της διαδικτυακής ισοπέδωσης η πιο απλή επιλογή είναι οι κραυγές, η απαξίωση, η οργή κατά πάντων. Είναι τραγελαφικό και συνάμα απογοητευτικό ότι την παραπάνω τακτική, αντί του σοβαρού διαλόγου, την επιλέγουν, φτύνοντας ουσιαστικά στα μούτρα τους, και πρόσωπα που μετέχουν εδώ και δεκαετίες στις πολιτικές ελίτ και είχαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης φυσιογνωμίας του τόπου με τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά της.
Δεν γνωρίζω εάν τα παραπάνω είναι πιο εύκολο να αλλάξουν από το να εξευρεθεί μια «δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού». Σίγουρα, πάντως, είναι απαραίτητα για να κρατηθεί η ελπίδα ζωντανή.
Κώστας Βενιζέλος (Δημοσιογράφος, Αρχισυντάκτης εφημερίδας «Ο Φιλελεύθερος»)
Πενήντα χρόνια είναι πολλά. Μισός αιώνας από τότε. Πραξικόπημα και εισβολή. Το 1974 «ευθυγραμμίστηκαν» συμφέροντα και σχεδιασμοί. Η Κύπρος ήταν η παράπλευρη απώλεια ενός σχεδίου διατήρησης των σχεδιασμών στην περιοχή. Ο Ψυχρός Πόλεμος, οι γεωπολιτικές ισορροπίες, η διατήρηση «ήρεμων νερών» στα ελληνοτουρκικά, οδήγησαν στην υλοποίηση ενός σχεδίου, το οποίο βιώσαμε το 1974, μετά βέβαια, που προηγήθηκαν μια σειρά από γεγονότα, που βαθμηδόν οδήγησαν σε εκείνον τον Ιούλιο.
Η επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα είχε ως στρατηγικό στόχο την Κύπρο. Τούτο επιβεβαιώνεται πλέον μέσα από έγγραφα και μαρτυρίες. Η συστηματική υπονόμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η δημιουργία παράνομων ένοπλων οργανώσεων, ήταν μέρος του παζλ. Όπως και οι απόπειρες δολοφονίας εναντίον του Προέδρου Μακαρίου, το πραξικόπημα του 1972 που ματαιώθηκε, και βεβαίως το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου που ήταν και η τελευταία φάση πριν την τουρκική εισβολή. Στο ημερολόγιο των γεγονότων και η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας. Η εξέλιξη αυτή άφησε γυμνή αμυντικά την Κύπρο. Ήταν κι αυτό ένα σινιάλο στην Άγκυρα.
Η τουρκική εισβολή σχεδιάστηκε σε συνδυασμό με το πραξικόπημα της χούντας και των εγκάθετων της στο νησί, της παράνομης ΕΟΚΑ Β’.
Οι χουντικοί και οι Τούρκοι στρατοκράτες, είχαν συνεννοηθεί εκ των προτέρων. Ο σχεδιασμός αμφοτέρων ξεκίνησε μήνες προηγουμένως. Όπως έχουν αποκαλύψει σημαντικά ντοκουμέντα, υπήρξε συνεννόηση της χούντας των Αθηνών και της Άγκυρας, τουλάχιστον σε σχέση με την πρώτη φάση της εισβολής. Της κατάληψης εδαφών από την Κερύνεια μέχρι τη Λευκωσία.
Πενήντα χρόνια μετά, είναι σημαντικό να συντηρείται η μνήμη. Είναι σημαντικό να γίνεται ιστορική και πολιτική αποτίμηση. Για τα λάθη και τις παραλείψεις. Και πριν το 1974 αλλά και μετά.
Από το 1974 και εντεύθεν, στη μετά την εισβολή περίοδο, ελέγχεται η διαχείριση που έγινε. Ασφαλώς και θα πρέπει η αξιολόγηση των επιλογών να γίνει στη βάση των τότε δεδομένων. Ειδικά την πρώτη περίοδο, που η εισβολή της Τουρκίας προκάλεσε καταστροφές, ισοπέδωση. Καμένη γη. Όλα όσα συνέβησαν ωστόσο, δοκίμασαν και τα αντανακλαστικά της κυπριακής κοινωνίας, η οποία φάνηκε ότι άντεξε και αντέχει. Στις πιο κρίσιμες φάσεις ήταν παρούσα.
Οι πολίτες απέδειξαν σε διάφορες φάσεις αυτής της μακρόχρονης πορείας των πενήντα χρόνων ότι διαθέτουν αντανακλαστικά. Το ζητούμενο σήμερα, όπως ήταν άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια, είναι η επίτευξη συμφωνίας στο Κυπριακό. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με πολιτικές αποτροπής των τουρκικών επεκτατικών σχεδιασμών με απώτερο στόχο την ανατροπή των κατοχικών δεδομένων. Αυτό δεν επιτυγχάνεται με πολιτικές κατευνασμού. Την ίδια ώρα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια συμφωνία θα πρέπει να οδηγεί σε ένα κανονικό κράτος, βαθιά δημοκρατικό με όλα τα χαρακτηριστικά που διέπουν τη λειτουργία όλων των μελών της Ένωσης.
Η Τουρκία έχει μια στρατηγική που στοχεύει ακριβώς στον στρατηγικό έλεγχο του νησιού. Αυτή η πολιτική υλοποιείται σταδιακά. Μπορεί και πρέπει αυτός ο στόχος να εξουδετερωθεί. Καμία συμφωνία δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις τουρκικές επιδιώξεις καθώς αυτό δεν θα είναι λύση, αλλά διαιώνιση της παρούσας απαράδεκτης κατάστασης.
Πενήντα χρόνια… Το μείζον είναι η ανατροπή των κατοχικών δεδομένων και η απελευθέρωση. Κάποτε θα πρέπει να τολμήσουμε να το πούμε.
Χρήστος Ιακώβου (Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών)
Συμπληρώνονται εφέτος 50 χρόνια από τότε που το Κυπριακό Ζήτημα έλαβε το χαρακτήρα του προβλήματος εισβολής-κατοχής. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα κατεγράφησαν πολλοί κύκλοι δικοινοτικών συνομιλιών, αφού η ελληνική πλευρά δεν επεδίωξε από την αρχή να απαιτήσει συνομιλίες με την πηγή της ανωμαλίας που ήταν η Τουρκία.
Σήμερα, ουδείς πλέον αμφιβάλλει ότι η προοπτική επίλυσης του προβλήματος, όση μπορεί να υπάρξει, απέχει πολύ από το να ευρίσκεται πλησίον των στόχων της ε/κ πλευράς όπως αυτοί διαμορφώθηκαν αμέσως μετά την εισβολή και οι οποίοι συμπυκνώνονταν στο αίτημα-προοπτική για «απελευθέρωση - επιστροφή». Ελάχιστοι, όμως, αμφιβάλλουν ότι οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος έχουν σταδιακά και σταθερά διολισθήσει προς τις πάγιες και άκαμπτες τουρκικές θέσεις.
Τα 50 χρόνια των δικοινοτικών συνομιλιών μας προσφέρουν ένα συσσωρευμένο προηγούμενο για να αποτιμήσουμε αναλυτικά την αξιοπιστία και αποδοτικότητα αυτής της πολιτικο-διπλωματικής τακτικής. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η επιλογή αυτή είχε ως πρώτο αποτέλεσμα να προσδώσει στην Τουρκία το πλεονέκτημα τακτικής που από την αρχή επεδίωξε, δηλαδή την αλλαγή του νομικού πλαισίου του προβλήματος όπως αυτό διαμορφώθηκε το 1974 με την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Με άλλα λόγια η Τουρκία καταφέρνοντας να παρουσιάσει το πρόβλημα ως δικοινοτικό και όχι ως πρόβλημα εισβολής - κατοχής πέτυχε σταδιακά και μακροπρόθεσμα τον παραμερισμό των κανόνων δικαίου που στην περίπτωση αυτή σαφώς ευνοούσαν την ελληνική πλευρά.
Μετά το 1974, η στρατηγική Αθηνών και Λευκωσίας έχει εναποθέσει τις ελπίδες επίλυσης του προβλήματος στην ψευδαίσθηση πως τόσο ο διεθνής εμπλεκόμενος παράγοντας όσο και ο ΟΗΕ, θα ερμηνεύσουν το διεθνές δίκαιο όχι με κριτήριο τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες αλλά στη λογική αντικειμενικών αρχών «διεθνούς νομιμότητας». Με αυτό τον τρόπο, αντί το διεθνές δίκαιο να ενισχύει την ελληνική πλευρά, οι λανθασμένες εκτιμήσεις για το ρόλο του στις διακρατικές σχέσεις προκάλεσε σταδιακά την αποδυνάμωσή της, την εγκατάλειψη πιο αποτελεσματικών προσεγγίσεων και την σταδιακή επικράτηση των πολιτικών θέσεων της Τουρκίας.
Το αποτέλεσμα αυτής της λογικής αποκρυσταλλώνεται στο σημερινό πλαίσιο επίλυσης του προβλήματος που χαρακτηρίζεται ως μία προσπάθεια ελαφράς βελτίωσης της υφιστάμενης κατάστασης με κάποιες «συνοριακές διευθετήσεις» και με κάποιες πολιτειακές ρυθμίσεις.