Kathimerini.gr
Βασίλης Νέδος
Εντονη ανησυχία προκαλεί στην Αθήνα το μπαράζ εξελίξεων στη Μέση Ανατολή τις τελευταίες ημέρες, μετά και την πρόσφατη εξόντωση του πολιτικού ηγέτη της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια στην Τεχεράνη και του ηγετικού στελέχους της Χεζμπολάχ Φουάντ Σουκρ στη Βηρυτό.
Από την οπτική γωνία της Αθήνας, η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση διαιώνισης του υφιστάμενου φαύλου κύκλου της βίας και της αποσταθεροποίησης και, βεβαίως, υπονομεύει οποιαδήποτε προοπτική κατάπαυσης του πυρός.
Η αναμενόμενη κλιμάκωση (καθώς ουδείς στην Αθήνα θεωρεί ότι η Τεχεράνη είναι δυνατόν να αφήσει δίχως απάντηση ένα χτύπημα τόσο υψηλού συμβολισμού στο έδαφος του Ιράν) δημιουργεί φόβους για ευρύτερη περιφερειακή αποσταθεροποίηση και επιπτώσεις που αγγίζουν πολλούς τομείς, πέρα από τον προφανή της ασφάλειας.
Η πιθανή αύξηση των μεταναστευτικών ροών αποτελεί έναν από τους βασικούς κινδύνους που «βλέπει» η Αθήνα, ενώ μια περαιτέρω περιφερειακή αποσταθεροποίηση θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις και στην εφοδιαστική αλυσίδα, που βεβαίως θα ασκούσαν στη συνέχεια πιέσεις στον πληθωρισμό και στις τιμές.
Τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις ενισχύει το γεγονός ότι πλέον το Ισραήλ βρίσκεται αντιμέτωπο όχι μόνο με τη Χαμάς στη Γάζα ή τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο, αλλά εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο σε έναν ανταγωνισμό με το Ιράν που είναι αδύνατον να προβλεφθεί πώς θα εξελιχθεί. Και, βεβαίως, η ολοένα και βαθύτερη εμπλοκή των Χούθι (με χτυπήματα απευθείας στο Ισραήλ) αναδεικνύει το εύρος της κρίσης.
Ο Λίβανος και το Ιράκ αποτελούν έδαφος όπου ο ανταγωνισμός δι’ αντιπροσώπων είναι το βασικό χαρακτηριστικό, ωστόσο από την ανάλυση της Αθήνας δεν διαφεύγει και η πολύ έντονη εμπλοκή της Τουρκίας, η οποία φαίνεται να παρασύρεται από τη ρητορική του υπερασπιστή του Ισλάμ που έχει αναγάγει σε κεντρικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής του ο πρόεδρος της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το παζλ της περιοχής συμπληρώνουν χώρες όπως η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος, οι οποίες διαδραματίζουν εποικοδομητικό ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, ωστόσο αντιμετωπίζουν διαφορετικής υφής προβλήματα, τα οποία ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να προστεθούν σε ένα μεσανατολικό μείγμα που γίνεται ολοένα και πιο εκρηκτικό.
Η αίσθηση αβεβαιότητας ενισχύεται περαιτέρω δεδομένου ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε αυτή την ιδιαίτερη προεκλογική περίοδο, με τον πρόεδρο της χώρας Τζο Μπάιντεν να είναι στην πράξη σε αποδρομή, καθώς δεν θα διεκδικήσει εκ νέου το αξίωμα, και δύο υποψηφίους για την προεδρία που έχουν ευλόγως στραμμένη την προσοχή τους στο εσωτερικό.
Καθώς η κατάσταση παραμένει αβέβαιη, η Αθήνα βρίσκεται σε εγρήγορση. Οι διπλωματικές αρχές στις χώρες της περιοχής είναι σε ετοιμότητα, ενώ το υπουργείο Εξωτερικών –παρότι δεν συνηθίζεται– ανανέωσε τη σύσταση για αποφυγή, εκτός των απολύτως απαραίτητων, επισκέψεων στο Ισραήλ, στα παλαιστινιακά εδάφη και στο Ιράν.
Επιπλέον, το υπουργείο Εξωτερικών επαναλαμβάνει ότι συστήνει την αποφυγή των επισκέψεων στον Λίβανο, αλλά και την αναχώρηση όσων επισκεπτών βρίσκονται ακόμα στη χώρα. Ο Λίβανος είναι ο αδύναμος κρίκος της περιοχής και στη χώρα υπολογίζεται ότι ζουν μέχρι και 4.000 άτομα με ελληνικά διαβατήρια. Σε περίπτωση που χρειαστεί να επαναπατριστούν στην Ελλάδα, η Αθήνα είναι έτοιμη, σε συνεννόηση και με τις κυπριακές αρχές. Η συνεννόηση ανάμεσα σε Αθήνα και Λευκωσία αφορά την παροχή διευκολύνσεων και σε τρίτες χώρες που επιθυμούν να μεταφέρουν πολίτες από τον Λίβανο.
Πολύ στενές επαφές έχουν γίνει πάνω στο ζήτημα με την Οττάβα, καθώς στον Λίβανο ζει ένας πολύ μεγάλος αριθμός πολιτών με καναδικό διαβατήριο.
Για την Αθήνα, πάντως, παραμένει προτεραιότητα να μη διαταραχθεί η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ. Δεν είναι τυχαίο ότι χθες πραγματοποιήθηκαν πολιτικές διαβουλεύσεις Ελλάδας – Ισραήλ στην Αθήνα. Η πολιτική διευθύντρια του υπουργείου Εξωτερικών του Ισραήλ Αλίζα μπιν Νουν είχε εκτενείς συζητήσεις με την υφυπουργό Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου.
Η Ισραηλινή διπλωμάτης σημείωσε ότι «υπάρχει ανάγκη για σταθερότητα στη Μέση Ανατολή και ισχυρή συνεργασία ανάμεσα στις χώρες που ασπάζονται τον ρεαλισμό στην περιοχή», ενώ κατηγόρησε το Ιράν και τους αντιπροσώπους του στη Μέση Ανατολή ως «απειλή για τη διεθνή ειρήνη, τη σταθερότητα και τις εφοδιαστικές αλυσίδες».