ΚΥΠΕ
Το Κυπριακό, η ασφάλεια στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, το μεταναστευτικό ζήτημα και άλλες σημαντικές προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν τα κύρια θέματα συζήτησης στη συνάντηση μεταξύ της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Αννίτας Δημητρίου με την Πρόεδρο της Επιτροπής Άμυνας της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής (Bundestag) Δρα Marie-Agnes Strack-Zimmermann, την Τετάρτη, στο Βερολίνο.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Βουλής, αναφερόμενη στο Κυπριακό η Πρόεδρος της Βουλής υπογράμμισε την απαρέγκλιτη προσήλωση της Ελληνοκυπριακής πλευράς στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων προς επίτευξη λύσης, διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ και επανένωση της χώρας σε συνθήκες διαρκούς ειρήνης και ασφάλειας, ενώ εκφράζοντας απογοήτευση για την απόρριψη από την τουρκική πλευρά των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που πρότεινε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με στόχο την επανέναρξη συνομιλιών στο Κυπριακό, τόνισε ότι η απαράδεκτη αξίωση της τουρκικής πλευράς για λύση «δύο κρατών» επ’ ουδενί λόγο μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Σημειώνεται επίσης πως η κ. Δημητρίου επισήμανε ότι οι εντεινόμενες τουρκικές προκλήσεις, τόσο στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, όσο και επί του εδάφους, ειδικότερα στην περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου, καθιστούν πιο απομακρυσμένο τον στόχο της λύσης και αυξάνουν επικίνδυνα την ένταση στην ευρύτερη περιοχή, ενώ σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό ζήτημα, η Πρόεδρος της Βουλής ανέφερε ότι η Κύπρος δέχεται τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές ροές κατ’ αναλογίαν πληθυσμού, μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, συνεπεία της ώθησης παράτυπων μεταναστών από την Τουρκία, μέσω των κατεχομένων στις ελεύθερες περιοχές.
Επιπλέον, η κ. Δημητρίου τόνισε την ανάγκη μιας κοινής Ευρωπαϊκής στρατηγικής στη βάση της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών, μεταξύ των κρατών μελών, περιλαμβανομένης της σύναψης συμφωνιών μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών για επιστροφές μεταναστών των οποίων οι αιτήσεις για παροχή ασύλου έχουν απορριφθεί, ώστε οι χώρες πρώτης γραμμής, όπως η Κύπρος να είναι σε θέση να παράσχουν τις δέουσες υπηρεσίες στους πραγματικούς δικαιούχους, και εξέφρασε ευχαριστίες για τη συνεργασία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ Γερμανίας και Κύπρου στο πλαίσιο αυτό.
Από την πλευρά της, αναφέρεται πως η κ. Zimmermann σημείωσε τη στρατηγική θέση της Κύπρου στην περιοχή και εξέφρασε πλήρη κατανόηση για τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην Κύπρο και τις δυσανάλογες μεταναστευτικές πιέσεις που δέχεται η χώρα ως κράτος πρώτης γραμμής.
Η ανακοίνωση αναφέρει πως η Πρόεδρος της Βουλής είχε επίσης συνάντηση με την Πρόεδρο Derya Türk-Nachbaur και μέλη της Ομάδας Φιλίας Γερμανίας-Κύπρου στη Bundestag κατά την οποία τονίστηκε η σημασία της περαιτέρω ενίσχυσης των επαφών και της συνεργασίας μεταξύ των Κοινοβουλίων Γερμανίας και Κύπρου, σε διάφορα επίπεδα, περιλαμβανομένων ανταλλαγών στο επίπεδο αντίστοιχων κοινοβουλευτικών επιτροπών, καθώς και των Ομάδων Φιλίας στα δύο Κοινοβούλια.
Σημειώνεται πως η Πρόεδρος της Βουλής ενημέρωσε τους Γερμανούς Βουλευτές αναφορικά με το Κυπριακό και την αυξανόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας εις βάρος Κύπρου και Ελλάδας, ενώ συζητήθηκαν επίσης θέματα κοινού ενδιαφέροντος, με έμφαση στον πολύ σημαντικό ρόλο των κοινοβουλίων στη διαχείριση κοινών προκλήσεων και στην αξιοποίηση αναδυόμενων ευκαιριών μέσω της κοινοβουλευτικής διπλωματίας.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Βερολίνο η Πρόεδρος της Βουλής επισκέφθηκε, όπως αναφέρεται, την Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας και Εξαρχία Κεντρώας Ευρώπης, όπου είχε συνάντηση με τον Μητροπολίτη Γερμανίας και Έξαρχο Κεντρώας Ευρώπης Αυγουστίνο και τον Επίσκοπο της ενορίας του Βερολίνου και επιτετραμμένο της Ορθοδόξου Επισκοπικής Συνελεύσεως Γερμανίας παρά τη Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή και Κυβερνήσει Εμμανουήλ Σφιάτκο.
Η Πρόεδρος της Βουλής επισκέφθηκε και το φιλανθρωπικό ίδρυμα Ronald MacDonald House του Βερολίνου, το οποίο φιλοξενεί νοσούντα παιδιά και τις οικογένειές τους, περιλαμβανομένων παιδιών από την Κύπρο, και συνεχάρη το ίδρυμα για τη στήριξη που παρέχει στους πάσχοντες φιλοξενουμένους σε αυτό και παρέδωσε συμβολική εισφορά ως ένδειξη αναγνώρισης και εκτίμησης για το πολύ σημαντικό έργο που επιτελείται.