Γράφει ο Δημήτρης Λοττίδης
Βάσει της Στατιστικής Υπηρεσίας η χώρα έχει καταγραμμένες 491.000 οικίες (cystat 2023). Την ίδια ώρα έχουμε εγκατεστημένα 791 μεγαβάτ ηλιακών πάνελ με μέση ημερήσια κατανάλωση ενέργειας τα 1200 μεγαβάτ. Αν κάνουμε τη λογική υπόθεση πως από αυτά τα ηλιακά πάνελ, τα 400 μεγαβάτ είναι εγκατεστημένα σε οικίες και με την ασφαλή υπόθεση πως κατά μέσο όρο στις στέγες των οικιών έχουμε 5 κιλοβάτ, φτάνουμε στο συμπέρασμα πως περίπου 80.000 σπίτια από τα 491.000 έχουν ήδη εγκατεστημένα φωτοβολταϊκά συστήματα. Αν το κράτος επιδοτούσε σταδιακά κατά 90% την εγκατάσταση μπαταρίας 6 κιλοβατώρων σε κάθε σπίτι που έχει ήδη εγκατεστημένα φωτοβολταϊκά, η χώρα θα αποκτούσε μια δυνατότητα διάσπαρτης αποθήκευσης 480 μεγαβάτ. Αυτό θα έλυνε οριστικά και αμετάκλητα το ενεργειακό της πρόβλημα, θα κατέρρεαν αμέσως οι τιμές κόστους ηλεκτρικού ρεύματος, θα γινόταν το δίκτυο έξυπνο με τεχνητή νοημοσύνη κεντρικής διαχείρισης που θα έφερνε την απόλυτη θωράκιση στην κλιματική αλλαγή, σε ατυχήματα τύπου Μαρί, σε εξάρτηση από μαζούτ, και θα αποτελούσε το απόλυτο rebranding της διεθνούς εικόνας της χώρας. Το κόστος; Το κάθε σύστημα οικιακής μπαταρίας 6 κιλοβατώρων, που κατά βάση παράγεται από ανακύκλωση των μπαταριών αυτοκινήτου, κοστίζει περίπου 4.000 ευρώ μαζί με την εγκατάσταση. Άρα το κόστος όλων των πιο πάνω είναι 266 εκατομμύρια ευρώ, όσα δηλαδή πληρώνουμε σε αγορά ρύπων λόγω καύσης μαζούτ για ένα χρόνο.
Η κυβέρνηση γνωρίζει τις λύσεις που έχει μπροστά της και αυτό την καθιστά υπόλογη
Αντιλαμβάνομαι πως με την πιο πάνω πολιτική, γιατί είναι καθαρά πολιτική απόφαση, θα υπάρξουν ζητήματα. Ζητήματα βιωσιμότητας της ΑΗΚ, η οποία θα πρέπει να γίνει πιο αποδοτική, πιο έξυπνη και πιο μικρή. Ζητήματα συντήρησης του δικτύου, με τη μείωση του κόστους ρεύματος θα πρέπει να υπάρξει μια μικρή αύξηση στο κόστος χρήσης του δικτύου. Ζητήματα στελέχωσης και πλήρους ανεξαρτητοποίησης του Διαχειριστή Συστήματος Διανομής Ενέργειας, όπως και της ΡΑΕΚ. Αυτά όμως θα γίνουν έτσι κι αλλιώς, γιατί μας τα επιβάλλουν απ’ έξω. Όμως, η χώρα μας, η οικονομία των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, θα εξοικονομήσουν κάθε χρόνο άνω των 500 εκατ. ευρώ, με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις, δηλαδή 550 ευρώ για τον κάθε πολίτη της Δημοκρατίας. Θα υπάρξουν βέβαια και αντιδράσεις σε μια τέτοιου τύπου πεφωτισμένη πολιτική επιλογή. Οι κακομαθημένοι από το κράτος ιδιοκτήτες των φωτοβολταϊκών πάρκων που τώρα πουλούν στο σύστημα 24 σεντ την κιλοβατώρα θα αναγκαστούν να πουλούν στα 5 σεντ, όσα δηλαδή κοστίζει το ηλιακό ρεύμα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι ιδιώτες παραγωγοί ρεύματος από φυσικό αέριο θα πιεστούν να πουλούν πιο φτηνά ή και να εξάγουν το ρεύμα τους μέσω του Great Sea Interconnector. Η χώρα όμως από εισαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας θα γίνει εξαγωγέας, θα μπορεί ένα μεγάλο περίσσευμά της από την παραγωγή στα ηλιακά πάρκα να τα στέλνει στην κεντρική Ευρώπη, θα μπορεί σε 2-3 χρόνια από την πιο ρυπογόνα χώρα στην Ένωση να εξελιχθεί ως η πλέον ενεργειακά πράσινη και βιώσιμη.
Σήμερα είμαστε σε ένα σημείο καμπής. Οι πολίτες βιώνουν χειμώνα καιρό, να τους παίρνουν, για ακόμη μία φορά, τα λεφτά από την τσέπη κόβοντάς τους την παραγωγή ρεύματος, επειδή το σύστημα δεν έχει τρόπους αποθήκευσης και έξυπνης διαχείρισης. Για ακόμη μία φορά ξεγυμνώνεται μπροστά μας η έλλειψη προνοητικότητας, στρατηγικής και οράματος από την πολιτική ηγεσία. Η ΑΗΚ, η ΡΑΕΚ, ο Διαχειριστής, η υπηρεσία ενέργειας, οι ιδιώτες που κερδοσκοπούν, δεν ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση. Η ευθύνη είναι πολιτική στις προηγούμενες κυβερνήσεις, στη Βουλή, στο πολιτικό προσωπικό. Το όραμα και η σύγκρουση με τα κατεστημένα και το βόλεμα, ποτέ δεν ήταν τα χαρακτηριστικά των πολιτικών μας.
Φαντάζομαι τι θα γίνει το καλοκαίρι, όταν η εγκατάσταση ηλιακών πάνελ θα πλησιάσει τα 900 μεγαβάτ και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τον ήλιο η ώρα 12 το μεσημέρι θα φτάσει στο μέγιστο. Αντί λοιπόν να πετούμε ενέργεια αξίας εκατομμυρίων στον κάλαθο των αχρήστων, ας υιοθετήσουμε την ευρωπαϊκή οδηγία «RED III» (παρ. 57,58), η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να προωθήσουν τη διάσπαρτη ατομική παραγωγή, αποθήκευση και πώληση στο δίκτυο.
Η σημερινή κυβέρνηση, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, αντιλαμβάνεται το ζήτημα, γνωρίζει πλέον τις λύσεις που είναι μπροστά της (και τις επιβάλλει η Ένωση), και δυστυχώς γι’ αυτήν δεν θα μπορεί να πετάξει την μπάλα εκτός γηπέδου. Γιατί το πάρτι της κλοπής από τις τσέπες των Κυπρίων τελειώνει όπως και να το δει κάποιος, είτε γιατί ο κόσμος θα χρεώσει την αναποτελεσματικότητα στην κυβέρνηση και στη Βουλή είτε γιατί η τεχνολογία και οι πολιτικές της Ένωσης θα δώσουν στους πολίτες άλλες επιλογές εκτός συστήματος. Αν γίνει το τελευταίο, το κραχ στην ΑΗΚ θα είναι και βίαιο και εν μέρει άδικο.
Ο Δημήτρης Λοττίδης είναι εκδότης της Καθημερινής Κύπρου.