Kathimerini.gr
Το 2011, ένα «διαζύγιο» – σοκ έκανε το γύρο του κόσμου: Όχι αυτό της Ντέμι Μουρ και του Αστον Κούτσερ, ούτε της Τζένιφερ Λόπεζ και του Μαρκ Αντονι, αλλά εκείνο της Μπίμπι και του Πόλντι, δύο υπεραιωνόβιων χελώνων Γκαλαπάγκος που συζούσαν επί δεκαετίες σε ζωολογικό κήπο της Αυστρίας.
Μετά από σχεδόν έναν αιώνα κοινής ζωής, η 115χρονη Μπίμπι φαίνεται πως απηύδησε: Μία ωραία πρωία δάγκωσε το καβούκι του Πόλντι, ματώνοντάς τον, και συνέχισε να του επιτίθεται έως ότου οι φροντιστές τους αποφάισαν να τους χωρίσουν.
Στην άγρια φύση, οι χελώνες του είδους αυτού δεν είναι μονογαμικές, οπότε το ότι η σχέση της Μπίμπι και του Πόλντι ήταν τέτοιας διάρκειας, θεωρείται από μόνο του άθλος. Οι προσπάθειες των φροντιστών για την επανασύνδεση του ζεύγους -που δεν είχε αποκτήσει απογόνους- ναυάγησε. «Εχουμε την αίσθηση πως δεν αντέχουν καν να βλέπουν ο ένας τον άλλον» παραδεχόταν τότε η διευθύντρια του ζωολογικού κήπου, Χέλγκα Χαπ.
Κι αν οι χωρισμοί μεταξύ των ανθρώπων έχουν λογής ερμηνείες, έχουν γεννήσει σπαραξικάρδιες μπαλάντες, εμπνέουν διαχρονικά την παγκόσμια λογοτεχνία και κεντρίζουν το ενδιαφέρον της Επιστήμης, τα ζώα γιατί χωρίζουν;
Ο ρόλος του γονιού
Στην κοινωνική μονογαμία, τα ζώα ζουν μαζί και δημιουργούν ισχυρούς δεσμούς, παρότι η σεξουαλική αφοσίωση είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα. Στα θηλαστικά, οι άνθρωποι συγκαταλέγονται στις εξαιρέσεις: η κοινωνική μονογαμία έχει παρατηρηθεί σε λιγότερο από το 10% των ειδών θηλαστικών.
Το μικρό αυτό ποσοστό οφείλεται στις διαφορόποιήσεις της γονικής επένδυσης μεταξύ αρσενικών και θηλυκών, εξηγεί ο καθηγητής Σάιμον Γκρίφιθ, εξελικτικός περιβαλλοντολόγος στο πανεπιστήμιο Macquarie. Στα περισσότερα είδη θηλαστικών, το άρμα της γονικής φροντίδας σύρει κυρίως το θηλυκό, το οποίο είναι αυτό που τίκτει και θηλάζει.
«Σε πολλά θηλαστικά, δεν υπάρχει γονική φροντίδα από τον πατέρα. Αυτός μπορεί να κρατήσει για λίγο τα μικρά ή να περιφρουρήσει την περιοχή, αλλά δεν μπορεί να προσφέρει πολλά στους απογόνους» λέει ο Γκρίφιθ. «Στην περίπτωση των πτηνών, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ο μπαμπάς μπορεί στην πραγματικότητα να φροντίζει σχεδόν όσο και το θηλυκό όσον αφορά την παροχή τροφής. Γι’αυτό και τα πουλιά τείνουν να έχουν σχέσεις ενώ τα θηλαστικά όχι» προσθέτει.
Ως προς τη σεξουαλική μονογαμία, πριν από την ύπαρξη μεθόδων για την εξακρίβωση της πατρότητας, τα στοιχεία έδειχναν ότι τα πτηνά ως ομάδα ήταν ως επί το πλείστον σεξουαλικά μονογαμικά, λέει ο καθηγητής Ραούλ Μάλντερ, εξελικτικός οικολόγος στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.
«Αν εξετάσετε αν ένα συγκεκριμένο είδος ζευγαρώνει ή όχι, για πόσο καιρό ζευγαρώνε και για πόσο καιρό παραμένει μαζί, και ταξινομήσετε όλα τα γνωστά πουλιά, θα καταλήξετε σε ένα ποσοστό πάνω από 90%», λέει ο Μούλντερ.
Ωστόσο, μετά την ανακάλυψη γενετικών τεστ, οι επιστήμονες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι τα πτηνά δεν ήταν τόσο πιστά όσο πίστευαν προηγουμένως και ότι η κοινωνική και η σεξουαλική μονογαμία δεν συμβαδίζουν απαραιτήτως.
Μελέτη του Μούλντερ για ένα πτηνό της Αυστραλίας (superb fairywren ή Malurus cyaneus) καταδείκνυε πως το 76% των νεοσσών που γεννήθηκαν σε φωλιές είχαν διαφορετικό βιολογικό πατέρα από αυτόν που τα φρόντιζε.
Κλίμα και περιβάλλον
Στο σύνολό τους, ωστόσο, τα αυστραλιανά πουλιά τείνουν να χωρίζουν λιγότερο από τα ευρωπαϊκά είδη, λέει ο Γκρίφιθ, καθώς απαιτούνται ισχυρές συνεργασίες για την επιβίωση σε περιβαλλοντικές συνθήκες ευμετάβλητες και σκληρές.
Στο βόρειο ημισφαίριο, ο χρόνος των περιόδων αναπαραγωγής είναι προβλέψιμος, καθώς συνδέεται με τη διάρκεια της ημέρας. Ωστόσο, στην Αυστραλία η απόφαση για αναπαραγωγή εξαρτάται επίσης από κλιματικούς παράγοντες.
«Κάποιες περιόδους κυριολεκτικά δεν υπάρχει καθόλου βροχόπτωση ούτε βλάστηση ώστε τα πουλιά και τα ζώα που ζουν στις περιοχές να αναπαραχθούν. Η αναπαραγωγή είναι μια πολύ πιο περίπλοκη απόφαση όταν πρόκειται για μονογονέα, αλλά, όταν υπάρχει μια καλή συνεργασία, η απόφαση μπορεί να βελτιστοποιηθεί» σημειώνει ο Γκρίφιθ.
Μεταξύ των πτηνών, πρότυπο μονογαμίας θεωρείται το περιπλανώμενο άλμπατρος, το οποίο μπορεί να ζήσει έως και 50 χρόνια και συνήθως ζευγαρώνει άπαξ και δια βίου. «Αυτό το πουλί χρειάζεται πολύ χρόνο για να δημιουργήσει δεσμό», λέει η δρ Ρουίτζιαο Σαν, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα. «Αν ένα άτομο χάσει τον σύντροφό του, χρειάζονται χρόνια για να συνδεθεί με έναν νέο για να μπορέσει να αρχίσει να αναπαράγεται ξανά. Τα συγκεκριμένα άλμπατρος κάνουν μόνο ένα αυγό σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο, ωστόσο, πρέπει πάντα να υπάρχει ένας γονέας στη φωλιά για να προστατεύει τον νεοσσό και να κάνει την επώαση. Παράλληλα, χρειάζονται και τροφή, οπότε πρέπει να εναλλάσσουν τους ρόλους τους. Χρειάζονται πραγματικά δύο για να μπορέσουν να μεγαλώσουν τους νεοσσούς τους».
Τα βραχύβια είδη, αντίθετα, μπορεί να είναι πιο πρόθυμα να εγκαταλείψουν τον σύντροφό τους ώστε να ενισχύσουν τις ευκαιρίες αναπαραγωγής.
Άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα ζώα στο «διαζύγιο», αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν αλλαγή συντρόφου, περιλαμβάνουν το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας -οπότε ο εκάστοτε σύντροφος αναζητά αλλού την ευκαιρία αναπαραγωγής του είδους του-, αλλά και την κλιματική αλλαγή.
Σε μελέτη για τους θαλασσοβάτες που κάνουν φωλιές σε ρωγμές βράχων της Ανταρκτικής, η Σαν και οι συνάδελφοί της παρατήρησαν πως ο αριθμός χιονοκάλυψης κατά την αναπαραγωγική περίοδο συνδέεται άμεσα με το ποσοστό «διαζυγίων», καθώς το υπερβολικό χιόνι γεμίζει τις φωλιές, παγώνει τα αυγά, οδηγώντας πρακτικά σε αποτυχία επώασης.
Πηγή: Guardian