ΚΥΠΕ
Τις υποχρεώσεις και δικαιώματα που προκύπτουν από την πρόωρη εξόφληση στεγαστικών δανείων για τους καταναλωτές εξηγεί με ανακοίνωσή της η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή, σημειώνοντας ότι καθοριστικό ρόλο σε τυχόν έξοδα χρέωσης πρόωρης εξόφλησης διαδραματίζει ο χρόνος σύναψης των δανείων.
Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία τονίζει ότι όταν ο καταναλωτής ζητήσει να εξοφλήσει πρόωρα το δάνειο του, η τράπεζα θα πρέπει να του δώσει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται για να μπορέσει να εξετάσει την επιλογή αυτή.
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι για δάνεια που συνάφθηκαν πριν από τον Ιούνιο του 2002 εφαρμόζονται οι όροι που είχαν συμφωνήσει η Τράπεζα και ο καταναλωτής κατά την ημερομηνία υπογραφής της δανειακής σύμβασης.
Όσον αφορά δάνεια που συνάφθηκαν από τον Ιούνιο του 2002 μέχρι τον Μάιο του 2017, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Καταναλωτικής Πίστης (Συμφωνίες Στεγαστικών Δανείων και Ενοικιαγορών) Νόμου του 2001. Στις περιπτώσεις αυτές ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει το στεγαστικό του δάνειο, είτε στο σύνολό του είτε εν μέρει.
Στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα δικαιούται να χρεώσει τον καταναλωτή με διοικητικά έξοδα, τα οποία όμως δεν μπορούν να ξεπερνούν το 1,25% της μείωσης που θα επωφεληθεί ο καταναλωτής, στη βάση μαθηματικού τύπου που περιλαμβάνεται στο Νόμο. Για παράδειγμα, αν προκύψει όφελος στον καταναλωτή €4.000 στο κόστος του δανείου του (τόκοι και χρεώσεις για το υπόλοιπο διάστημα της σύμβασης), τότε η τράπεζα δικαιούται να του αποκόψει ως διοικητικά έξοδα ποσό μέχρι €50 (€4.000 x 1,25%).
Η Υπηρεσία σημειώνει ότι ο Νόμος εφαρμοζόταν αρχικά σε στεγαστικά δάνεια μέχρι €85.500, ενώ από το Νοέμβριο του 2010 ο Νόμος τροποποιήθηκε, αυξάνοντας το όριο στις €200.000. Εάν το ποσό του στεγαστικού δανείου είναι μεγαλύτερο από €85.500 ή €200.000, ανάλογα με τη χρονική περίοδο σύναψης του, τότε το δάνειο δεν εμπίπτει στον Νόμο και εφαρμόζονται οι όροι της δανειακής σύμβασης που έχουν υπογράψει η Τράπεζα και ο καταναλωτής.
Όσον αφορά δάνεια που συνάφθηκαν από τον Μάιο του 2017, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Συμβάσεων Πίστωσης για Καταναλωτές σε Σχέση με Ακίνητα που Προορίζονται για Κατοικία Νόμος του 2017. Ο καταναλωτής και σε αυτή την περίπτωση έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει το στεγαστικό του δάνειο, είτε στο σύνολό του είτε εν μέρει, με βάση προϋποθέσεις.
Συγκεκριμένα, όταν το δάνειο αποπληρώνεται πλήρως και το επιτόκιο είναι σταθερό κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, η Τράπεζα δικαιούται αποζημίωση σύμφωνα με μαθηματικό τύπο που προβλέπεται στον νόμο και διοικητικά έξοδα τα οποία όμως δεν υπερβαίνουν το ποσό των €100. Το ποσό της αποζημίωσης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το ποσό που θα αποπληρωθεί, το επιτόκιο κατά τη στιγμή της πρόωρης αποπληρωμής και τη χρονική περίοδο που γίνεται η αποπληρωμή. Αν για παράδειγμα το υπόλοιπο ενός στεγαστικού δανείου, κατά την ημερομηνία της προεξόφλησης του, είναι €180.000, θα μπορούσε να υπάρξει μια χρέωση από την Τράπεζα €1.300 (με βάση το μαθηματικό τύπο συν τα διοικητικά έξοδα).
Σε άλλη περίπτωση, όταν το δάνειο αποπληρώνεται πλήρως και το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο, η Τράπεζα δεν δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για πρόωρη αποπληρωμή. Δικαιούται μόνο να επιβάλει χρέωση για διοικητικά έξοδα μέχρι €100.
Στις περιπτώσεις που το δάνειο αποπληρώνεται μερικώς, η Τράπεζα δικαιούται εύλογη αποζημίωση για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη αποπληρωμή και διοικητικά έξοδα μέχρι €100. Για παράδειγμα, εάν και πάλι το υπόλοιπο ενός στεγαστικού δανείου, κατά την ημερομηνία της προεξόφλησης του, είναι €180.000 και ο καταναλωτής θα προεξοφλήσει €150.000, τότε είναι πιθανή μια χρέωση της τάξης των €1.100 (αποζημίωση συν διοικητικά έξοδα).