ΑΜΠΕ
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ θα αναζητήσει μια «διπλωματική προσέγγιση» απέναντι στη γερμανική δικαιοσύνη, η οποία ζήτησε την Τρίτη από την ΕΚΤ να δικαιολογήσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, δήλωσε πηγή με γνώση του θέματος.
Το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έδωσε την Τρίτη περιθώριο τριών μηνών στην ΕΚΤ για να εξηγήσει για ποιο λόγο είναι απαραίτητες οι αγορές κρατικού χρέους που διενεργεί από το 2015, με μια «νέα απόφαση», ένα απρόσμενο τελεσίγραφο που απειλεί να αποδυναμώσει την τεράστια νομισματική στήριξη προς την ευρωπαϊκή οικονομία προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις του κορονοϊού. Εάν δεν δοθεί εξήγηση από την ΕΚΤ εντός αυτού του χρονικού περιθωρίου, η γερμανική κεντρική τράπεζα Bundesbank δεν θα μπορεί πλέον να συμμετέχει στις αγορές κρατικού χρέους.
Ενώ η ΕΚΤ ανέφερε ότι «έλαβε γνώση» της κρίσης αυτής χωρίς να δεσμεύεται ότι θα απαντήσει, «η κα Λαγκάρντ θα αναζητήσει μια διπλωματική λύση που θα προστατεύει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ και θα πληροί παράλληλα τις προϋποθέσεις των δικαστών», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο πηγή κοντά στις κεντρικές τράπεζες. Η πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ «δεν θέλει κλιμάκωση της αντιπαράθεσης», σύμφωνα με την ίδια πηγή. Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, πολλοί διοικητές κεντρικών τραπεζών στην ευρωζώνη, που δεν κατονομάζονται, αντιτίθενται στο να δώσει η ΕΚΤ μια απάντηση στη γερμανική δικαιοσύνη, κάνοντας λόγο για ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας.
Η μεγάλη αναθεώρηση της στρατηγικής της, που ξεκίνησε η ΕΚΤ στην αρχή του χρόνου και μπήκε στον ‘πάγο’ λόγω της πανδημίας, προβλέπει ήδη την «αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και των πιθανών παρενεργειών των εργαλείων νομισματικής πολιτικής που αναπτύχθηκαν την τελευταία δεκαετία».
Καθώς οι αγορές κρατικού χρέους εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία, αυτή η διαδικασία επανεξέτασης «θα μπορούσε να γίνει χωρίς καθυστέρηση και παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα σε ένα ευρύ κοινό», δήλωσε η ίδια πηγή στο Γαλλικό Πρακτορείο. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος για να ικανοποιήσει η ΕΚΤ τις προσδοκίες των Γερμανών δικαστών χωρίς να τους απαντήσει απευθείας.