ΚΥΠΕ
Τον οδικό χάρτη για σταδιακή άρση των χαλαρώσεων στις εξασφαλίσεις που λήφθηκαν κατά την πανδημία του κορωνοϊού, ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Οι χαλαρώσεις της ΕΚΤ που είχαν ληφθεί τον Απρίλιο του 2020 θα αποσυρθούν σταδιακά σε τρία βήματα μεταξύ του Ιουλίου του 2022 και του Μαρτίου του 2024. Τον Απρίλιο του 2020, η ΕΚΤ είχε λάβει σειρά αποφάσεων σε σχέση με τις εξασφαλίσεις στις πράξεις αναχρηματοδότησης της σε μια προσπάθεια να ενισχύσει περαιτέρω τη ρευστότητα στην Ευρωζώνη.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ η σταδιακή άρση των μέτρων θα αποκαταστήσει την ικανότητα απορρόφησης ρίσκου από τις τράπεζες της ευρωζώνης. Παράλληλα, σε μια απόφαση που σχετίζεται με την Ελλάδα, η ΕΚΤ διατήρησε την εξαίρεση (waiver) για τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, επιτρέποντας στις Κεντρικές Τράπεζες του ευρωσυστήματος να αποδέχονται κυβερνητικά ομόλογα ως εξασφάλιση για το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων πανδημίας (PEEP).
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αποφάσισε να καταργήσει σταδιακά το πακέτο των μέτρων χαλάρωσης των εξασφαλίσεων για την πανδημία που ισχύει από τον Απρίλιο του 2020. Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει λάβει υπόψη με μακροπρόθεσμο τρόπο τον αντίκτυπο αυτής της σταδιακής κατάργησης σχετικά με τη διαθεσιμότητα εξασφαλίσεων των αντισυμβαλλομένων του Ευρωσυστήματος, ιδίως όσον αφορά την ικανότητά τους να συνεχίσουν να κινητοποιούν εξασφαλίσεις μέχρι τη λήξη των εκκρεμών στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III).
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η σταδιακή κατάργηση δίνει αρκετό χρόνο στους αντισυμβαλλομένους του Ευρωσυστήματος να προσαρμοστούν και έχει προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί στα ακόλουθα τρία βήματα.
Ειδικότερα, από τις 8 Ιουλίου 2022 η ΕΚΤ θα εφαρμόσει μια σειρά αποφάσεων. Θα μειώσει κατά στο μισό την προσωρινή μείωση των περικοπών αποτίμησης εξασφαλίσεων σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία από την τρέχουσα προσαρμογή 20% σε 10%. Δεύτερον, η ΕΚΤ δεν θα διατηρεί πλέον την καταλληλότητα των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων που πληρούσαν τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστωτικής ποιότητας στις 7 Απριλίου 2020, αλλά των οποίων οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στη συνέχεια επιδεινώθηκαν κάτω από το ελάχιστο όριο αξιολόγησης. Τρίτον, η ΕΚΤ θα αποκαταστήσει το όριο όσον αφορά τους μη εξασφαλισμένους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από οποιονδήποτε άλλο τραπεζικό όμιλο στη συλλογή εξασφαλίσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος από 10% σε 2,5%, όπως συνέβαινε πριν από τον Απρίλιο του 2020.
Επίσης, η ΕΚΤ θα καταργήσει σταδιακά το προσωρινή χαλάρωση ορισμένων τεχνικών απαιτήσεων για την επιλεξιμότητα πρόσθετων πιστωτικών απαιτήσεων (ACC), που σχετίζονται κυρίως με την πλήρη αποκατάσταση της συχνότητας των απαιτήσεων αναφοράς για το επίπεδο δανείων ACC και των απαιτήσεων αποδοχής για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ίδιων των τραπεζών από εσωτερικά συστήματα που βασίζονται σε αξιολογήσεις. Οι αρμόδιες εθνικές κεντρικές τράπεζες θα κοινοποιήσουν τις λεπτομέρειες στους επηρεαζόμενους αντισυμβαλλομένους.
Τον Ιούνιο του 2023 η ΕΚΤ αναμένει να εφαρμόσει ένα νέο χρονοδιάγραμμα «κουρέματος» στις αποτιμήσεις με βάση το επίπεδο ανοχής κινδύνου πριν από την πανδημία για τις πιστωτικές πράξεις, καταργώντας σταδιακά τη γενική απομείωση κατά 10% που απομένει στις περικοπές στην αποτίμηση των εξασφαλίσεων.
Παράλληλα, τον Μάρτιο του 2024, η ΕΚΤ καταρχήν θα καταργήσει σταδιακά τα εναπομείναντα μέτρα χαλάρωσης των εξασφαλίσεων από την πανδημία, μετά από μια ολοκληρωμένη αναθεώρηση των πλαισίων ACC που θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των αντισυμβαλλομένων σε εξασφαλίσεις για τη συνεχή συμμετοχή τους στις εκκρεμείς πράξεις TLTRO III έως τον Δεκέμβριο του 2024. Αυτά τα μέτρα περιλαμβάνουν την αποδοχή διαφόρων ACC που εισήχθησαν κατά την περίοδο της πανδημίας, όπως δάνεια με εγγύηση της κυβέρνησης και ορισμένων φορέων του δημόσιου τομέα.
Όσον αφορά την Ελλάδα, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να συνεχίσει να επιτρέπει στις εθνικές Κεντρικές Τράπεζες να αποδέχονται ως αποδεκτά ελληνικά κρατικά ομόλογα (GGB) που δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστωτικής ποιότητας του Ευρωσυστήματος, αλλά πληρούν όλα τα άλλα ισχύοντα κριτήρια καταλληλότητας, τουλάχιστον για όσο διάστημα οι επανεπενδύσεις σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου συνεχίζονται σύμφωνα με το PEPP.