Οι τελευταίες ραγδαίες εξελίξεις με την κατάρρευση και την εξαγορά της Credit Suisse έθεσαν σε αμφισβήτηση μια «σταθερά» που έμοιαζε αδιαμφισβήτητη. Παραμένει, τελικά, σήμερα το ελβετικό τραπεζικό σύστημα το ίδιο σταθερό και αξιόπιστο μετά την υπόθεση της Credit Suisse;
Σε δημοσίευμά του, το Politico κάνει λόγο για την πιο «δραματική» περίπτωση τραπεζικής κατάρρευσης, μετά την οικονομική κρίση του 2008, ενώ θέτει το ερώτημα για το αν και σε τι βαθμό η κατάρρευση της Credit Suisse μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες «ντόμινο».
Την Κυριακή, 19/3, η UBS -άλλοτε ανταγωνίστρια τράπεζα- εξαγοράζει την Credit Suisse έναντι 3 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων σε μετοχές, με σκοπό την προστασία των επενδυτών και των καταθέσεων, κάτι το οποίο -όπως σημειώνει το Politico- επετεύχθη, τουλάχιστον προσωρινά.
«Ο διάβολος, όμως, κρύβεται στις λεπτομέρειες», σχολιάζει το Politico, εκφράζοντας τον προβληματισμό ότι ο τρόπος με τον οποίο δομήθηκε η διάσωση ενδέχεται «να κάνει τα πράγματα χειρότερα».
Γιατί η υπόθεση της Credit Suisse γεννά φόβους για ντόμινο;
Από όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση του 2008, οι ρυθμιστικές αρχές είχαν προσπαθήσει να ακολουθήσουν στρατηγικές αποτροπής της «μόλυνσης» τραπεζικών ιδρυμάτων από άλλες τράπεζες που ήδη βρίσκονταν σε κίνδυνο.
Στην περίπτωση, όμως, της Credit Suisse, οι ελβετικές αρχές ανέτρεψαν αυτόν τον κανόνα, επιβαρύνοντας πρώτα τους κατόχους ομολόγων, γεγονός το οποίο έχει προκαλέσει οικονομικό πανικό σε ολόκληρο το σύστημα.
Αυτή ακριβώς η εξέλιξη «γεννά» και την αγωνία πολλών παραγόντων του τραπεζικού συστήματος για ενδεχόμενη «εξάπλωση» της «μόλυνσης». Συνοπτικά, ο βασικός φόβος εντοπίζεται στον κίνδυνο οι επενδυτές να θεωρήσουν ότι κατέχουν ομόλογα τα οποία είναι πλέον «επικίνδυνα» και να τα πουλήσουν με όρους «ξεπουλήματος», κατεβάζοντας τις τιμές προς τα κάτω και θέτοντας υπό αμφισβήτηση συνολικά την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα.
Μετά το ξεπούλημα της Credit Suisse, τα ευρωπαϊκά εποπτικά όργανα εξέδωσαν ανακοίνωση στην οποία διαβεβαιώνουν τους επενδυτές ότι, στο σενάριο κατάρρευσης μιας τράπεζας, αυτοί που θα επιβαρυνθούν πρώτα θα είναι οι μέτοχοι.
Παρά τις διαβεβαιώσεις και το καθησυχαστικό κλίμα των πρώτων ημερών, η κατάρρευση της Credit Suisse θέτει στο επίκεντρο σειρά από ερωτήματα και αμφιβολίες για τον βαθμό σταθερότητας του συστήματος.
Το πρώτο ζήτημα που θέτει το Politico σχετίζεται με το γεγονός ότι η Credit Suisse ήταν μια επαρκώς κεφαλαιοποιημένη τράπεζα και διέθετε πολλά περιουσιακά στοιχεία, παράμετροι που ενδέχεται να καταδεικνύουν ανεπάρκεια στους κανόνες που θεσπίστηκαν στο τραπεζικό σύστημα, στον απόηχο της μεγάλης κρίσης του 2008. Σημειώνεται ότι οι ελβετικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η τράπεζα δεν ήταν εκτεθειμένη σε υψηλότερα επιτόκια, σε αντίθεση με την SVB.
Ολα αυτά έπαψαν να ισχύουν την προηγούμενη εβδομάδα, όταν οι διαβεβαιώσεις για συγκράτηση της τιμής των μετοχών διαψεύστηκαν και η Saudi National Bank, ένας από τους επενδυτές της Credit Suisse, αποφάσισε να αποσύρει τα χρήματά της.
Το «αμαρτωλό» παρελθόν της Credit Suisse
Τα προβλήματα για την Credit Suisse, όμως, ξεκίνησαν χρονικά αρκετά νωρίτερα. Με τις πιέσεις για αύξηση της κερδοφορίας της τράπεζας να εντείνονται, η Credit Suisse προσέλαβε τον Τιτζάν Τιάμ ως διευθύνοντα σύμβουλο, το 2015, με αποστολή να ενισχύσει το ίδρυμα.
Μόνο που ο Τιάμ εισήγαγε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, το οποίο είχε στο επίκεντρο την περικοπή χιλιάδων θέσεων εργασίας, αλλά και τον περιορισμό του κόστους στο τμήμα των επενδύσεων.
Οι προσπάθειες αυτές δεν άργησαν να συναντήσουν σοβαρά εμπόδια, με αποκορύφωμα την εμπλοκή της τράπεζας σε σειρά από ζημιογόνα σκάνδαλα, μεταξύ αυτών και την κατάρρευση του hedge fund Archegos, που «φόρτωσε» την τράπεζα με ζημιά 5,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η υπόθεση παρακολουθήσεων υπαλλήλων αποτέλεσε ακόμα ένα πλήγμα, το οποίο ανάγκασε το τραπεζικό στέλεχος να αποχωρήσει.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Credit Suisse προσπάθησε να συνεχίσει τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης που είχε ξεκινήσει ο Τιάμ, όμως και ο επόμενος διευθύνων σύμβουλος, Τόμας Γκότσταιν, παραδέχτηκε ότι απαιτούνταν πολλές παραπάνω μεταρρυθμίσεις για να ξεπεραστούν δομικά προβλήματα.
Το 2021, η τράπεζα δέχτηκε ακόμα ένα πλήγμα με την εμπλοκή της στην υπόθεση κατάρρευσης της Greensil Capital. Τα σχέδια περικοπών και αναδιάρθρωσης συνεχίστηκαν και υπό τις μεταγενέστερες διοικήσεις, χωρίς αποτέλεσμα, ενώ η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έμελλε να αποτελέσει ακόμα ένα «χτύπημα» στο τραπεζικό ίδρυμα, μέχρι τελικά να φτάσουμε στην κατάρρευση πριν από λίγες ημέρες.
Με δεδομένο το «ταραχώδες» χρονικό του τραπεζικού ιδρύματος, η κατάρρευση της Credit Suisse έμοιαζε με «θέμα χρόνου». Αυτό που μένει να φανεί είναι η επίδρασή της, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, στις μελλοντικές τραπεζικές εξελίξεις.
ΠΗΓΗ: Politico