Του Απόστολου Κουρουπάκη
Έφυγε από τη ζωή ο δημοσιογράφος Γλαύκος Ξένος την περασμένη Τρίτη και ο δημοσιογραφικός κόσμος της Κύπρου είναι μάλλον πιο φτωχός. Όσοι συνεργάστηκαν με τον Γλαύκο Ξένο έχουν να λένε τα καλύτερα, για την οξυδέρκειά του, την αφοσίωσή του στο επάγγελμα του δημοσιογράφου, και για την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τους γύρω του. Ο δημοσιογράφος Πάμπος Χαραλάμπους λέει για την περίοδο γνωριμίας τους, νεαρός ακόμα στο επάγγελμα, όταν συνεργάστηκαν στη μετατροπή της εφημερίδας «Αλήθεια» το 1982 από εβδομαδιαία σε καθημερινή. «Ξεκινήσαμε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες», θυμάται ο κ. Χαραλάμπους, «ο Γλαύκος εργαζόταν πάντοτε έως πολύ αργά, δεν είχε σημασία αν ήταν διευθυντής, πάντοτε θεωρούσε τον εαυτό του ως έναν απλό συντάκτη. Τον θυμάμαι να είναι παρών σε όλα τα στάδια της έκδοσης, από τη σελίδωση, έως και το τύπωμα. Έμενε πολλές φορές μέχρι τα χαράματα στο τυπογραφείο για να πάρει το πρώτο φύλλο στα χέρια του». Χαρακτηριστικό στοιχείο του Γλαύκου Ξένου, λέει ο κ. Χαραλάμπους δεν ήταν απλώς η ηρεμία του, αλλά το χιούμορ του, το οποίο την εποχή εκείνη με εντυπωσίαζε ».
Ο Γλαύκος Ξένος, λέει ο κ. Χαραλάμπους, ήταν πάντοτε έτοιμος και στις πιο δύσκολες στιγμές, «μου έκανε εντύπωση η χαλαρότητα και άνεσή του, πάντοτε με το αστείο του και το χαμόγελό του. Μπορώ να πω ότι αυτό ήταν και το κύριο χαρακτηριστικό του». Ο κ. Χαραλάμπους τονίζει ένα ακόμη στοιχείο του χαρακτήρα του Γλαύκου Ξένου, την αμεσότητά του, «πάντα πρόθυμος, προσεγγίσιμος, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο συνεργάτη του. Καμία σχέση με αυτό που λέμε αφεντικό, μα καμία σχέση, ήταν ταπεινός, απλός, ευχάριστος και πάντοτε με το χιούμορ του». Ο Γλαύκος Ξένος, όπως επισημαίνει ο κ. Χαραλάμπους, εθεωρείτο από τους νεότερους ως ένας από τους τιτάνες της κυπριακής δημοσιογραφίας «και όμως ήταν πάντοτε πολύ καταδεκτικός και απλός». Μεγάλη αγάπη του Γλαύκου Ξένου ήταν η θάλασσα και η βάρκα του, λέει ο κ. Χαραλάμπους: «Μεγάλη του αγωνία ήταν, όταν θα έκλεινε το φύλλο, να πεταχτεί στον Πρωταρά. Μάλιστα, όταν πια ήταν συνεργάτης αρθρογράφος στην ‘Αλήθεια’ είχε πια τη βάρκα του και έγραφε εκεί το άρθρο του, και μας το έστελνε με φαξ». Ο κ. Χαραλάμπους έκλεισε την κουβέντα μας λέγοντάς μου, «όλα τα παραπάνω τον έκαναν να είναι αγαπητός από όλους».
Ένας ακόμη δημοσιογράφος μάς μίλησε για τον Γλαύκο Ξένο, ο Παναγιώτης Παπαδημήτρης. «Με τον Γλαύκο συνεργαστήκαμε τη δεκαετία του 1960 στην εφημερίδα ‘Μάχη’ και ήταν τόσο δαίμονας στο μυαλό που κατάφερνε μέσα σε λίγη ώρα να γράψει το κύριο άρθρο της εφημερίδας». Σεμνά ο κ. Παπαδημήτρης μού λέει κλείνοντας την κουβέντα μας «ο Γλαύκος ήταν ένας εύστροφος, ένας πολύ καλός άνθρωπος».
Μεταξύ των πολλών ρεπορτάζ του Γλαύκου Ξένου, ένα ξεχωρίζει μέχρι και σήμερα και δεν είναι άλλο από εκείνο που έκανε στο Δίκωμο, στην εφημερίδα «Έθνος», όταν κάλυψε τον θάνατο του Κυριάκου Μάτση. Στις 20 Νοεμβρίου 1958 έγραφε ο Γλαύκος Παναγιώτου – Ξένος: «Στο βάθος της κρύπτης (κρησφύγετο) βρισκόταν ακρωτηριασμένος κι αιμόβρεκτος ο θαρραλέος μαχητής. Καμμιά σύσπαση, καμμιά έκφραση πόνου δε διαγραφόταν στο πρόσωπο του, παρά τα άγρια και φοβερά τραύματά του. Ενα υπερκόσμιο χαμόγελο υψίστης ικανοποιήσεως ήταν ζωγραφισμένο στη γαλήνια μορφή του. Το θέαμα δεν ήταν καθόλου αποτρόπαιο. Το αμυδρό φως του ηλεκτρικού φαναριού που κρατούσα στο χέρι μου σκορπιζόταν πάνω στο υποβλητικό μεγαλείο της αιμοβαμμένης δόξας, χωρίς να προκαλεί αίσθημα αποτροπιασμού. Ηταν η γαλήνια μορφή και το χαμόγελο του ήρωα που επεσκίαζαν τη φρίκη της αιματηρής τραγωδίας. Ηταν το χέρι του, που ακουμπισμένο στη σκανδάλη του οπλοπολυβόλου διέγραφε ένα υποβλητικό μεγαλείο ύστατης αγωνιστικής διάθεσης που επισκίαζε την εικόνα του θανάτου. Ηταν η ψυχή του, που αθάνατη χώρεσε την τεράστια δόξα του. Ηταν η συγκίνηση που μού πνιξε το στήθος. Δεν ξέρω. Θυμούμαι όμως ακόμη την εικόνα εκείνη των λίγων λεπτών μπροστά στο νεκρό Μάτση μ΄ ένα αίσθημα θαυμασμού. Την θυμούμαι σαν ένα πίνακα ζωγραφικής».
Το ρεπορτάζ του Γλαύκου Ξένου για τον Κυριάκο Μάτση στο Δίκωμο στις 20 Νοεμβρίου 1959 έμεινε στην ιστορία.
Ποιος ήταν
Ο Γλαύκος Ξένος γεννήθηκε στη Λάπηθο το 1935 και ήταν πτυχιούχος της Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.Μπήκε στη δημοσιογραφία το 1952 όταν προσελήφθη στην εφημερίδα «Κύπρος». Αργότερα προσελήφθη στο «Εθνος» όπου συνέχισε να εργάζεται μέχρι το 1960, οπότε και άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα «Μάχη». Αργότερα διετέλεσε αρχισυντάκτης της απογευματινής εφημερίδας «Τελευταία Ωρα».Το 1967 προσελήφθη ως πολιτικός συντάκτης στην «Ελευθερία». Συνεργάστηκε με το Τμήμα Ειδήσεων του ΡΙΚ. Το 1976 ήταν ένας από τους συνεταίρους στην ίδρυση και κυκλοφορία της καθημερινής εφημερίδας «Σημερινή». Το 1990 ήταν αρθρογράφος της εφημερίδας «Αλήθεια» με το ψευδώνυμο Κάσσανδρος
Έντυπη Έκδοση