Του Απόστολου Κουρουπάκη
Όλοι έχουμε περάσει από την Πύλη της Πάφου και έχουμε δει εκείνη την ταμπέλα στο λαβωμένο από τον πόλεμο κτήριο επάνω ακριβώς στην Πράσινη Γραμμή… «Καφενείον Το Σπίτφαϊαρ». Ο Αρμενομαχαλάς, οδός Πάφου και Βικτωρίας γωνία, ένα σημείο ζωτικό που νέκρωσε εν μια νυχτί. Η απόφαση του Δήμου Λευκωσίας να ενισχύσει το ετοιμόρροπο κτήριο ήταν μία καλή ευκαιρία να αναζητήσουμε περισσότερες πληροφορίες για ένα τοπόσημο της πόλης, που από σημείο διέλευσης και κοινωνικής συναναστροφής έγινε νεκρά ζώνη.
Μία μικρή διαδικτυακή έρευνα ήταν αρκετή για να βρούμε απογόνους τού κατά κάποιο τρόπο ιδιοκτήτη του καφενείου, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια πριν από το οριστικό, αναγκαστικό κλείσιμό του, τον Ιούλιο του 1974, τα παιδιά του καφετζή Κυριάκου Κυριακίδη, την κ. Μαρούλα Αλεξανδρίδη στη Λευκωσία και τον κ. Γιάννη Κυριακίδη στις ΗΠΑ.
Συνομιλήσαμε με τους δύο απογόνους του καφετζή του «Σπίτφαϊαρ» και ανασκαλέψαμε τις μνήμες τους. Δύο γλυκύτατοι άνθρωποι που με χαρά μοιράστηκαν μαζί μας τις αναμνήσεις τους. Όπως είπαν στην «Κ» πρώτος ιδιοκτήτης του «Σπίτφαϊαρ» ήταν ο Λατίνος Αντουάν Πούρτζης, μιας οικογένειας από τη Λάρνακα, ο οποίος έμενε με τις δύο αδελφές του στο πίσω μέρος του καφενείου. Το καφενείο, λόγω και της κομβικής του θέσης, ήταν εξ αρχής τόπος συνάντησης Κυπρίων, Ε/κ, Τ/κ, Λατίνων, Μαρωνιτών και Αρμενίων.
Όλοι χωρούσαν στους μικρούς χώρους του για να απολαύσουν τον καφέ τους και τον ναργιλέ, ένας χώρος που κρατούσε την Πράσινη Γραμμή ζωντανή. «Ο κ. Αντουάν αγαπούσε τον πατέρα μου πάρα πολύ και όταν πια δεν ήθελε να έχει το καφενείο του πρότεινε να του το ενοικιάσει, χωρίς ενοίκιο όμως…». Στα μέσα, λοιπόν, της δεκαετίας του 1960, το «Σπίτφαϊαρ» ενοικιάστηκε στον υπάλληλο του καφενείου Κυριάκο Κυριακίδη, με έναν μόνο όρο στο συμβόλαιο ενοικίασης, να παραμένει 24 ώρες το 24ωρο ανοικτό, εάν ο όρος ετηρήτο δεν υπήρχε λόγος καταβολής ενοικίου. Όπως και έγινε, ο Κυριάκος Κυριακίδης τήρησε τον λόγο του και φυσικά τον όρο. Έτσι, σύντομα εργοδοτήθηκε και ο αδελφός του Κυριάκου, ο Γιώργος Κυριακίδης. Τα δύο αδέλφια μοιράζονταν τις δύο βάρδιες, 12 ώρες ο καθένας για να μπορεί να μένει ανοικτό όλο το 24ωρο.
Ο κ. Γιάννης μάς είπε ότι στον χώρο του καφενείου υπήρχαν δύο τραπέζια μπιλιάρδου, τύπου καραμπόλα, και σε ιδιαίτερο χώρο τραπέζια για χαρτοπαιξία και τάβλι. Βέβαια, το τάβλι ήταν στην ημερήσια διάταξη και στα τραπέζια έξω από το καφενείο. Μάλιστα, όπως μας είπε ο γιος του Κυριάκου Κυριακίδη, ο Γιάννης Κυριακίδης, ο οποίος τα Σαββατοκύριακα βοηθούσε στις βάρδιες, «έβλεπα κάποτε τους ίδιους ανθρώπους να παίζουν τάβλι το πρωί και το απόγευμα που επέστρεφα να είναι ακόμα εκεί… ρώτησα τον πατέρα μου, ‘μα καλά, δεν επόνεσεν ο πισινός τους’ και εκείνος μου απάντησε, ‘εν αρρώστια, γιε μου’».
Στο καφενείο σύχναζαν οι υπάλληλοι από τα νυκτερινά κέντρα της Λευκωσίας, οι εργάτες που πήγαιναν στη δουλειά τους πολύ πρωί, όσοι εργάζονταν στα ξενοδοχεία και άλλαζαν βάρδιες, οι αργόσχολοι, οι συνταξιούχοι, νέοι και στρατιώτες, οι οποίοι διασκέδαζαν με μια παρτίδα μπιλιάρδο ή αργότερα με τα φλιπεράκια που εγκατέστησε ο Κυριάκος Κυριακίδης.
Ο ναργιλές με το καλό τουμπεκί
Οι αρειμάνιοι καπνιστές της Λευκωσίας προτιμούσαν το «Σπίτφαϊαρ» για το καλό τουμπεκί του και γι' αυτό άλλωστε ήταν ξακουστό, για τον ναργιλέ του, «έφερναν οι Τ/κ του πατέρα μου συκωτάκια αρνίσια», μου είπε ο κ. Γιάννης, και η κυρία Μαρούλα μού διηγήθηκε το εξής περιστατικό: «Λίγο μετά τα γεγονότα του 1963, επιστρέφοντας από την Κερύνεια με τα αδέλφια μου, δεν προλάβαμε να δηλώσουμε τα ονόματά μας στο το κομβόι των Ηνωμένων Εθνών, και στο τελευταίο τ/κ φυλάκιο, πριν από την Πράσινη Γραμμή, μας κατέβασαν οι Τ/κ αστυνομικοί για έλεγχο. Εμένα ζήτησαν να με ανακρίνουν χωριστά από τον αδελφό μου, ο οποίος αντέδρασε, ανένδοτος ο αστυνομικός όμως. Τότε, ένας άλλος Τ/κ αστυνομικός με αναγνώρισε ότι ήμουν η κόρη του Κυριάκου του καφετζή και με προστάτεψε και μας άφησαν να περάσουμε.».
Από τα 14 καφετζής
Η καταγωγή του Κυριάκου Κυριακίδη ήταν από το Παλαιχώρι Ορεινής, αλλά όταν παντρεύτηκε μετακόμισε στη Δευτερά τόπο καταγωγής της συζύγου του. Στη Λευκωσία ήλθε στα 14 του χρόνια, όπως μας είπε ο κ. Γιάννης και ήταν από τότε καφετζής, «δούλεψε στο καφενείο Τραστ, όπου έγιναν και τα επεισόδια, μετά πήγε στο κοντινό με το ‘Σπίτφαϊαρ’ καφενείο, το ‘Καζαμπλάνκα’ και μετά εργοδοτήθηκε στον κ. Πούρτζη, στις αρχές του 1960, μέχρι το 1974, οπότε και εξαιτίας του πολέμου αναγκάστηκε να το κλείσει». Η κόρη του Μαρούλα Αλεξανδρίδου μάς είπε ότι πάντοτε περίμενε να επιστρέψει στο καφενείο του, έφτιαξε έναν πάγκο στην πλατεία Σολωμού, όπου πωλούσε σουβλάκια και σιεφταλιές, έμεινε εκεί έναν χρόνο… μετά, όπως μας είπε ο κ. Γιάννης, άνοιξε καφενείο στη Δευτερά.
Ο κ. Γιάννης μαζί με τον πατέρα του και μετά τον πόλεμο επισκεπτόντουσαν την οικογένεια Πούρτζη, στο νέο τους σπίτι, εκεί κοντά στο «Σπίτφαϊαρ» και περίμεναν πώς και πώς την επιστροφή τους… «Ξέρεις, όταν μάθαμε ότι έρχονται οι Τούρκοι, ο πατέρας μου και ο θείος μου αποφάσισαν το Σάββατο να κλείσουν το καφενείο, δεν είχαν όμως κλειδιά, αφού ήταν πάντοτε ανοικτό και έτρεχαν μέχρι την τελευταία στιγμή να βρουν τρόπο να το κλειδώσουν». Το μόνο που κατάφεραν να βγάλουν από το καφενείο τα δύο αδέλφια ήταν ένα κιβώτιο καλό τουμπεκί, που το 1974 κόστιζε περίπου 400 λίρες, εντός του καταστήματος έμειναν τα πάντα, σακιά με καπνό, καφέ και ζάχαρη και εκείνη η αίσθηση του via-vai…
Όσο για το όνομα «Σπίτφαϊαρ» ήταν επιλογή κατά πάσα πιθανότητα του πρώτου ιδιοκτήτη του καφενείου, του Αντουάν Πούρτζη και λέει ο θρύλος ότι έμεινε έτσι από το άψε-σβήσε στην εξυπηρέτηση. Βέβαια, άλλος αστικός θρύλος θέλει το όνομα να βγήκε από το πολεμικό αεροσκάφος «Supermarine Spitfire» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Φωτογραφίες: Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟΥ ΧΤΕΣ - YESTERYEARS OF NICOSIA (Facebook), Δήμος Λευκωσίας