ΚΥΠΕ
Σε εκ νέου επίδοση ένστασης στον Αρχιεπίσκοπο Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου Γεώργιο, κοινοποιώντας την και στα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, προχώρησαν οι δικηγόροι των μοναχών της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ, σημειώνοντας ότι η μη λήψη απάντησης στα υπομνήματα και στις ενστάσεις από πλευράς των οργάνων της Εκκλησίας της Κύπρου «αγγίζει τα όρια της περιφρόνησης».
Σύμφωνα με δελτίο Τύπου του Δικηγορικού Γραφείου Ευστάθιου Ευσταθίου, εκ μέρους της αδελφότητας της Μονής Οσίου Αββακούμ, αναφέρεται ότι «επιδώσαμε και πάλι στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου, κοινοποιώντας και στα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, την ένσταση που είχαμε καταθέσει στις 8 και 16 Ιουλίου, διότι μετά την παρέλευση 15 ημερών δεν λάβαμε ουδεμία απάντηση».
Σημειώνεται ότι, δυστυχώς, «η στάση αυτή της Ιεράς Συνόδου, εκτός από παραβίαση κάθε κανόνα εκκλησιαστικής αλληλογραφίας, συνιστά και προσβλητική συμπεριφορά απέναντι μας ως συνηγόρους της Αδελφότητας».
Προστίθεται ότι εάν μάλιστα, ληφθεί υπόψιν, ότι μέχρι σήμερα δεν έχει απαντηθεί κανένα από τα υπομνήματα και καμία από τις ενστάσεις των δικηγόρων, γίνεται κατανοητό, όπως αναφέρεται, ότι η συμπεριφορά αυτή τόσο της Ιεράς Συνόδου όσο και των λοιπών οργάνων της Εκκλησίας της Κύπρου αγγίζει τα όρια της περιφρόνησης.
Αναφέρεται ότι παρά ταύτα, και σε αντίθεση με την προπεριγραφείσα αμετάβλητη στάση των θεσμικών οργάνων της Εκκλησίας της Κύπρου, «εμείς εμμένοντας στην νομιμότητα και στην τήρηση των διαδικασιών, επαναφέραμε την Ένσταση μας, απαιτώντας πλέον την εξέταση της και την αποδοχή της».
Και αυτό, προστίθεται, διότι «τα στοιχεία που αναφέρονται σ’ αυτήν, καθώς και τα στοιχεία που θα προσκομίσουμε στην Ιερά Σύνοδο, ανατρέπουν πλήρως την ψευδή και επίπλαστη μέχρι σήμερα ατμόσφαιρα, αποδεικνύοντας το αναξιόπιστο τόσο του κατηγόρου όσο και των εναντίον μας κατηγοριών και αποκαθιστώντας την τιμή και την υπόληψη μας ως μοναχών, κληρικών και πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας».
«Ελπίζουμε, ότι έστω και την ύστατη στιγμή, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου θα πράξει το χρέος απονέμοντας επιτέλους δικαιοσύνη και αποκαθιστώντας μας στα μάτια της κοινής γνώμης και θωρακίζοντας το κύρος της ίδιας της Εκκλησίας της Κύπρου», σημειώνεται.
Εξάλλου, αναφέρεται ακόμη ότι «επειδή ήλθαν σε γνώση μας πληροφορίες, ότι κινούνται διαδικασίες με σκοπό την ‘φυγάδευση’ τόσο του κατηγόρου μας όσο και άλλων ευαρίθμων κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και Ορεινής προς άλλες Ιερές Μητροπόλεις άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ώστε να γλυτώσουν την εκκλησιαστική δίωξη τους με την υπαγωγή τους στην κανονική δικαιοδοσία άλλης Εκκλησίας», υποδεικνύεται ότι κατά το Κανονικό Δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, για την εκδίκαση ενός κανονικού παραπτώματος είναι εξίσου αρμόδια τόσο τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της Εκκλησίας της Κύπρου, αφού εδώ τελέστηκε το παράπτωμα (κατά τόπον αρμοδιότητα) όσο και τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, στης οποίας την δικαιοδοσία υπάγεται ο κληρικός που τέλεσε το παράπτωμα (κατά πρόσωπον αρμοδιότητα). Όποιο από τα δύο δικαστήρια επιληφθεί πρώτο, αυτό και κρίνει την υπόθεση, αναφέρεται.
Συνεπώς, συνεχίζει το δελτίο Τύπου, «όπου και αν πάει ένας παραβάτης κληρικός, δεν μπορεί να αποφύγει την τιμωρία του. Αν στα παραπάνω, προσθέσουμε και την αρχή της καθολικότητας της εκκλησιαστικής ποινής, ότι δηλαδή η ποινή κάθε εκκλησιαστικού δικαστηρίου ισχύει σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο και δεσμεύει κάθε Ορθόδοξο επίσκοπο, γίνεται ακόμη πιο σαφές, ότι η – κατά πληροφορίες πάντοτε – προσπάθεια ‘φυγαδεύσεως’ συγκεκριμένων κληρικών προς απαλλαγή από τις εκκλησιαστικές ευθύνες τους, δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα».