Τα χρόνια πριν από την πανδημία, οι ρυθμοί της ανάπτυξης στην πλούσια Δύση είχαν επιβραδυνθεί δραστικά. Κατά τη δεκαετία του 2010 για παράδειγμα, η παραγωγικότητα/παραγωγή ανά ώρα εργασίας (labour productivity) στις ΗΠΑ είχε αυξηθεί μεν αλλά με πολύ χαμηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη δεκαετία.
Κατά τη δεκαετία του 2010, οι κοινωνίες είχαν γίνει χειρότερες στο να γεννούν νέες ιδέες ικανές να μεταφράζονται σε ευρέως διαδεδομένες καινοτομίες, όπως σημειώνει σε άρθρο του ο Economist.
Στο βιβλίο του με τον τίτλο «Rise and Fall of American Growth» («Άνοδος και πτώση της αμερικανικής ανάπτυξης»), που εκδόθηκε το 2016, ο Ρόμπερτ Γκόρντον υποστηρίζει πως πλέον υπάρχουν λιγότερες ανακαλύψεις που απομένει να γίνουν. Πίσω στις αρχές του 2020, έκθεση που δημοσιεύθηκε στο American Economic Review ανέφερε πως είναι πια όλο και πιο δύσκολο να ανακαλύπτουμε νέες ιδέες.
Και μετά… ήρθε η πανδημία της Covid-19
Στα τέλη του 2020 και μέσα στο 2021, με την έγκριση των εμβολίων για την Covid-19 που θα άρχιζαν να «κάνουν τα μαγικά τους», θα άρχιζε παράλληλα να εξαπλώνεται και ένα πνεύμα τεχνο-αισιοδοξίας (techno-optimism).
Εάν οι άνθρωποι μπορούσαν να αναπτύξουν εμβόλια που σώζουν ζωές μέσα σε λίγους μήνες, τότε γιατί ο κόσμος γιατί να μην μπορεί να ξεφύγει και από το τέλμα της χαμηλής ανάπτυξης και παραγωγικότητας;
Οι εταιρείες θα μπορούσαν να «αγκαλιάσουν» την ψηφιοποίηση περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Η στροφή στην εργασία από το σπίτι θα μπορούσε να επιτρέψει στους ανθρώπους να εργάζονται κατά τρόπο πιο αποτελεσματικό, απαλλαγμένοι από εξαντλητικές μετακινήσεις κ.ά. Σύντομα θα μπορούσαν να υπάρξουν εμβόλια για κάθε ασθένεια, με τις κυβερνήσεις στο μεσοδιάστημα να δαπανούν μεγάλα ποσά για την επιστήμη και τις εταιρείες να παρουσιάζουν μεγαλεπήβολα σχέδια έρευνας και ανάπτυξης.
Η προοπτική να βγει κάποιο καλό από την πανδημία ήταν μεθυστική, όπως σημειώνει ο Economist. Και αυτό για μια σειρά από λόγους. Η αύξηση της παραγωγικότητας οδηγεί σε υψηλότερους μισθούς. Και καθώς η πλευρά της προσφοράς θα διευρυνόταν, ο πληθωρισμός θα αποτελούσε μικρότερο πρόβλημα. Ενώ και οι καινοτομίες θα βελτίωναν τη ζωή των ανθρώπων με τρόπους που δεν αποτυπώνονται στα οικονομικά δεδομένα.
Όλα αυτά όμως με βάση προσδοκίες αλλοτινές που πλέον δείχνουν να διαψεύδονται. «Η ανάλυσή μας καταλήγει σε ένα απογοητευτικό συμπέρασμα», σημειώνουν οι συντάκτες του Economist: «Μέχρι στιγμής υπάρχουν ελάχιστα σημάδια ότι η παγκόσμια οικονομία γίνεται πιο παραγωγική.»
Το δεύτερο τρίμηνο του 2022, το αμερικανικό ΑΕΠ φάνηκε να μειώνεται κατά 0,1%, ενώ ο αριθμός των εργαζόμενων-μισθοδοτούμενων Αμερικανών αυξήθηκε κατά 1,3 εκατομμύρια. Το ΑΕΠ της Βρετανίας μειώθηκε επίσης κατά 0,1%, ενώ και εκεί οι εργαζόμενοι αυξήθηκαν κατά 150.000. Οι οικονομίες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκονται, λοιπόν, να παράγουν λιγότερα ενώ όμως είναι περισσότεροι οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί.
Όπως σημειώνουν σε έκθεσή του οι κ.κ. Ρόμπερτ Γκόρντον του Northwestern University και Χασάν Σαγιέντ του Princeton, η σημερινή ασθενής αύξηση της παραγωγικότητας είναι η αντίστροφη όψη της ισχυρής ανάπτυξης το 2020. Τότε, οι αμερικανικές εταιρείες απέλυσαν τους λιγότερο πολύτιμους εργαζομένους τους, ενισχύοντας την παραγωγικότητα. Τώρα τους επαναπροσλαμβάνουν, ρίχνοντάς την.
Οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι τα οφέλη από την αύξηση των επενδύσεων που ακολούθησε την πανδημία θα γίνουν αισθητά τα επόμενα χρόνια, μεσομακροπρόθεσμα και σταδιακά. Λέγεται πως υπάρχει συχνά ένα κενό τριών έως πέντε ετών μεταξύ των επιχειρηματικών επενδύσεων και της αύξησης της παραγωγικότητας.
Ο Τζέισον Ντρέιχο της UBS υποστηρίζει σε πρόσφατη έρευνά του ότι «ξεκινώντας από το 2024, το υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας θα μπορούσε να μοιάζει περισσότερο με το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 παρά με το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970».
Ωστόσο, υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους αυτή η μετα-πανδημική έκρηξη καινοτομίας μπορεί να μην φτάσει ποτέ, όπως σημειώνει στην σχετική του ανάλυση ο Economist.
Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με τις επενδύσεις. Οι εταιρείες ξοδεύουν μεν αλλά όχι απαραίτητα σε πράγματα που αυξάνουν την παραγωγικότητα. Τους τελευταίους μήνες, καθώς οι πελάτες βρίσκονται αντιμέτωποι με άδεια ράφια, πολλοί έχουν προσπαθήσει να επεκτείνουν και να προστατεύσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού. Αυτό ως κίνηση βελτιώνει μεν την ανθεκτικότητα αλλά ανεβάζει παράλληλα και τα κόστη. Στο ίδιο πλαίσιο, πολλές εταιρείες συγκεντρώνουν αυτήν την περίοδο «αποθέματα» πρώτων υλών και/ή τελικών προϊόντων. Αυτές οι δαπάνες συνυπολογίζονται στις επενδύσεις, αλλά έχουν μηδενικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα. Στη Γερμανία στα τέλη του 2021, η συγκέντρωση αποθεμάτων αντιπροσώπευε το 9% των συνολικών επενδύσεων.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η βραχυπρόθεσμη διαχείριση κρίσεων (short-term crisis management) έχει αποκτήσει επί του παρόντος προβάδισμα έναντι της μακροπρόθεσμης καινοτομίας. Στην Αμερική οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη παραμένουν υψηλές αλλά, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Economist και με βάση τα στοιχεία σε 31 χώρες του ανεπτυγμένου – πλούσιου κόσμου, οι συνολικές δαπάνες για «προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας» ανέρχονται σε περίπου 3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως και τοποθετούνται κάτω από την προ-πανδημική τάση.
Το 2020 οικονομολόγοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για το επερχόμενο κύμα αυτοματισμού, καθώς οι εταιρείες επένδυαν σε τεχνητή νοημοσύνη και machine learning. Αλλά οι εισαγωγές ρομπότ στις ΗΠΑ δεν είναι υψηλότερες από ό,τι λίγο πριν την πανδημία.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την εργασία από το σπίτι. Σχεδόν σε μια νύχτα, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι μετακινήθηκαν από το γραφείο τους στο τραπέζι της κουζίνας. Πολλοί έχουν μείνει εκεί, χωρίς όμως να έχουν εν τω μεταξύ εκπληρωθεί οι προβλέψεις που ήθελαν την εργασία από το σπίτι να είναι αποτελεσματικότερη και να συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας. Οικονομολόγοι από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη πλέον εμφανίζονται «αβέβαιοι ως προς τον σχετικό μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην παραγωγικότητα».
Κατά τα λοιπά, και αυτός είναι ο τρίτος λόγος, η πανδημία προκάλεσε επίσης κενά και ανεπάρκειες. Στις αρχές του καλοκαιριού 4 εκατομμύρια Αμερικανοί βρίσκονταν σε «αναρρωτική» άδεια είτε επειδή είχαν οι ίδιοι κορωνοϊό είτε επειδή φρόντιζαν κάποιον με κορωνοϊό, ενώ παρόμοια ήταν η εικόνα και στο Ηνωμένο Βασίλειο με τις ώρες των αναρρωτικών αδειών να εκτινάσσονται.
Πηγή: Economist