Kathimerini.gr
Καλώς ήρθατε στο club! Στην Ευρώπη, όπου τα συστήματα απλής αναλογικής κυριαρχούν, ένα Κοινοβούλιο χωρίς απόλυτη πλειοψηφία ενός κόμματος είναι σύνηθες φαινόμενο. Δεν συνιστά έκπληξη ή περίεργο γεγονός. Αντίθετα, στο Παρίσι η απουσία πλειοψηφίας είναι μείζον γεγονός. Στη Γαλλία της Πέμπτης Δημοκρατίας (μετά το 1958) το σύστημα έδινε συστηματικά κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Σκληρά αντιπαρατιθέμενα κόμματα ζήτησαν από τους υποψηφίους τους να παραιτηθούν και να στηρίξουν τον (μη ακροδεξιό) αντίπαλό τους
Ετσι θεωρήθηκε κάτι σαν κτύπημα κεραυνού αυτό που αλλού είναι ρουτίνα: η αποτυχία του μόλις επανεκλεγέντος προέδρου Μακρόν να αποκτήσει την πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές του 2022. Το φαινόμενο Εθνοσυνέλευσης χωρίς πλειοψηφία εμφανίστηκε εκ νέου στις εκλογές του Ιουλίου 2024. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση του 2002 ενίσχυσε τόσο την προεδροποίηση όσο και την πλειοψηφική λογική του συστήματος. Η μεγάλη εξασθένηση των Σοσιαλιστών (παρά την πρόσφατη ανάκαμψή τους) και των Γκωλικών (LR), άλλοτε πυλώνων του παλαιού πλειοψηφικού μοντέλου, αλλά και η γρήγορη αποσταθεροποίηση του μακρονικού κόμματος, το οποίο εμφανίστηκε ως ο νέος μεγάλος ηγεμονικός παίκτης το 2017, έχουν αποδιοργανώσει το όλο σύστημα.
Χωρίς πλειοψηφία
Ε, και τι έγινε θα πει κάποιος; Ας συνεργαστούν, όπως γίνεται σε τόσα Κοινοβούλια! Οι Γάλλοι εντούτοις συνεργάζονται – και μάλιστα περισσότερο από ό,τι τα κόμματα σε άλλες χώρες. Και συχνότατα συνεργάζονται και προεκλογικά, όχι απλώς μετεκλογικά. Αυτό ενθαρρύνεται από το σύστημα των δύο γύρων (παραδείγματα: η Ενωμένη Αριστερά του Κοινού Προγράμματος κατά την περίοδο 1972-1984, ο συνασπισμός της Αριστεράς στις εκλογές του 2022 και του 2024 ή ο προεδρικός συνασπισμός του Μακρόν, Μαζί).
Δεν έχουν όμως την κουλτούρα συνεργασίας με τον αντίπαλο. Η μέχρι το 2017 αντιπαράθεση δύο μπλοκ, Αριστερά εναντίον Δεξιάς, αφενός έδινε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και αφετέρου δεν ευνοούσε τη σύγκλιση με το αντίπαλο μπλοκ. Επιπλέον, η κεντρικότητα της προεδρικής εκλογής ενίσχυε τη συγκρουσιακή κουλτούρα. Οι «προεδρεύσιμοι» ηγέτες –στη Γαλλία οι φιλόδοξοι πολιτικοί σχεδιάζουν την καριέρα τους στη βάση της προεδρικής εκλογής– φοβούνται ότι οι συμβιβασμοί στο Κοινοβούλιο θα υποσκάψουν τη μελλοντική τους πορεία προς την προεδρία (Fr. Sawicki). Γιατί, λοιπόν, να συνεργαστούν με τον αντίπαλο εάν ούτως ή άλλως υπάρχει πλειοψηφία; Γιατί να πάρουν ρίσκα σε ό,τι αφορά την προεδρική τους στρατηγική;
Ωστόσο, το τέλος του διπολισμού και η ανάδυση, το 2022, του πολωμένου τριπολισμού (άκρα ∆εξιά, Κέντρο, Αριστερά) μείωσαν σημαντικά τις πιθανότητες δημιουργίας κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Αλλά και αύξησαν κατακόρυφα τη συγκρουσιακότητα. Η νέα συνθήκη τριπολισμού είναι νοσηρή. Πόλεμος όλων εναντίον όλων. Γι’ αυτό είναι –και θα είναι– δύσκολη η διαμόρφωση σταθερής πλειοψηφίας στη γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Υπέρ αντιπάλου
Με δεδομένη την ακραία πόλωση, αυτό που συνέβη μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου ήταν σε μεγάλο βαθμό πρωτόγνωρο. Σκληρά αντιπαρατιθέμενα κόμματα ζήτησαν από τους υποψηφίους τους να παραιτηθούν και να στηρίξουν τον (μη ακροδεξιό) αντίπαλό τους. Αυτό το «παραιτούμαι υπέρ αντιπάλου», όχι υπέρ συμμάχου ή οιονεί συμμάχου, χωρίς να είναι τελείως νέο, ήταν μοναδικό ως προς τη συστηματικότητα και το εύρος του. Τα κόμματα της Αριστεράς (και μεταξύ αυτών και οι λεγόμενοι «ακραίοι» της Ανυπότακτης Γαλλίας του Μελανσόν) βρέθηκαν στην πρωτοπορία του αντι-ακροδεξιού μετώπου. Ακολούθησαν όμως, παρά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις, και οι προεδρικοί του Μακρόν και, πολύ λιγότερο, η γκωλική Δεξιά.
Το μεγάλο stop λειτούργησε απροσδόκητα καλά. Η Ακροδεξιά κέρδισε μόνο στο 40,2% των εκλογικών περιφερειών στις οποίες προηγούνταν στον πρώτο γύρο. Η Αριστερά, όταν ήταν αυτή που προηγούνταν, κέρδισε το 86,3% των περιφερειών. Το δε προεδρικό στρατόπεδο, όταν ήταν μπροστά, κέρδισε το 100% των περιφερειών στον δεύτερο γύρο (Escalona, Mediapart).
Στην πράξη, όταν η μονομαχία ήταν μεταξύ μακρονιστών και λεπενιστών, το 72% των ψηφοφόρων της Αριστεράς του πρώτου γύρου ψήφισε στον δεύτερο τους υποψηφίους του Μακρόν (και μόνο το 3% στήριξε τους υποψηφίους της Λεπέν). Συμμετρικά, οι εκλογείς του Μαζί στήριξαν σε ποσοστό 54% την Αριστερά, εάν ο υποψήφιος της Αριστεράς προερχόταν από τις πιο μετριοπαθείς συνιστώσες της (Σοσιαλιστικό Κόμμα, Οικολόγοι, Κομμουνιστικό Κόμμα), ενώ το 15% ψήφισε υπέρ της Εθνικής Συσπείρωσης (RN). Είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο το 43% των ψηφοφόρων του Μαζί ψήφισε την Αριστερά, εάν ο υποψήφιος της τελευταίας προερχόταν από την πιο ριζοσπαστική τάση της (Ανυπότακτη Γαλλία). Σε αυτή την περίπτωση, το 19% ψήφισε υπέρ του RN (Ipsos-Talan).
Συνεπώς: α) Τα άκρα δεν συναντήθηκαν, ούτε αλληλοϋποστηρίχτηκαν· β) Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς κέρδισε σε κύρος με τη γρήγορη και ξεκάθαρη στάση του· γ) Η μεγάλη συμμετοχή πιθανότατα ωφέλησε την Αριστερά· δ) Το κόμμα της Λεπέν βρέθηκε αντιμέτωπο με το εκλογικό του «ταβάνι», έλκοντας μόνο 15%-19% των ψηφοφόρων του Κέντρου – ποσοστό ιδιαίτερα μικρό για μονομαχίες σε μονοεδρικές περιφέρειες (όπου οι ψηφοφόροι συχνά γνωρίζουν καλά τους υποψηφίους και ψηφίζουν και στη βάση προσωπικών κριτηρίων)· ε) Αντιθέτως, η Εθνική Συσπείρωση τα πήγε πολύ καλύτερα μεταξύ των δεξιών/γκωλικών εκλογέων, οι οποίοι την υποστήριξαν σε ποσοστά 34%-35% όταν ο αντίπαλος ήταν αριστερός και με 26% όταν ο αντίπαλος ανήκε στο μακρονικό Μαζί. Η ώσμωση ακροδεξιών και δεξιών εκλογέων υπήρξε σημαντική, και ο γκωλισμός φαίνεται να αποτελεί τη βασική μελλοντική δεξαμενή διεύρυνσης της λεπενικής επιρροής.
Οι ανωτέρω μετακινήσεις εξηγούν γιατί η εντυπωσιακή πρωτιά της Εθνικής Συσπείρωσης στον πρώτο γύρο (33,22% της ψήφου, πρώτη φορά πάνω από 30% σε βουλευτικές εκλογές) μετατράπηκε σε τρίτη θέση (σε έδρες) στον δεύτερο γύρο. Και γιατί η δεύτερη θέση της Αριστεράς (28,06% της ψήφου) έγινε «πρωτιά» –σε έδρες– το βράδυ του δεύτερου γύρου. Εξηγούν, επίσης, γιατί το 20,04% της ψήφου του Μαζί (τρίτη θέση) του έδωσε τη δεύτερη τελικά θέση σε έδρες και του επέτρεψε, παρά την απώλεια 76 εδρών σε σύγκριση με το όχι μακρινό 2022, να διατηρήσει την κεντρικότητά του στη γαλλική πολιτική σκηνή.
Το σύστημα των δύο γύρων μπορεί να μη διασφαλίζει πλέον κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά είναι ακόμη ικανό –όπως ήταν η αρχική του κλίση (περιορισμός της εκπροσώπησης των κομμουνιστών)– να εμποδίζει «τα άκρα» να κυβερνήσουν.
Δύο κόσμοι
Στις βουλευτικές του 1978, η ενωμένη –και τότε– Αριστερά λαμβάνει 70% της εργατικής ψήφου, ενώ στις προεδρικές του 1981 ο Μιτεράν έχει τη στήριξη του 72% των εργατών. Αντιθέτως, στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου 2024 το Νέο Λαϊκό Μέτωπο παίρνει μόνο το 21% της εργατικής ψήφου – έναντι του 57% που έλαβε η Εθνική Συσπείρωση. Ταυτόχρονα, μεταξύ των υπαλλήλων η επιρροή του Νέου Λαϊκού Μετώπου βρίσκεται στο 30% και της Εθνικής Συσπείρωσης στο 44%. Ενας άλλος κόσμος, τότε και τώρα!
Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο δεν στερείται, όπως βιαστικά έχει γραφεί, λαϊκών στηριγμάτων: υπερεκπροσωπείται σε όσες και όσους αυτοτοποθετούνται στις «λαϊκές τάξεις» (35%), ιδιαίτερα σε εκείνες και εκείνους με «ξένη» καταγωγή, σε όσους έχουν χαμηλό εισόδημα (κάτω από 1.250 ευρώ: 35%, από 1.250 έως 2.000 ευρώ: 33%), στους μισθωτούς του δημοσίου τομέα (35%), στους ανέργους (37%) αλλά και στα στελέχη (34%) και στα ενδιάμεσα επαγγέλματα (35%). Υπερεκπροσωπείται προπάντων στους νέους (18-24 έτη: 48%, 25-34: 38%), γεγονός που εν μέρει εξηγεί την επιρροή του στον πληθυσμό με χαμηλά εισοδήματα, αλλά και στους έχοντες υψηλή μόρφωση (37%). Είναι, δε, ισχυρό στις μεγάλες πόλεις και, ιδιαίτερα, στο Παρίσι.
Η γεωγραφική και κοινωνική εικόνα του λεπενικού ρεύματος είναι πιο κοντά στην «ξεχασμένη Γαλλία» από ό,τι η εικόνα του Νέου Λαϊκού Μετώπου. H Εθνική Συσπείρωση είναι ισχυρή στις μικρές επαρχιακές πόλεις (με πληθυσμό κάτω από 50.000) και ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα περιοχών χωρίς οικονομικό μέλλον. Η ψήφος στις περιοχές αυτές κατανοείται ως συλλογική επιλογή («εδώ ψηφίζουμε Μαρίν»). Υπερεκπροσωπείται, πέραν των εργατών και των υπαλλήλων, σε όσους έχουν μεγάλη οικονομική δυσκολία (48%), σε εκείνους που αισθάνονται μη προνομιούχοι (défavorisés: 54%), στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (40%) και, βέβαια, στους έχοντες χαμηλή μόρφωση (49%).
Το λεπενικό κόμμα συγκροτεί την ταυτότητά του ενάντια στα ευκατάστατα, μορφωμένα, vegan, ευαίσθητα στην οικολογία, στις σεξουαλικές μειονότητες και στους μετανάστες μεσαία στρώματα του Παρισιού και των μεγάλων πόλεων. Αλλά και ενάντια στους μετανάστες, οι οποίοι επωφελούνται («assistés») από το «κοινωνικό κράτος της Αριστεράς». Από γεωγραφική και κοινωνιολογική σκοπιά, το αριστερό Νέο Λαϊκό Μέτωπο και η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση εκπροσωπούν, αν και μόνον εν μέρει, δύο κόσμους. Εχουν πολύ διαφορετικό κέντρο βάρους.
Και τώρα προεδρικές!
Η γαλλική κοινωνία έδειξε ότι έχει ισχυρά δημοκρατικά αντανακλαστικά. Για να συμβεί αυτό, εκατομμύρια Γάλλοι ψήφισαν ενάντια στις ιδέες τους. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Ωστόσο, το πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων δεν παράγει πλέον, πάντως όχι εύκολα, πλειοψηφίες. Ούτε καν μια πλειοψηφική μειοψηφία (minorité majoritaire). Στην πράξη, ο καθένας από τους τρεις πόλους που δομούν τη γαλλική πολιτική ζωή απορρίπτεται πλήρως από τους άλλους δύο. Αυτό είναι το δύσκολα επιλύσιμο παζλ του γαλλικού συστήματος.
Παρά τις πολλές φωνές που ζητούν αλλαγή του εκλογικού νόμου, οι πολιτικοί με τη μεγαλύτερη επιρροή σκέπτονται ήδη, ενώ υπάρχει ακόμη μέγιστη δυσκολία να οριστεί πρωθυπουργός, τις προεδρικές του 2027. Αυτές σκέπτεται, με φόβο πλέον, και η Λεπέν. Αυτές και ο, πιο ευέλικτος από όσο νομίζεται, Μελανσόν. Αυτές και το φιλελεύθερο ευρωπαϊκό ρεύμα που δεν θα έχει πλέον τον Μακρόν υποψήφιο. Θα λύσουν οι προεδρικές το πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου που δεν έλυσαν οι βουλευτικές; Οσο το νερό τρέχει στον Σηκουάνα, μπορεί κανείς να περιμένει. Χωρίς να είναι πολύ αισιόδοξος.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής Ανάλυσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.