ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μπάιντεν Vs Τραμπ: Όπισθεν ολοταχώς στο 2020

Πόσο πιθανό είναι ένα σίκουελ το 2024; Και πόσο διαφορετικό θα μπορούσε να είναι αυτό το πολιτικό θρίλερ από το πρίκουελ του 2020;

Γιώργος Σκαφιδάς

Μπάιντεν Vs Τραμπ: Πόσο πιθανό είναι, άραγε, ένα σίκουελ το 2024; Και πόσο διαφορετικό θα μπορούσε να είναι αυτό το νέο… πολιτικό θρίλερ από το πρίκουελ του 2020;

Μια ρεβάνς θα πρέπει, εκ των πραγμάτων πια, να θεωρείται πιθανή. Τραμπ και Μπάιντεν έχουν άλλωστε, αμφότεροι, ανακοινώσει ότι θα διεκδικήσουν το προεδρικό χρίσμα των κομμάτων τους ενόψει των εκλογών του 2024. Ο μεν Τραμπ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του τον Νοέμβριο του 2022, έπειτα από τις – εν μέρει νικηφόρες για τους Ρεπουμπλικάνους, που ανέκτησαν την πλειοψηφία στη Βουλή αλλά όχι και στη Γερουσία – ενδιάμεσες κάλπες. Ο δε Μπάιντεν ακολούθησε, ανακοινώνοντας την Τρίτη τη δική του προεδρική υποψηφιότητα.

Σύμφωνα με το the Atlantic, μια ρεβάνς Τραμπ εναντίον Μπάιντεν για την προεδρία των ΗΠΑ θα πρέπει πια να θεωρείται «αναπόφευκτη» («the Trump-Biden rematch in inevitable», γράφει ο Τομ Νίκολς). Ελαφρώς πιο συγκρατημένο στις προβλέψεις του, το the Hill βλέπει την εν λόγω ρεβάνς να έρχεται πλέον πιο κοντά στην πραγματικότητα («Biden-Trump rematch is coming closer to reality», γράφει ο Μπρετ Σάμιουελς) χωρίς όμως να φτάσει στο σημείο, ακόμη, να τη θεωρήσει δεδομένη.

Για την ιστορία, εάν οι κ.κ. Τραμπ και Μπάιντεν όντως εξασφαλίσουν το προεδρικό χρίσμα των παρατάξεών τους, θα είναι το πρώτο δίδυμο προεδρικών υποψηφίων που κοντράρεται για δεύτερη φορά στην κάλπη… μετά τη δεκαετία του 1950 και τις προεδρικές μάχες των Αϊζενχάουερ και Στίβενσον. Παράλληλα, θα είναι και το με διαφορά μεγαλύτερο σε ηλικία δίδυμο προεδρικών υποψηφίων στα αμερικανικά χρονικά.

Παρά τις διαφορές τους, οι κ.κ. Τραμπ και Μπάιντεν μοιράζονται κάποια κοινά. Ο Τζο Μπάιντεν είναι πια 80 ετών ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ γίνεται σε λίγους μήνες 77. Αμφότεροι έχουν εξασφαλίσει, δε, ήδη από μια τετραετία ο καθένας στον Λευκό Οίκο, όπερ σημαίνει ότι έχουν πρακτικά προεδρικό έργο να επιδείξουν αλλά και προεδρικά κενά, αρρυθμίες ή απώλειες για τις οποίες θα μπορούσαν να απολογηθούν.

Η τετραετία Τραμπ σημαδεύτηκε από την πανδημία, την κόντρα της Ουάσιγκτον με την Κίνα, την απόσυρση των ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, το «χάος» στον Λευκό Οίκο («Πυρ και μανία στον Λευκό Οίκο του Ντόναλντ Τραμπ»: ο χαρακτηριστικός τίτλος του βιβλίου του Μάικλ Γουλφ) και τον «εμφύλιο» στο Κογκρέσο (βλ. πρώτη πρόταση μομφής κατά Τραμπ), αλλά και από τους θανάτους του Τζορτζ Φλόιντ και της Μπριόνα Τέιλορ στο εσωτερικό.

Η τετραετία Μπάιντεν, από την άλλη πλευρά, σημαδεύτηκε από την κόντρα μεταξύ ομοσπονδιακής κυβέρνησης και Ανώτατου Δικαστηρίου για τις αμβλώσεις, τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον καλπάζοντα πληθωρισμό και την κόντρα της Ουάσιγκτον με τη Ρωσία… αλλά και με την Κίνα για την Ταϊβάν, την οποία Ταϊβάν επισκέφθηκε η Δημοκρατική Νάνσι Πελόζι προτού παραδώσει τα ηνία της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Η μετάβαση, δε, από τη μία τετραετία στην άλλη υπήρξε πρωτοφανώς επεισοδιακή, καθώς στιγματίστηκε από τα αιματηρά γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου του 2021, με την εισβολή τότε των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο και όσα επεισοδιακά θα ακολουθούσαν (βλ. έρευνες για πιθανή υποκίνηση των επεισοδίων από τον ίδιο τον Τραμπ και νέα πρόταση μομφής σε βάρος του).

Ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι του Ρεπουμπλικανικού στρατοπέδου, του ιδίου του Ντόναλντ Τραμπ συμπεριλαμβανομένου, πέρασε τα τελευταία χρόνια αμφισβητώντας το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020.

Τα 787,5 εκατομμύρια δολάρια που συμφώνησε προ ημερών να καταβάλει ως αποζημίωση στην αμερικανική εταιρεία παραγωγής και διαχείρισης συστημάτων ηλεκτρονικής καταμέτρησης ψήφων Dominion Voting Systems το φίλα προσκείμενο στους Ρεπουμπλικανούς τηλεοπτικό δίκτυο Fox News του Ρούπερτ Μέρντοχ, έρχονται να επιβεβαιώσουν πόσο ανυπόστατες ήταν πολλές από εκείνες τις κατηγορίες περί νοθείας.

Ο διχασμός και η τοξικότητα, ωστόσο, παραμένουν. Από μια άποψη μάλιστα, ίσως και να έχουν οξυνθεί τα τελευταία χρόνια, με φόντο το θέμα των αμβλώσεων (που δεν κατοχυρώνονται πια σε ομοσπονδιακό επίπεδο στις ΗΠΑ έπειτα από την απόφαση του πλειοψηφικά προσκείμενου στους Ρεπουμπλικανούς Ανώτατου Δικαστηρίου) αλλά και στη σκιά πια της ιστορικά πρωτοφανούς ποινικής δίωξης σε βάρος του Ντόναλντ Τραμπ για τα απόνερα της παλαιάς υπόθεσης χρηματισμού της Στόρμι Ντάνιελς.

«Μια ρεβάνς Μπάιντεν – Τραμπ θα αποτελούσε επανάληψη μιας από τις πιο αρνητικές και διχαστικές εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν σημειωθεί στα αμερικανικά χρονικά», γράφει ο Μπρετ Σάμιουελς στο the Hill, με το βλέμμα στραμμένο στην τοξικότητα της περιόδου 2020 – 2021.

«Δεν θα είναι και τόσο πολλοί εκείνοι που θα ενθουσιαστούν με μια τέτοια ρεβάνς, επειδή δεν είναι και τόσο πολλοί πια εκείνοι που θέλουν αυτοί οι δύο άνθρωποι να είναι ξανά υποψήφιοι για την προεδρία», δηλώνει από την πλευρά του ο Ντέιβιντ Χόπκινς, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κολέγιο της Βοστώνης (Boston College).

Δημοσκοπήσεις

Πράγματι, σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε την περασμένη Κυριακή στο NBC News, το 70% των Αμερικανών και το 51% των ψηφοφόρων του Δημοκρατικού κόμματος δεν θα ήθελαν να δουν τον Μπάιντεν να βάζει ξανά υποψηφιότητα για την προεδρία. Σύμφωνα με την ίδια σφυγμομέτρηση, το 60% των Αμερικανών και περίπου το 1/3 των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος πιστεύουν όμως το ίδιο και για τον Τραμπ, ότι δηλαδή εκείνος δεν θα έπρεπε να θέσει ξανά υποψηφιότητα. Ενδεικτικά της δυσφορίας, ή μάλλον της έλλειψης ενθουσιασμού, είναι όμως και τα ευρήματα δημοσκόπησης του Associated Press, σύμφωνα με την οποία το 65% των Αμερικανών είναι σίγουρο ή μάλλον σίγουρο ότι δεν θέλει ξανά για πρόεδρο τον Τραμπ και το 56% σίγουρο ή μάλλον σίγουρο ότι δεν θέλει ξανά για πρόεδρο τον Μπάιντεν.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, διερωτάται κανείς γιατί έχουμε φτάσει πια στο σημείο να βλέπουμε ξανά… σε επανάληψη τις αμερικανικές προεδρικές του 2020. Η απάντηση θα μπορούσε, ίσως, να αναζητηθεί σε προσωπικές φιλοδοξίες (στην περίπτωση του Τραμπ) και σε ελλείψεις (άλλων «ικανών να κερδίσουν τις εκλογές» προεδρικών υποψηφίων, εκτός του Μπάιντεν, στην περίπτωση των Δημοκρατικών).

Σε κάθε περίπτωση, ο όποιος – συνήθως απορρέων από εκλογικά οράματα αλλαγής – ενθουσιασμός μοιάζει να έχει ήδη βγει από το κάδρο των προεκλογικών εξελίξεων στις ΗΠΑ, αφήνοντας πίσω ένα περιβάλλον δυσπιστίας, τοξικότητας και υπολογιστικών προσεγγίσεων τύπου «ψήφος όχι στον καλό αλλά στον λιγότερο κακό για πρόεδρο».

«Είμαι στο τέλος της καριέρας μου, όχι στην αρχή […] Εχω μεγαλύτερη εμπειρία από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο στα αμερικανικά χρονικά. Αυτό δεν με κάνει καλύτερο ή χειρότερο, αλλά μου δίνει κάποια ελαφρυντικά», δήλωνε ο Τζο Μπάιντεν, σε μια κρίση αυτογνωσίας θα μπορούσε να πει κανείς, στις 13 Απριλίου, από το Δουβλίνο.

«Ο αγώνας ενάντια στον Τραμπ δεν είναι μια μάχη πολιτικών ιδεών […] για αυτό και η σύγκριση στην οποία επικεντρώνεται ο Λευκός Οίκος δεν περιορίζεται αποκλειστικά στις πολιτικές διαφορές […] Είναι ένας αγώνας μεταξύ ενός ικανού προέδρου και ενός χαοτικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος», σχολίαζε την περασμένη Κυριακή η Τζεν Ψάκι, άλλοτε εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, μέσα από την εκπομπή της στο MSNBC, φανερώνοντας πώς οι Δημοκρατικοί προτίθενται να επενδύσουν προεκλογικά στις αδυναμίες ενός υποψηφίου όπως είναι ο Τραμπ.

Οι άλλοι υποψήφιοι

Ακόμη είναι, βέβαια, πολύ νωρίς, καθώς έχουμε μπροστά μας τις προκριματικές κούρσες Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών για το προεδρικό χρίσμα.

Στην περίπτωση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, το αντίπαλο προς τον Τραμπ δέος ακούει στο όνομα Ρον Ντε Σάντις. Ο 44χρονος κυβερνήτης της Φλόριντα, ωστόσο, ακόμη δεν έχει ανακοινώσει επισήμως της υποψηφιότητά του, σε αντίθεση με τη Νίκι Χέιλι που το έχει ήδη πράξει, ενώ ως πιθανός υποψήφιος παρουσιάζεται και ο πρώην αντιπρόεδρος Μάικ Πενς.

Στο μέτωπο των Δημοκρατικών, από την άλλη πλευρά, το τοπίο είναι προσώρας περισσότερο νεφελώδες, καθώς δεν υπάρχουν επισήμως άλλοι – αρκετά ισχυροί ώστε να γεννούν προσδοκίες – διεκδικητές του χρίσματος πέραν του Μπάιντεν. H περίπτωση της Μαριάν Γουίλιαμσον είναι ανάξια λόγου από δημοσκοπική σκοπιά, και εκείνη του Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ μάλλον αδύναμη.

«Είναι ο Τζο Μπάιντεν το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι Δημοκρατικοί το 2024; Σε έναν τέλειο κόσμο, όχι. Στον κόσμο στον οποίο ζούμε όμως, ενδεχομένως», γράφει ο Αντριου Πρόκοπ στο αμερικανικό Vox, προσεγγίζοντας τις εξελίξεις μέσα από ένα πνεύμα τύπου «το μη χείρον βέλτιστον»… Εάν ξεκινάμε ωστόσο έτσι, τόσο κυνικά, 559 ημέρες πριν από τις προεδρικές κάλπες του 2024, τότε το σημερινό «μη χείρον» κινδυνεύει στην πορεία να καταστεί χειρότερο, πολύ δε περισσότερο όταν μιλάμε για δύο γηραιούς υποψηφίους όπως είναι οι κ.κ. Τραμπ και Μπάιντεν, που οδεύουν προς τις κάλπες κουβαλώντας βαρίδια όχι μόνο πολιτικά (λόγω πρότερου προεδρικού βίου) αλλά και προσωπικά (βλ. Χάντερ Μπάιντεν, διαβαθμισμένα έγγραφα που βρέθηκαν σε σημεία που δεν θα έπρεπε να είναι κ.ά.).

«Σχεδόν επτά στους 10 Αμερικανούς πιστεύουν ότι η χώρα τους είναι σε “λάθος δρόμο”. Ο νυν πρόεδρος θα είναι 81 ετών την ημέρα των εκλογών το 2024. Περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους του δικού του κόμματος δεν θέλουν να είναι υποψήφιος για επανεκλογή. Ωστόσο, καθώς ο πρόεδρος Μπάιντεν βάζει μπρος την εκστρατεία του για μια δεύτερη θητεία, Δημοκρατικοί αξιωματούχοι πιστεύουν ακράδαντα ότι εκείνος ξεκινά από έδαφος πολύ πιο σταθερό από ό,τι δείχνει η προσωπική του δημοτικότητα», σχολιάζει ο Τζόναθαν Γουάισμαν μέσα από τις σελίδες των New York Times…

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση